DBRS: Ευάλωτος ο κυπριακός τουρισμός λόγω COVID-19
11:45 - 14 Σεπτεμβρίου 2020
Πιο ευάλωτες στη μείωση του ξένου τουρισμού εξ αιτίας της πανδημίας είναι οι χώρες της νότιας Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, τονίζει σε έκθεση του ο οίκος αξιολόγησης DBRS.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο οίκος αξιολόγησης, με το τέλος της περιόδου των διακοπών στην Ευρώπη, έχει γίνει ξεκάθαρο ότι ο COVID-19 επηρέασε σημαντικά την τουριστική βιομηχανία, μετά από δεκαετίες σταθερής ανάπτυξης. Τα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού –περιοριστικά μέτρα και αεροπορικές απαγορεύσεις, μείωσαν τις τουριστικές ροές.
Εξάλλου, προστίθεται, ακόμα και μετά την κατάργηση ταξιδιωτικών περιορισμών, ο φόβος του ταξιδιού μπορεί να παραταθεί. Το γεγονός αυτό μπορεί να δημιουργήσει κι άλλα προβλήματα, καθώς η περιοχή είναι ένας σημαντικός διεθνής ταξιδιωτικός προορισμός και η τουριστική βιομηχανία αποτελεί βασική πηγή εισοδήματος και απασχόλησης για τις χώρες αυτές.
Ειδικότερα, ο DBRS αξιολόγησε συγκεκριμένους παράγοντες που σχετίζονται με ξένα ταξίδια και τουρισμό. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι οικονομίες χωρών της Νότιας Ευρώπης όπως Ελλάδα, Κύπρος, Μάλτα, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία είναι πιο ευάλωτες στην ύφεση του τουρισμού. Αντίθετα, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Γαλλία και η Σλοβακία είναι λιγότερο ευάλωτες.
Υπενθυμίζεται ότι η συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ της Κύπρου ανέρχεται σε 13,8% και είναι η πέμπτη ψηλότερη στην ευρωζώνη. Η απασχόληση στον τομέα αποτελεί το 13,2% της συνολικής απασχόλησης.
«Η υψηλή εξάρτηση από τον τομέα των ταξιδιών και του τουρισμού στις ευρύτερες οικονομίες των χωρών της Νότιας Ευρώπης μπορεί να συμβάλει σε μια άνιση ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ, ακόμη και όταν οι οικονομίες συνεχίζουν να ανακάμπτουν», αναφέρει ο Javier Rouillet, Αντιπρόεδρος της DBRS. Η ζημιά στον τομέα μπορεί να είναι πιο σοβαρή για χώρες με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον ξένο τουρισμό.
Η πρόσφατη αύξηση των κρουσμάτων στην Ευρώπη έσβησε τις ελπίδες για ισχυρή ανάκαμψη κατά τη θερινή περίοδο ενώ αυξάνει την αβεβαιότητα για το τέταρτο τρίμηνο του έτους.
«Ανάλογα με την εξέλιξη του ιού, οι προοπτικές για το επόμενο έτος μπορεί επίσης να επηρεαστούν σοβαρά. Παράγοντες όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, οι υποδομές μεταφορών και τουριστικών υπηρεσιών, οι φυσικές και πολιτιστικές προσφορές, η ασφάλεια και η ανταγωνιστικότητα των τιμών θα μπορούσαν να είναι σημαντικοί για τη διευκόλυνση της ανάκαμψης στην τουριστική βιομηχανία», επισημαίνει η Spyridoula Tzima, Βοηθός Αντιπρόεδρος της DBRS .
Ο τελικός αντίκτυπος θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της πανδημίας, την επιβολή περιορισμών και τις κυβερνητικές πολιτικές για τη μείωση των επιπτώσεων του σοκ.
Πάντως, σημειώνεται ότι τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων.
«Ο τουριστικός τομέας θα μπορούσε να υποστεί μακροχρόνιες ζημιές, με αποτέλεσμα να κλείσουν ορισμένες επιχειρήσεις και περισσότερες απώλειες θέσεων εργασίας», καταλήγει ο Javier Rouillet.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο οίκος αξιολόγησης, με το τέλος της περιόδου των διακοπών στην Ευρώπη, έχει γίνει ξεκάθαρο ότι ο COVID-19 επηρέασε σημαντικά την τουριστική βιομηχανία, μετά από δεκαετίες σταθερής ανάπτυξης. Τα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού –περιοριστικά μέτρα και αεροπορικές απαγορεύσεις, μείωσαν τις τουριστικές ροές.
Εξάλλου, προστίθεται, ακόμα και μετά την κατάργηση ταξιδιωτικών περιορισμών, ο φόβος του ταξιδιού μπορεί να παραταθεί. Το γεγονός αυτό μπορεί να δημιουργήσει κι άλλα προβλήματα, καθώς η περιοχή είναι ένας σημαντικός διεθνής ταξιδιωτικός προορισμός και η τουριστική βιομηχανία αποτελεί βασική πηγή εισοδήματος και απασχόλησης για τις χώρες αυτές.
Ειδικότερα, ο DBRS αξιολόγησε συγκεκριμένους παράγοντες που σχετίζονται με ξένα ταξίδια και τουρισμό. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι οικονομίες χωρών της Νότιας Ευρώπης όπως Ελλάδα, Κύπρος, Μάλτα, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία είναι πιο ευάλωτες στην ύφεση του τουρισμού. Αντίθετα, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Γαλλία και η Σλοβακία είναι λιγότερο ευάλωτες.
Υπενθυμίζεται ότι η συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ της Κύπρου ανέρχεται σε 13,8% και είναι η πέμπτη ψηλότερη στην ευρωζώνη. Η απασχόληση στον τομέα αποτελεί το 13,2% της συνολικής απασχόλησης.
«Η υψηλή εξάρτηση από τον τομέα των ταξιδιών και του τουρισμού στις ευρύτερες οικονομίες των χωρών της Νότιας Ευρώπης μπορεί να συμβάλει σε μια άνιση ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ, ακόμη και όταν οι οικονομίες συνεχίζουν να ανακάμπτουν», αναφέρει ο Javier Rouillet, Αντιπρόεδρος της DBRS. Η ζημιά στον τομέα μπορεί να είναι πιο σοβαρή για χώρες με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον ξένο τουρισμό.
Η πρόσφατη αύξηση των κρουσμάτων στην Ευρώπη έσβησε τις ελπίδες για ισχυρή ανάκαμψη κατά τη θερινή περίοδο ενώ αυξάνει την αβεβαιότητα για το τέταρτο τρίμηνο του έτους.
«Ανάλογα με την εξέλιξη του ιού, οι προοπτικές για το επόμενο έτος μπορεί επίσης να επηρεαστούν σοβαρά. Παράγοντες όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, οι υποδομές μεταφορών και τουριστικών υπηρεσιών, οι φυσικές και πολιτιστικές προσφορές, η ασφάλεια και η ανταγωνιστικότητα των τιμών θα μπορούσαν να είναι σημαντικοί για τη διευκόλυνση της ανάκαμψης στην τουριστική βιομηχανία», επισημαίνει η Spyridoula Tzima, Βοηθός Αντιπρόεδρος της DBRS .
Ο τελικός αντίκτυπος θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της πανδημίας, την επιβολή περιορισμών και τις κυβερνητικές πολιτικές για τη μείωση των επιπτώσεων του σοκ.
Πάντως, σημειώνεται ότι τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων.
«Ο τουριστικός τομέας θα μπορούσε να υποστεί μακροχρόνιες ζημιές, με αποτέλεσμα να κλείσουν ορισμένες επιχειρήσεις και περισσότερες απώλειες θέσεων εργασίας», καταλήγει ο Javier Rouillet.