Οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι της Ελληνικής
07:44 - 07 Φεβρουαρίου 2019
Μειώθηκαν ουσιαστικά οι κίνδυνοι ισολογισμού του Ομίλου Ελληνικής ως συνέπεια της απόκτησης μέρους των περιουσιακών στοιχείων της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζα, με το δείκτη των ΜΕΧ του Ομίλου να μειώνεται από το 53,3% στις 31 Δεκεμβρίου 2017 στο 25,6% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, με το δείκτη κάλυψης των ΜΕΧ με προβλέψεις στο 65,5% και το δείκτη Texas να βελτιώνεται από 116,8% στις 31 Δεκεμβρίου 2017 σε 96,4% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018.
Σύμφωνα με το ενημερωτικού δελτίου του Ομίλου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά €150 εκατ. το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της Ελληνικής Τράπεζας έχει διαμορφωθεί από €6.846,6 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017 σε €16.040,4 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018. Την ίδια ώρα, το καθαρό χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων ανήλθε σε €6.768,8 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 σε σύγκριση με €2.766,7 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017, οι κινητές αξίες ήταν ύψους €1.048,9 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017 και διαμορφώθηκαν σε €5.015,3 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, ενώ τα μετρητά και καταθέσεις σε Κεντρικές Τράπεζες και Καταθέσεις σε άλλες τράπεζες ανήλθαν σε €3.673,9 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 σε σύγκριση με €2.641,9 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017.
Το σύνολο των καταθέσεων και άλλων λογαριασμών πελατών του Ομίλου έχει διαμορφωθεί από €5.808,1 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017 σε €14.618,1 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018.
Ο δείκτης των καθαρών χορηγήσεων προς καταθέσεις διαμορφώθηκε από 47,6% (47,0% αναπροσαρμοσμένο με το ΔΠΧΑ 9) στις 31 Δεκεμβρίου 2017 σε 46,3% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, επιτρέποντας την περαιτέρω στήριξη των χρηματοδοτικών αναγκών των πελατών της Τράπεζας.
Μετά την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων της ΣΚΤ, τα σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία (ΣΠΣ) ανήλθαν σε €4.820,2 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018. Τα ΣΠΣ που έχουν αποκτηθεί περιλαμβάνουν ΣΠΣ, τα οποία προέρχονται από το πιστωτικό χαρτοφυλάκιο και τις εκτιμημένες απαιτήσεις για το λειτουργικό κίνδυνο. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, τα ΣΠΣ αντιστοιχούν περίπου σε 30,1% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων, αντικατοπτρίζοντας τη χαμηλότερη χρήση κεφαλαίου στα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας ΠΠΣ.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 οι ενδεικτικοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας του Ομίλου, έχουν διαμορφωθεί σε 15,06%, 17,75% και 17,75% για το Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET 1), το Δείκτη Κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 (Tier 1) και το Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας αντίστοιχα, σε σύγκριση με 13,85%, 17,64% και 17,68% στις 31 Δεκεμβρίου 201719 .
Μεσοπρόθεσμοι στόχοι
Οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι του Ομίλου μετά και την ολοκλήρωση της απόκτησης περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
Ποιότητα χαρτοφυλακίου: Μείωση του δείκτη ΜΕΧ κάτω του 20% (25,6% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018), με διατήρηση του δείκτη κάλυψης ΜΕΧ γύρω στο 55% (65,5%% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, εξαιρουμένων των ΜΕΧ στο πλαίσιο του ΠΠΣ). Ο δείκτης ετήσιου κόστους ζημιών απομείωσης έναντι των χορηγήσεων (ως ποσοστό μεικτών δανείων) κάτω από το 1,0% (0,6 % στις 30 Σεπτεμβρίου 2018),
Χρηματοδότηση: Δείκτης καθαρών χορηγήσεων προς καταθέσεις άνω του 55% (46,3% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018),
Κερδοφορία: Καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (καθαρά έσοδα από τόκους προς τοκοφόρα περιουσιακά στοιχεία) πέραν του 2,3% (1,9% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018), με το δείκτη εξόδων προς έσοδα κάτω του 55% (73,5% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018). Απόδοση ιδίων κεφαλαίων σε χαμηλό διψήφιο ποσοστό (58,1% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018), και
Κεφάλαιο: Δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) 18% 22 περίπου (ενδεικτικός δείκτης23 14,4% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 χωρίς τις μεταβατικές διατάξεις). Δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας 20% 22 περίπου (ενδεικτικός δείκτης24 17,1% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 χωρίς τις μεταβατικές διατάξεις).
Οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι του Ομίλου εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από την ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της Επιχείρησης σε εύθετο χρόνο, την ικανότητα υλοποίησης της αναμενόμενης εξοικονόμησης κόστους ή άλλων συνεργειών από την απόκτηση, την αποτελεσματική διαχείριση και επίτευξη της προοπτικής ανάπτυξης των υφιστάμενων δραστηριοτήτων του Ομίλου.
Σύμφωνα με το ενημερωτικού δελτίου του Ομίλου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά €150 εκατ. το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της Ελληνικής Τράπεζας έχει διαμορφωθεί από €6.846,6 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017 σε €16.040,4 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018. Την ίδια ώρα, το καθαρό χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων ανήλθε σε €6.768,8 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 σε σύγκριση με €2.766,7 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017, οι κινητές αξίες ήταν ύψους €1.048,9 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017 και διαμορφώθηκαν σε €5.015,3 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, ενώ τα μετρητά και καταθέσεις σε Κεντρικές Τράπεζες και Καταθέσεις σε άλλες τράπεζες ανήλθαν σε €3.673,9 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 σε σύγκριση με €2.641,9 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017.
Το σύνολο των καταθέσεων και άλλων λογαριασμών πελατών του Ομίλου έχει διαμορφωθεί από €5.808,1 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2017 σε €14.618,1 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018.
Ο δείκτης των καθαρών χορηγήσεων προς καταθέσεις διαμορφώθηκε από 47,6% (47,0% αναπροσαρμοσμένο με το ΔΠΧΑ 9) στις 31 Δεκεμβρίου 2017 σε 46,3% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, επιτρέποντας την περαιτέρω στήριξη των χρηματοδοτικών αναγκών των πελατών της Τράπεζας.
Μετά την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων της ΣΚΤ, τα σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία (ΣΠΣ) ανήλθαν σε €4.820,2 εκατ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018. Τα ΣΠΣ που έχουν αποκτηθεί περιλαμβάνουν ΣΠΣ, τα οποία προέρχονται από το πιστωτικό χαρτοφυλάκιο και τις εκτιμημένες απαιτήσεις για το λειτουργικό κίνδυνο. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, τα ΣΠΣ αντιστοιχούν περίπου σε 30,1% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων, αντικατοπτρίζοντας τη χαμηλότερη χρήση κεφαλαίου στα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας ΠΠΣ.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 οι ενδεικτικοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας του Ομίλου, έχουν διαμορφωθεί σε 15,06%, 17,75% και 17,75% για το Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET 1), το Δείκτη Κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 (Tier 1) και το Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας αντίστοιχα, σε σύγκριση με 13,85%, 17,64% και 17,68% στις 31 Δεκεμβρίου 201719 .
Μεσοπρόθεσμοι στόχοι
Οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι του Ομίλου μετά και την ολοκλήρωση της απόκτησης περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
Ποιότητα χαρτοφυλακίου: Μείωση του δείκτη ΜΕΧ κάτω του 20% (25,6% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018), με διατήρηση του δείκτη κάλυψης ΜΕΧ γύρω στο 55% (65,5%% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, εξαιρουμένων των ΜΕΧ στο πλαίσιο του ΠΠΣ). Ο δείκτης ετήσιου κόστους ζημιών απομείωσης έναντι των χορηγήσεων (ως ποσοστό μεικτών δανείων) κάτω από το 1,0% (0,6 % στις 30 Σεπτεμβρίου 2018),
Χρηματοδότηση: Δείκτης καθαρών χορηγήσεων προς καταθέσεις άνω του 55% (46,3% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018),
Κερδοφορία: Καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (καθαρά έσοδα από τόκους προς τοκοφόρα περιουσιακά στοιχεία) πέραν του 2,3% (1,9% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018), με το δείκτη εξόδων προς έσοδα κάτω του 55% (73,5% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018). Απόδοση ιδίων κεφαλαίων σε χαμηλό διψήφιο ποσοστό (58,1% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018), και
Κεφάλαιο: Δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) 18% 22 περίπου (ενδεικτικός δείκτης23 14,4% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 χωρίς τις μεταβατικές διατάξεις). Δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας 20% 22 περίπου (ενδεικτικός δείκτης24 17,1% στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 χωρίς τις μεταβατικές διατάξεις).
Οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι του Ομίλου εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από την ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της Επιχείρησης σε εύθετο χρόνο, την ικανότητα υλοποίησης της αναμενόμενης εξοικονόμησης κόστους ή άλλων συνεργειών από την απόκτηση, την αποτελεσματική διαχείριση και επίτευξη της προοπτικής ανάπτυξης των υφιστάμενων δραστηριοτήτων του Ομίλου.