Η σημασία των Ταμείων Προνοίας
10:30 - 19 Δεκεμβρίου 2019
Είναι γεγονός ότι μετά την οικονομική κρίση του 2013 στην Κύπρο, σημαντικό πλήγμα δέχθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα Ταμεία Προνοίας. Είναι επίσης γεγονός ότι ο μέσος εργαζόμενος έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά μετά το κλείσιμο της Λαϊκής Τράπεζας και του Συνεργατισμού και την απότομη προσγείωση του κυπριακού χρηματιστηρίου παλαιότερα. Αλλά ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Τι είναι τα ταμεία προνοίας και γιατί αξίζει κάποιος να τους δώσει σημασία και να επενδύσει μέρος του μισθού του σε αυτά;
Τα Ταμεία Προνοίας είναι συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία χρηματοδοτούνται εν μέρει από τον εργοδότη και εν μέρει από τον/την εργαζόμενο/η. Η διαφορά τους από τη σύνταξη των Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι ότι πληρώνουν εφάπαξ το σύνολο του ποσού που έχει συγκεντρωθεί στην συνταξιοδότηση του εργαζομένου. Επίσης, τα διαχειρίζονται μόνο εταιρείες εγκεκριμένες από τον Έφορο Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών.
Γιατί όμως χρειαζόμαστε τα Ταμεία Προνοίας; Ο σκοπός τους βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ίδια την αξία της αποταμίευσης. Το ποσοστό αποταμίευσης των κυπριακών νοικοκυριών ανήλθε στο 2.44% για το 2018, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης ήταν 12.55% στην Ευρωζώνη. Συνεπώς, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: Αν δεν αρχίσουμε να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψιν μας το μέλλον, θα φτάσουμε σε σημείο να έχουμε πενιχρές συντάξεις, χωρίς κάποιο οικονομικό μαξιλάρι για τις ανάγκες της τρίτης ηλικίας. Αν προσθέσουμε και τα δάνεια των νοικοκυριών στην εξίσωση, τότε το μέλλον γίνεται περαιτέρω δυσοίωνο – και ορισμένοι συμπατριώτες μας βρίσκονται ήδη σε αυτή την κατάσταση.
Η δεύτερη αξία ύπαρξης των Ταμείων Προνοίας είναι ότι τα κεφάλαιά τους τυγχάνουν επαγγελματικής διαχείρισης μέχρι τη συνταξιοδότηση του/της εργαζομένου. Έστω για παράδειγμα, δύο εργαζόμενοι που βρίσκονται σε διαφορετικές εταιρείες και αποταμιεύουν 1,000 ευρώ τον χρόνο για 40 χρόνια μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. Η εταιρεία του εργαζομένου Α απλώς καταθέτει τις εισφορές του στην τράπεζα με ένα μέσο ετήσιο επιτόκιο 1%, αρνούμενη να συνεργαστεί με κάποιο επαγγελματικό Ταμείο Προνοίας. Η εταιρεία του εργαζομένου Β συνεργάζεται με ένα εγκεκριμένο Ταμείο Προνοίας για να του προσφέρει μια μέση ετήσια απόδοση 3% (ενδεικτική συντηρητική στρατηγική). Στη συνταξιοδότησή του 40 χρόνια μετά, ο εργαζόμενος Α θα έχει από τις συνεισφορές του περίπου €48,890, ενώ για τον εργαζόμενο Β το ποσό θα είναι περίπου €75,400! Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι μια μικρή επιπρόσθετη απόδοση της τάξεως του 1%-2% μπορεί να αποφέρει τεράστια προσθετική διαφορά στο εφάπαξ του συνταξιούχου, απόδοση που μπορεί να προέλθει από ένα επαγγελματικό Ταμείο Προνοίας.
Ας απαριθμήσουμε όμως και ποια είναι τα πλεονεκτήματα των Ταμείων Προνοίας. Κατ’ αρχάς, ο εργοδότης υποχρεούται από την μεριά του να συμβάλλει με ένα ποσό στο ταμείο προνοίας του εργαζομένου. Το ποσοστό μπορεί να κυμαίνεται από 2% μέχρι και 10%, ποσό σημαντικό στην πάροδο του χρόνου. Σημειώνεται ότι οι εισφορές του εργαζόμενου δεν φορολογούνται στο σύνολο ή εν μέρει.
Τρίτο, και εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα αποτελεί το γεγονός ότι ο ο/η εργαζόμενος/η μπορεί να επιλέξει μεταξύ διαφόρων στρατηγικών ή και να μεταπηδήσει μεταξύ στρατηγικών, ανάλογα με το προφίλ ρίσκου και την ηλικία του. Γιατί όμως παίζει σημαντικό ρόλο η ηλικία; Πολύ απλά, οι εργαζόμενοι που βρίσκονται πιο κοντά στη συνταξιοδότηση, είναι λογικό να προτιμούν μια πιο συντηρητική στρατηγική και να αποφύγουν μεγάλες διακυμάνσεις. Εν αντιθέσει, οι νεότεροι σε ηλικία εργαζόμενοι είναι διατεθειμένοι να αυξήσουν το ρίσκο τους για να επιδιώξουν μεγαλύτερες πιθανές αποδόσεις.
Συνοψίζοντας, η τάση στην Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται προς αυξημένες αποταμιεύσεις για το απώτερο συνταξιοδοτικό μέλλον. Έρευνες αναλυτών συμφωνούν ότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία από μόνα τους, δεν έχουν αρκετά αποθέματα για να στηρίξουν το επίπεδο ζωής των πολιτών. Τα Ταμεία Προνοίας καλύπτουν αυτό το κενό, προσφέροντας επαγγελματική διαχείριση, σύμπραξη του εργοδότη, φοροελαφρύνσεις, ενώ μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες του καθένα μας. Ο Σύνδεσμός μας, συνεπώς, παροτρύνει τις εταιρείες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα να απευθυνθούν σε επαγγελματικά Ταμεία Προνοίας, τα οποία θα λειτουργήσουν ως θεματοφύλακες των συντάξεων των υπαλλήλων τους, αποφέροντας προσθετικό όφελος στους συνταξιούχους του μέλλοντος. Την ίδια στιγμή, οι ίδιες οι εταιρίες θα πρέπει να επιλέξουν ταμεία, τα οποία έχουν εξειδικευμένο προσωπικό, διαχειρίζονται οι ίδιες τις επενδυτικές τους επιλογές και λειτουργούν με βάση τις προδιαγραφές των Ευρωπαϊκών Οδηγιών.
*Μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Χρηματοοικονομικών Αναλυτών Κύπρου (CFA Society Cyprus)
Τα Ταμεία Προνοίας είναι συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία χρηματοδοτούνται εν μέρει από τον εργοδότη και εν μέρει από τον/την εργαζόμενο/η. Η διαφορά τους από τη σύνταξη των Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι ότι πληρώνουν εφάπαξ το σύνολο του ποσού που έχει συγκεντρωθεί στην συνταξιοδότηση του εργαζομένου. Επίσης, τα διαχειρίζονται μόνο εταιρείες εγκεκριμένες από τον Έφορο Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών.
Γιατί όμως χρειαζόμαστε τα Ταμεία Προνοίας; Ο σκοπός τους βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ίδια την αξία της αποταμίευσης. Το ποσοστό αποταμίευσης των κυπριακών νοικοκυριών ανήλθε στο 2.44% για το 2018, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης ήταν 12.55% στην Ευρωζώνη. Συνεπώς, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: Αν δεν αρχίσουμε να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψιν μας το μέλλον, θα φτάσουμε σε σημείο να έχουμε πενιχρές συντάξεις, χωρίς κάποιο οικονομικό μαξιλάρι για τις ανάγκες της τρίτης ηλικίας. Αν προσθέσουμε και τα δάνεια των νοικοκυριών στην εξίσωση, τότε το μέλλον γίνεται περαιτέρω δυσοίωνο – και ορισμένοι συμπατριώτες μας βρίσκονται ήδη σε αυτή την κατάσταση.
Η δεύτερη αξία ύπαρξης των Ταμείων Προνοίας είναι ότι τα κεφάλαιά τους τυγχάνουν επαγγελματικής διαχείρισης μέχρι τη συνταξιοδότηση του/της εργαζομένου. Έστω για παράδειγμα, δύο εργαζόμενοι που βρίσκονται σε διαφορετικές εταιρείες και αποταμιεύουν 1,000 ευρώ τον χρόνο για 40 χρόνια μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. Η εταιρεία του εργαζομένου Α απλώς καταθέτει τις εισφορές του στην τράπεζα με ένα μέσο ετήσιο επιτόκιο 1%, αρνούμενη να συνεργαστεί με κάποιο επαγγελματικό Ταμείο Προνοίας. Η εταιρεία του εργαζομένου Β συνεργάζεται με ένα εγκεκριμένο Ταμείο Προνοίας για να του προσφέρει μια μέση ετήσια απόδοση 3% (ενδεικτική συντηρητική στρατηγική). Στη συνταξιοδότησή του 40 χρόνια μετά, ο εργαζόμενος Α θα έχει από τις συνεισφορές του περίπου €48,890, ενώ για τον εργαζόμενο Β το ποσό θα είναι περίπου €75,400! Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι μια μικρή επιπρόσθετη απόδοση της τάξεως του 1%-2% μπορεί να αποφέρει τεράστια προσθετική διαφορά στο εφάπαξ του συνταξιούχου, απόδοση που μπορεί να προέλθει από ένα επαγγελματικό Ταμείο Προνοίας.
Ας απαριθμήσουμε όμως και ποια είναι τα πλεονεκτήματα των Ταμείων Προνοίας. Κατ’ αρχάς, ο εργοδότης υποχρεούται από την μεριά του να συμβάλλει με ένα ποσό στο ταμείο προνοίας του εργαζομένου. Το ποσοστό μπορεί να κυμαίνεται από 2% μέχρι και 10%, ποσό σημαντικό στην πάροδο του χρόνου. Σημειώνεται ότι οι εισφορές του εργαζόμενου δεν φορολογούνται στο σύνολο ή εν μέρει.
Τρίτο, και εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα αποτελεί το γεγονός ότι ο ο/η εργαζόμενος/η μπορεί να επιλέξει μεταξύ διαφόρων στρατηγικών ή και να μεταπηδήσει μεταξύ στρατηγικών, ανάλογα με το προφίλ ρίσκου και την ηλικία του. Γιατί όμως παίζει σημαντικό ρόλο η ηλικία; Πολύ απλά, οι εργαζόμενοι που βρίσκονται πιο κοντά στη συνταξιοδότηση, είναι λογικό να προτιμούν μια πιο συντηρητική στρατηγική και να αποφύγουν μεγάλες διακυμάνσεις. Εν αντιθέσει, οι νεότεροι σε ηλικία εργαζόμενοι είναι διατεθειμένοι να αυξήσουν το ρίσκο τους για να επιδιώξουν μεγαλύτερες πιθανές αποδόσεις.
Συνοψίζοντας, η τάση στην Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται προς αυξημένες αποταμιεύσεις για το απώτερο συνταξιοδοτικό μέλλον. Έρευνες αναλυτών συμφωνούν ότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία από μόνα τους, δεν έχουν αρκετά αποθέματα για να στηρίξουν το επίπεδο ζωής των πολιτών. Τα Ταμεία Προνοίας καλύπτουν αυτό το κενό, προσφέροντας επαγγελματική διαχείριση, σύμπραξη του εργοδότη, φοροελαφρύνσεις, ενώ μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες του καθένα μας. Ο Σύνδεσμός μας, συνεπώς, παροτρύνει τις εταιρείες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα να απευθυνθούν σε επαγγελματικά Ταμεία Προνοίας, τα οποία θα λειτουργήσουν ως θεματοφύλακες των συντάξεων των υπαλλήλων τους, αποφέροντας προσθετικό όφελος στους συνταξιούχους του μέλλοντος. Την ίδια στιγμή, οι ίδιες οι εταιρίες θα πρέπει να επιλέξουν ταμεία, τα οποία έχουν εξειδικευμένο προσωπικό, διαχειρίζονται οι ίδιες τις επενδυτικές τους επιλογές και λειτουργούν με βάση τις προδιαγραφές των Ευρωπαϊκών Οδηγιών.
*Μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Χρηματοοικονομικών Αναλυτών Κύπρου (CFA Society Cyprus)