Η παιδεία θέτει τις βάσεις για υγιή οικονομία
14:00 - 22 Δεκεμβρίου 2020
- Η οικονομική λογική των κυβερνήσεων είναι διαχειριστική και ψηφοθηρική. Στερείται οράματος και ηγεσίας
- Εάν η απασχόληση συσχετιστεί με δημιουργική διαδικασία, η ιδέα της μονότονης και καταναγκαστικής εργασίας θα συρρικνωθεί
Από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως και τις μέρες μας, η διαχείριση της οικονομίας μας εδράζεται σε τρεις πυλώνες, οι οποίοι αντίκεινται τόσο στην τεκμηριωμένη επιστημονική μεθοδολογία όσο και στις εμπειρικές πρακτικές:
- Ο πρώτος πυλώνας αφορά την αποτυχία ανατροπής ενός αρνητικού ισοζυγίου μεταξύ του εξαγωγικού και του εισαγωγικού μας προϊόντος και υπηρεσιών.
- Ο δεύτερος πυλώνας συνιστά την ad hoc (με τη χειρότερη σημασία της φράσης, αυτήν του κουτουρού) κατανομή μιας στάσιμης στάθμης οικονομικών πόρων.
- Ο τρίτος πυλώνας αφορά την παγίωση μιας αποτελματωμένης και άνευ έμπνευσης εκπαιδευτικής αγωγής του ανθρωπίνου κεφαλαίου.
Μια σύντομη ανασκόπηση στα γεγονότα της 60χρονης πορείας της κυπριακής οικονομίας αρκεί για να αποκαλύψει το αυτόδηλο: από το 1960 μέχρι σήμερα, η Κύπρος εισήγαγε ασυγκρίτως περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες από αυτά που εξήγαγε. Η πλέον πρόσφατη ένδειξη είναι το εμπορικό ισοζύγιο για την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2020: μείον €3.269,1 δις. Η Κύπρος από γεννήσεώς της ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα παράγει!
Γιατί όμως εμμένουμε σε μια οικονομική συνταγή που είναι ανεπαρκής, άκαμπτη και επισφαλής; Γιατί πολύ απλά, η διαδικασία της διαχείρισης των εξόδων είναι πολύ πιο εύκολη υπόθεση, παρά η διαδικασία μεγιστοποίησης των εσόδων. Στην ιστορία της παρήλικης πια, αλλά ακόμα ανώριμης δημοκρατίας μας, οι κυβερνήσεις καταπιάνονταν σχεδόν αποκλειστικά με την ανακατανομή του εθνικού πλούτου, έχοντας ως κύριο μέλημά τους την πρόσκαιρη ικανοποίηση των ψηφοφόρων τους – γεγονός που κατά τη δική μου άποψη, αποτελεί την πιο υπονομευτική μορφή διαφθοράς. Κι αυτό γιατί προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας κουλτούρας ανέντιμου κι αχρείαστου λαϊκισμού που εξαργυρώνεται σε ψήφους έναντι κρατικών επιταγών.
Τα όνειρα συμβιβάστηκαν με την ανάγκη
Το Κυπριακό κράτος, ουδέποτε εμπέδωσε πως το ζωτικότερο κύτταρο μιας οικονομίας είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο και το επιχειρείν, κι ότι αυτά είναι που πρέπει πρωτίστως να υπηρετεί η Δημόσια Υπηρεσία. Αντ' αυτού, ελλείψει πολιτικής ηγεσίας με όραμα, κατέστησε τον ιδιωτικό τομέα ραγιά μιας υδροκέφαλης και αντιπαραγωγικά δομημένης Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία αντιπροσωπεύει, όχι τη σταθερότητα, αλλά τη στασιμότητα. Είναι λυπηρό μα οφθαλμοφανές, πως λόγω της ακατάπαυστης ανάγκης για έλεγχο του εκλογικού σώματος, οι εκάστοτε κυβερνήσεις του τόπου, αντί να εμπνεύσουν με το όραμά τους, φρόντισαν πάση θυσία να καθιερώσουν την εσωστρέφεια και τον υποσυνείδητο έλεγχο του εκλογικού σώματος, εμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.
Σε μια χώρα όπου το επιχειρείν επιβιώνει κατ’ εξαίρεση και ο μόνος τρόπος κατοχύρωσης μιας ασφαλούς και τακτοποιημένης ζωής είναι η πρόσληψη στη Δημόσια Υπηρεσία, οι πολίτες αναγκάζονται, στην πλειοψηφία τους, είτε να γίνονται υποτελείς στους πολιτικούς άρχοντες, είτε να εντάσσονται στο ανθρώπινο δυναμικό ευκαιριακών, καιροσκοπικών δραστηριοτήτων, όπως ήταν το χρηματιστήριο στα τέλη της δεκαετίας του 90’, η εγγραφή offshore εταιρειών, τα καζίνο κτλ. Κατ' ακολουθίαν, αποδεχόμαστε αδιαμαρτύρητα την κατασπατάληση ενός τεράστιου πλούτου ανθρώπινων ταλέντων και ικανοτήτων, καθόσον μια ολόκληρη γενιά, αγωνιώσα για τη διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, καταπιάστηκε με συναφή επαγγέλματα, ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο προορισμός του κάθε ανθρώπου στη ζωή. Τα όνειρα συμβιβάστηκαν με την ανάγκη, κι έτσι μια ολόκληρη γενιά έγιναν δικηγόροι και λογιστές.
Εξυγίανση, αξιολόγηση και επένδυση στην παιδεία
Είμαι της άποψης ότι επείγει η προώθηση δυο βασικών πολιτικών: Αφενός μεν της εξυγίανσης της Δημόσιας Υπηρεσίας, και αφετέρου της επένδυσης στην Παιδεία και στην Εκπαίδευση.
Η εξυγίανση της Δημόσιας Υπηρεσίας προϋποθέτει κατ’ αρχάς την παραδοχή πως υπάρχει, τόσο αναχρονισμός όσο και υποαπόδοση (θεωρώ ότι κανείς πλέον δεν το αμφισβητεί). Η σωστή αντίδραση σε αυτή την εξέλιξη, κατά την άποψή μου, διοχετεύεται μέσω της λέξης-κλειδί: ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Η αξιολόγηση σήμερα διενεργείται με τρόπο ανούσιο και ανώφελο και ως αποτέλεσμα, αδικούνται και όσοι δημόσιοι υπάλληλοι είναι πραγματικά εξαίρετοι στη δουλειά τους, αφού εξομοιώνονται με όλους τους άλλους. Από τη στιγμή που η διεύθυνση ενός οργανισμού αποτελεί εργατικό προϊόν το οποίο απαιτεί εξειδίκευση, είναι εξ ορισμού προσδοκώμενο πως όλες οι διευθυντικές θέσεις πρέπει να είναι θέσεις πρώτου διορισμού. Με το ίδιο σκεπτικό, επιβάλλεται να εξεταστεί τόσο ο ρόλος όσο και η ανάγκη ύπαρξης Διοικητικών Συμβουλίων, καθώς και οι διαδικασίες διορισμού και αξιολόγησης που τα ορίζουν.
Αν η Δημόσια Υπηρεσία μετεξελιχθεί, τα οφέλη θα είναι τεράστια και θα μπορέσουμε πολύ πιο εύκολα να καταπιαστούμε με το δεύτερο καίριο ζήτημα, αυτό της ανάπτυξης ενός προηγμένου και πρωτοποριακού συστήματος Παιδείας. Με στοχευμένες, μακρόπνοες επενδύσεις στην Εκπαίδευση και την Παιδεία, με προσήλωση στη διαπαιδαγώγηση και κοινωνικοποίηση του μελλοντικού εργατικού δυναμικού, μπορούμε να προσδοκούμε στη δημιουργία πνευματικά υγειών, ανθρωποκεντρικών και παραγωγικών συνθηκών εργασίας. Μόνο εάν η απασχόληση συσχετιστεί με δημιουργική διαδικασία, η ιδέα της μονότονης και καταναγκαστικής εργασίας θα μπορέσει να συρρικνωθεί. Ένας τέτοιος κραταιός μετασχηματισμός της κοινωνικής αντίληψης, απαιτεί πρωτίστως ποιοτική παιδεία, και ευδαιμονεί πέρα από τα στεγανά των υφιστάμενων τραπεζικών και οικονομικών δραστηριοτήτων.
*Αριστίνδην υποψήφιος βουλευτής ΔΗΚΟ, εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας.