Ο Capital Intelligence επιβεβαίωσε την αξιολόγηση της Ελληνικής Τράπεζας
14:46 - 21 Νοεμβρίου 2019
O οίκος αξιολόγησης Capital Intelligence Ratings (CIR) επαναβεβαίωσε τη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση (FCR) της Ελληνικής Τράπεζας στο ΒΒ- και Β αντίστοιχα, αναθέτοντας σταθερό ορίζοντα.
Σύμφωνα με τον οίκο με έδρα την Κύπρο, ο σταθερός ορίζοντας σημαίνει πως δεν αναμένεται να υπάρξει αλλαγή στην αξιολόγηση τους επόμενους δώδεκα μήνες λόγω του υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) και τις προκλήσεις στην κεφαλαιακή θέση «λόγω του υψηλού επιπέδου ανεξασφάλιστων ΜΕΧ».
Ο οίκος θεωρεί πως η δομική χρηματοοικονομική ευρωστία (CFR, core financial strength) υποστηρίζεται από τα εξαιρετικά επίπεδα ρευστότητας, όπως αντανακλάται στη μεγάλη πελατειακή καταθετική βάση και το υψηλό επίπεδο ρευστοποιήσεων στοιχείων ενεργητικού.
Σημειώνει ακόμη ότι η αξιολόγηση αντανακλά τη θέση της τράπεζας ως η δεύτερη μεγαλύτερη στην Κύπρο, με ενισχυμένη θέση στη λιανική τραπεζική, μετά την απόκτηση μέρους των εργασιών της πρώην Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας (ΣΚΤ) τον Σεπτέμβριο του 2018.
Ο CIR τονίζει πως οι κύριες προκλήσεις για την τράπεζα παραμένουν οι υψηλές ΜΕΧ και ο ήπιος δείκτης κάλυψης και η συνακόλουθη απομείωση της κεφαλαιακής βάσης, παρά τη σχετικά υψηλή κεφαλαιακή θέση, καθώς και το υψηλό επίπεδο έκθεσης στον τομέα των ακινήτων, λόγω του χαρτοφυλακίου στεγαστικών δανείων. Για το τελευταίο, ο CIR σημειώνει πως η ανάκαμψη του τομέα των ακινήτων και η βελτίωση της αξίας των εμπράγματων εξασφαλίσεων συνιστά παράγοντα μετριασμού του κινδύνου.
Σημειώνει ακόμη πως πρόσθετη πρόκληση αποτελεί η βελτίωση του συγκριτικά χαμηλού ρυθμού κερδοφορίας λόγω του υψηλού λειτουργικού κόστους και του περιβάλλοντος χαμηλής κερδοφορίας.
Ωστόσο, ο οίκος επισημαίνει πως το επιχειρηματικό μοντέλο της τράπεζας βελτιώθηκε σημαντικά μετά την απορρόφηση της εκτεταμένης πελατειακής βάσης της ΣΚΤ, που είχε ως αποτέλεσμα το μέγεθος της τράπεζας να υπερδιπλασιαστεί. Αναδεικνύει επίσης τη συντηρητική σύνθεση του ισολογισμού της τράπεζας με μέτριο δανειακό χαρτοφυλάκιο και ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο χρεογράφων, κυρίως κυπριακών κυβερνητικών ομολόγων.
Για τις ΜΕΧ, ο CIR σημειώνει πως, παρά τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, ο δείκτης ΜΕΧ παραμένει υψηλός και ο δείκτης κάλυψης μέτριος βάσει των διεθνών δεδομένων, που αποτελεί αντανάκλαση του υψηλού επιπέδου των εξασφαλίσεων.
Περαιτέρω, σημειώνει πως, ενώ η τράπεζα επικεντρώνεται στην περαιτέρω μείωση των ΜΕΧ, εντούτοις εμπόδιο στην προσπάθεια αποτελούν οι τροποποιήσεις στο πλαίσιο εκποιήσεων που ενέκρινε η Βουλή, των οποίων η τύχη εκκρεμεί ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Ο οίκος αναδεικνύει επίσης ως σημαντικό ιστορικό ατού της Ελληνικής «τη συνετή διαχείριση του ισολογισμού, που παρείχε στην τράπεζα εξαιρετικά επίπεδα ρευστότητας», επίπεδα που ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο με την απόκτηση των κυρίως λιανικών καταθέσεων της ΣΚΤ και ενός ακόμη μεγαλύτερου χαρτοφυλακίου κυπριακών κυβερνητικών ομολόγων, με τα τελευταία να αντιστοιχούν στο τετραπλάσιο του κεφαλαίου της τράπεζας το πρώτο μισό του 2019.
Σημειώνει ακόμη ότι η δανειακή βάση και τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία ήταν μεταξύ των καλύτερων του τομέα.
Ο CIR επισημαίνει ότι οι κεφαλαιακοί δείκτες της Ελληνικής ενισχύθηκαν σημαντικά, κατόπιν της αύξησης κεφαλαίου του 2019, και είναι κατά πολύ πάνω των εποπτικών απαιτήσεων και τους αντίστοιχους δείκτες των μεγαλύτερων ανταγωνιστών της.
Για την κερδοφορία, ο CIR σημειώνει ότι αυτή επωφελήθηκε από την απόκτηση της ΣΚΤ, αν και το επιτοκιακό περιθώριο παραμένει υπό πίεση λόγω των χαμηλών επιτοκίων στην Κύπρο και ευρύτερα στην ΕΕ. Αν και υπήρξε βελτίωση στα έσοδα από δικαιώματα και προμήθειες, ο οίκος σημειώνει ότι τα κόστη αναδιάρθρωσης και ενσωμάτωσης, οι επενδύσεις στα συστήματα πληροφορικής θα περιορίσουν τις οικονομίες κλίμακας που προέκυψαν από την απόκτηση της ΣΚΤ σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ η μείωση του προσωπικού αποτελεί πρόκληση για την τράπεζα λόγω της έντονης εμπλοκής της συντεχνίας, με αποτέλεσμα ο δείκτης κόστους προς έσοδα πιθανόν να παραμένει υψηλός.
Τέλος, ο οίκος αναφέρει ότι η ικανότητα της απορρόφησης ρίσκου της Ελληνικής έχει βελτιωθεί, αλλά είναι πιθανόν να παραμείνει μέτρια λόγω του υψηλού αποθέματος των ΜΕΧ και, κατά συνέπεια, γενικότεροι δείκτες κερδοφορίας είναι πιθανόν να παραμείνουν αδύναμοι.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ
Σύμφωνα με τον οίκο με έδρα την Κύπρο, ο σταθερός ορίζοντας σημαίνει πως δεν αναμένεται να υπάρξει αλλαγή στην αξιολόγηση τους επόμενους δώδεκα μήνες λόγω του υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) και τις προκλήσεις στην κεφαλαιακή θέση «λόγω του υψηλού επιπέδου ανεξασφάλιστων ΜΕΧ».
Ο οίκος θεωρεί πως η δομική χρηματοοικονομική ευρωστία (CFR, core financial strength) υποστηρίζεται από τα εξαιρετικά επίπεδα ρευστότητας, όπως αντανακλάται στη μεγάλη πελατειακή καταθετική βάση και το υψηλό επίπεδο ρευστοποιήσεων στοιχείων ενεργητικού.
Σημειώνει ακόμη ότι η αξιολόγηση αντανακλά τη θέση της τράπεζας ως η δεύτερη μεγαλύτερη στην Κύπρο, με ενισχυμένη θέση στη λιανική τραπεζική, μετά την απόκτηση μέρους των εργασιών της πρώην Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας (ΣΚΤ) τον Σεπτέμβριο του 2018.
Ο CIR τονίζει πως οι κύριες προκλήσεις για την τράπεζα παραμένουν οι υψηλές ΜΕΧ και ο ήπιος δείκτης κάλυψης και η συνακόλουθη απομείωση της κεφαλαιακής βάσης, παρά τη σχετικά υψηλή κεφαλαιακή θέση, καθώς και το υψηλό επίπεδο έκθεσης στον τομέα των ακινήτων, λόγω του χαρτοφυλακίου στεγαστικών δανείων. Για το τελευταίο, ο CIR σημειώνει πως η ανάκαμψη του τομέα των ακινήτων και η βελτίωση της αξίας των εμπράγματων εξασφαλίσεων συνιστά παράγοντα μετριασμού του κινδύνου.
Σημειώνει ακόμη πως πρόσθετη πρόκληση αποτελεί η βελτίωση του συγκριτικά χαμηλού ρυθμού κερδοφορίας λόγω του υψηλού λειτουργικού κόστους και του περιβάλλοντος χαμηλής κερδοφορίας.
Ωστόσο, ο οίκος επισημαίνει πως το επιχειρηματικό μοντέλο της τράπεζας βελτιώθηκε σημαντικά μετά την απορρόφηση της εκτεταμένης πελατειακής βάσης της ΣΚΤ, που είχε ως αποτέλεσμα το μέγεθος της τράπεζας να υπερδιπλασιαστεί. Αναδεικνύει επίσης τη συντηρητική σύνθεση του ισολογισμού της τράπεζας με μέτριο δανειακό χαρτοφυλάκιο και ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο χρεογράφων, κυρίως κυπριακών κυβερνητικών ομολόγων.
Για τις ΜΕΧ, ο CIR σημειώνει πως, παρά τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, ο δείκτης ΜΕΧ παραμένει υψηλός και ο δείκτης κάλυψης μέτριος βάσει των διεθνών δεδομένων, που αποτελεί αντανάκλαση του υψηλού επιπέδου των εξασφαλίσεων.
Περαιτέρω, σημειώνει πως, ενώ η τράπεζα επικεντρώνεται στην περαιτέρω μείωση των ΜΕΧ, εντούτοις εμπόδιο στην προσπάθεια αποτελούν οι τροποποιήσεις στο πλαίσιο εκποιήσεων που ενέκρινε η Βουλή, των οποίων η τύχη εκκρεμεί ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Ο οίκος αναδεικνύει επίσης ως σημαντικό ιστορικό ατού της Ελληνικής «τη συνετή διαχείριση του ισολογισμού, που παρείχε στην τράπεζα εξαιρετικά επίπεδα ρευστότητας», επίπεδα που ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο με την απόκτηση των κυρίως λιανικών καταθέσεων της ΣΚΤ και ενός ακόμη μεγαλύτερου χαρτοφυλακίου κυπριακών κυβερνητικών ομολόγων, με τα τελευταία να αντιστοιχούν στο τετραπλάσιο του κεφαλαίου της τράπεζας το πρώτο μισό του 2019.
Σημειώνει ακόμη ότι η δανειακή βάση και τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία ήταν μεταξύ των καλύτερων του τομέα.
Ο CIR επισημαίνει ότι οι κεφαλαιακοί δείκτες της Ελληνικής ενισχύθηκαν σημαντικά, κατόπιν της αύξησης κεφαλαίου του 2019, και είναι κατά πολύ πάνω των εποπτικών απαιτήσεων και τους αντίστοιχους δείκτες των μεγαλύτερων ανταγωνιστών της.
Για την κερδοφορία, ο CIR σημειώνει ότι αυτή επωφελήθηκε από την απόκτηση της ΣΚΤ, αν και το επιτοκιακό περιθώριο παραμένει υπό πίεση λόγω των χαμηλών επιτοκίων στην Κύπρο και ευρύτερα στην ΕΕ. Αν και υπήρξε βελτίωση στα έσοδα από δικαιώματα και προμήθειες, ο οίκος σημειώνει ότι τα κόστη αναδιάρθρωσης και ενσωμάτωσης, οι επενδύσεις στα συστήματα πληροφορικής θα περιορίσουν τις οικονομίες κλίμακας που προέκυψαν από την απόκτηση της ΣΚΤ σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ η μείωση του προσωπικού αποτελεί πρόκληση για την τράπεζα λόγω της έντονης εμπλοκής της συντεχνίας, με αποτέλεσμα ο δείκτης κόστους προς έσοδα πιθανόν να παραμένει υψηλός.
Τέλος, ο οίκος αναφέρει ότι η ικανότητα της απορρόφησης ρίσκου της Ελληνικής έχει βελτιωθεί, αλλά είναι πιθανόν να παραμείνει μέτρια λόγω του υψηλού αποθέματος των ΜΕΧ και, κατά συνέπεια, γενικότεροι δείκτες κερδοφορίας είναι πιθανόν να παραμείνουν αδύναμοι.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ