ΕΤΕΚ: «Μνημείο προχειρότητας» η υπόθεση του νέου γηπέδου Λεμεσού
13:35 - 29 Ιουλίου 2019
Η κατάληξη της υπόθεσης του νέου γηπέδου ποδοσφαίρου Λεμεσού που ήρθε στο φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες δυστυχώς επιβεβαίωσε τους φόβους του ΕΤΕΚ για την επιλογή μιας αδιαφανούς και πρόχειρης διαδικασίας, η οποία θα οδηγούσε στην κατασπατάληση δημοσίου χρήματος.
«Τουλάχιστον έστω και στο παρά πέντε έγιναν αντιληπτές οι αδυναμίες και το μεγάλο ρίσκο που ανέλαβε το δημόσιο με την ανάληψη της χρηματοδότησης του έργου και αποφασίστηκε η αναστολή του και η άμεση λήψη διορθωτικών μέτρων για να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις και οι καθυστερήσεις στο έργο. Με την αναστολή του έργου αποφεύχθηκαν και τα χειρότερα, όπως η κατασκευή του γηπέδου χωρίς την τήρηση των ορθών τεχνικών προδιαγραφών και ποιοτικών παραμέτρων για έργο αυτής της κλίμακας και σημασίας (όπως τη θεμελίωσή του σε ακατάλληλο έδαφος) που θα διασφάλιζαν την ασφαλή του χρήση από το κοινό», επισημαίνει σε ανακοίνωσή του το Επιμελητήριο.
Το ΕΤΕΚ είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου από τον Ιανουάριο του 2018 με επιστολές του στον Πρόεδρο του ΚΟΑ, στη Γενική Λογίστρια και στον Γενικό Ελεγκτή για τις συνέπειες της απευθείας ανάθεσης της μελέτης του γηπέδου, αλλά δεν εισακούστηκε. «Απορίας άξιον πώς ένα έργο το οποίο χρηματοδοτείται από το δημόσιο με προϋπολογισμό που φτάνει τα 30 εκ ευρώ και προκηρύχθηκε ως δημόσια σύμβαση, πέρασε την διαδικασία και ασφαλιστικές δικλείδες που τίθενται για αντίστοιχα δημόσια έργα και κανένας δεν εντόπισε ή ανέδειξε εξόφθαλμες - από ότι φάνηκε εκ του αποτελέσματος - ελλείψεις ή προβλήματα στις μελέτες και προδιαγραφές του έργου», προσθέτει ακόμα το Επιμελητήριο, σημειώνοντας ότι το ΕΤΕΚ είναι στη διάθεση της πολιτείας για την εξεύρεση μεθόδου για τη βέλτιστη αντιμετώπιση των προβλημάτων με στόχο την ταχεία, οικονομική και ποιοτική υλοποίηση του γηπέδου.
Εξάλλου, σημειώνει ότι οι εξελίξεις αυτές αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου και εκθέτουν το σύστημα που καταφανώς απαξιώνει τη σημασία της ορθής μελέτης με την επαναλαμβανόμενη επιλογή ακατάλληλων διαδικασιών για την εξασφάλιση μελετητικών υπηρεσιών, χωρίς την αξιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της μελέτης ή της μελετητικής ομάδας. «Άφθονα τα παραδείγματα σημαντικών έργων δημόσιας χρήσης με μεγάλο αντίκτυπο στον αστικό ιστό, αλλά και στον προϋπολογισμό του κράτους, των οποίων η μελέτη ανατίθεται με ακατάλληλες διαδικασίες, κατακυρώνεται σε ποσοστά 30% και 40% κάτω από την αρχική εκτίμηση της σύμβασης, ανατίθεται με μειοδοτικούς διαγωνισμούς, ή ακόμα και με απευθείας ανάθεση, όπως η περίπτωση του Γηπέδου Λεμεσού», εξηγεί σχετικά.
Ταυτόχρονα το ΕΤΕΚ καλεί την Πολιτεία να λάβει μέτρα για να βελτιωθεί η κατάσταση που υπάρχει σήμερα όπου δεκάδες αν όχι εκατοντάδες αναθέτουσες αρχές, χωρίς δομή, τεχνογνωσία και κατάλληλο προσωπικό υλοποιούν οικοδομικά και τεχνικά έργα τα οποία χρηματοδοτούνται με δημόσιο χρήμα. «Το τελευταίο δυστυχώς οδηγεί σε αυτοσχεδιασμούς, προχειρότητες και εν τέλει πολύ συχνά στην κατασπατάληση δημόσιου χρήματος: με υπερβάσεις των προϋπολογισμών, με καθυστερήσεις, καθώς και με υποβαθμισμένη αισθητική και ποιότητα», αναφέρει ακόμα.
Σε αυτό το πλαίσιο το Επιμελητήριο υπογραμμίζει καταληκτικά πως μόνο με την εξασφάλιση μελετητικών υπηρεσιών με διαφανείς διαδικασίες, αξιολόγηση της ποιότητας και πρόκριση βιώσιμων οικονομικών προσφορών, μπορεί να αλλάξει άρδην και καταλυτικά το τοπίο στην παραγωγή δημοσίων έργων στην Κύπρο.
«Τουλάχιστον έστω και στο παρά πέντε έγιναν αντιληπτές οι αδυναμίες και το μεγάλο ρίσκο που ανέλαβε το δημόσιο με την ανάληψη της χρηματοδότησης του έργου και αποφασίστηκε η αναστολή του και η άμεση λήψη διορθωτικών μέτρων για να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις και οι καθυστερήσεις στο έργο. Με την αναστολή του έργου αποφεύχθηκαν και τα χειρότερα, όπως η κατασκευή του γηπέδου χωρίς την τήρηση των ορθών τεχνικών προδιαγραφών και ποιοτικών παραμέτρων για έργο αυτής της κλίμακας και σημασίας (όπως τη θεμελίωσή του σε ακατάλληλο έδαφος) που θα διασφάλιζαν την ασφαλή του χρήση από το κοινό», επισημαίνει σε ανακοίνωσή του το Επιμελητήριο.
Το ΕΤΕΚ είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου από τον Ιανουάριο του 2018 με επιστολές του στον Πρόεδρο του ΚΟΑ, στη Γενική Λογίστρια και στον Γενικό Ελεγκτή για τις συνέπειες της απευθείας ανάθεσης της μελέτης του γηπέδου, αλλά δεν εισακούστηκε. «Απορίας άξιον πώς ένα έργο το οποίο χρηματοδοτείται από το δημόσιο με προϋπολογισμό που φτάνει τα 30 εκ ευρώ και προκηρύχθηκε ως δημόσια σύμβαση, πέρασε την διαδικασία και ασφαλιστικές δικλείδες που τίθενται για αντίστοιχα δημόσια έργα και κανένας δεν εντόπισε ή ανέδειξε εξόφθαλμες - από ότι φάνηκε εκ του αποτελέσματος - ελλείψεις ή προβλήματα στις μελέτες και προδιαγραφές του έργου», προσθέτει ακόμα το Επιμελητήριο, σημειώνοντας ότι το ΕΤΕΚ είναι στη διάθεση της πολιτείας για την εξεύρεση μεθόδου για τη βέλτιστη αντιμετώπιση των προβλημάτων με στόχο την ταχεία, οικονομική και ποιοτική υλοποίηση του γηπέδου.
Εξάλλου, σημειώνει ότι οι εξελίξεις αυτές αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου και εκθέτουν το σύστημα που καταφανώς απαξιώνει τη σημασία της ορθής μελέτης με την επαναλαμβανόμενη επιλογή ακατάλληλων διαδικασιών για την εξασφάλιση μελετητικών υπηρεσιών, χωρίς την αξιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της μελέτης ή της μελετητικής ομάδας. «Άφθονα τα παραδείγματα σημαντικών έργων δημόσιας χρήσης με μεγάλο αντίκτυπο στον αστικό ιστό, αλλά και στον προϋπολογισμό του κράτους, των οποίων η μελέτη ανατίθεται με ακατάλληλες διαδικασίες, κατακυρώνεται σε ποσοστά 30% και 40% κάτω από την αρχική εκτίμηση της σύμβασης, ανατίθεται με μειοδοτικούς διαγωνισμούς, ή ακόμα και με απευθείας ανάθεση, όπως η περίπτωση του Γηπέδου Λεμεσού», εξηγεί σχετικά.
Ταυτόχρονα το ΕΤΕΚ καλεί την Πολιτεία να λάβει μέτρα για να βελτιωθεί η κατάσταση που υπάρχει σήμερα όπου δεκάδες αν όχι εκατοντάδες αναθέτουσες αρχές, χωρίς δομή, τεχνογνωσία και κατάλληλο προσωπικό υλοποιούν οικοδομικά και τεχνικά έργα τα οποία χρηματοδοτούνται με δημόσιο χρήμα. «Το τελευταίο δυστυχώς οδηγεί σε αυτοσχεδιασμούς, προχειρότητες και εν τέλει πολύ συχνά στην κατασπατάληση δημόσιου χρήματος: με υπερβάσεις των προϋπολογισμών, με καθυστερήσεις, καθώς και με υποβαθμισμένη αισθητική και ποιότητα», αναφέρει ακόμα.
Σε αυτό το πλαίσιο το Επιμελητήριο υπογραμμίζει καταληκτικά πως μόνο με την εξασφάλιση μελετητικών υπηρεσιών με διαφανείς διαδικασίες, αξιολόγηση της ποιότητας και πρόκριση βιώσιμων οικονομικών προσφορών, μπορεί να αλλάξει άρδην και καταλυτικά το τοπίο στην παραγωγή δημοσίων έργων στην Κύπρο.