ΕΚΤ: Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες το 2020
09:30 - 09 Οκτωβρίου 2019
Χάρτης κινδύνων του ΕΕΜ για το 2020
Οι τρεις σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου που αναμένεται να επηρεάσουν το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ την επόμενη τριετία είναι: (i) προκλήσεις που αφορούν την οικονομία, το πολιτικό πλαίσιο και τη βιωσιμότητα του χρέους στη ζώνη του ευρώ, (ii) η βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων και (iii) το κυβερνοέγκλημα και οι δυσλειτουργίες των πληροφοριακών συστημάτων.
Ακολουθούν: ο κίνδυνος εκτέλεσης που συνδέεται με τις στρατηγικές των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), η χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων, η ανατιμολόγηση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η παραβατική συμπεριφορά, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, το Brexit, οι παγκόσμιες προοπτικές και οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες, η αντίδραση στο κανονιστικό πλαίσιο και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Σε σχέση με το προηγούμενο έτος οι κίνδυνοι που συνδέονται με τις οικονομικές συνθήκες στη ζώνη του ευρώ έχουν αυξηθεί. Ο οικονομικός κύκλος ωριμάζει και οι παγκόσμιες προοπτικές έχουν επιδεινωθεί, εν μέρει λόγω των παρατεταμένων αβεβαιοτήτων, όπως για παράδειγμα η αυξανόμενη απειλή του προστατευτισμού. Αυτό, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη περίοδο χαμηλών επιτοκίων που αναμένεται να συνεχιστεί, επιτείνει τις ανησυχίες για την υποτονική κερδοφορία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ και τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων τους. Ο πιο διεξοδικός έλεγχος υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αυξάνει επίσης τον κίνδυνο ζημιών λόγω παραβατικής συμπεριφοράς.
Παράγοντες κινδύνου
Ανάμεσα στους παράγοντες κινδύνους ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ) συγκαταλέγει την βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων, καθώς όπως υπογραμμίζει, εξακολουθεί να είναι τομέας προτεραιότητας καθώς τα σημαντικά ιδρύματα στη ζώνη του ευρώ συνεχίζουν να μάχονται με τη χαμηλή κερδοφορία. Οι προοπτικές για παρατεταμένη περίοδο χαμηλών επιτοκίων και έντονο ανταγωνισμό επηρεάζουν επιπλέον αρνητικά την ικανότητα των τραπεζών να δημιουργούν έσοδα.
Ταυτόχρονα, οι δαπάνες παραμένουν σταθερές συνολικά, καθώς οι προσπάθειες εξοικονόμησης κόστους αντισταθμίζονται εν μέρει από παράγοντες όπως η άνοδος των μισθών, η ανάγκη για επενδύσεις πληροφορικής και οι βελτιώσεις όσον αφορά τη διαχείριση των κινδύνων. Όσον αφορά περισσότερες από τις μισές τράπεζες η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων (return on Equity - RoE) τους είναι χαμηλότερη από το εκτιμώμενο κόστος των ιδίων κεφαλαίων τους. Κατά συνέπεια, η αγοραία αποτίμηση των περισσότερων εισηγμένων σημαντικών ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ παραμένει χαμηλή και οι δείκτες τιμής προς λογιστική αξία παραμένουν, κατά μέσο όρο, κάτω από το ένα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Έπειτα από ελαφρά βελτίωση της RoE το 2018, οι προβολές των ίδιων των τραπεζών υποδεικνύουν πτώση της RoE τους το 2019 και το 2020 και βραδεία ανάκαμψη το 2021. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί καθοδικοί κίνδυνοι που συνδέονται με ένα τέτοιο σενάριο: το μακροχρηματοπιστωτικό περιβάλλον έχει επιδεινωθεί κατά την περίοδο μετά την εκπόνηση αυτών των προβολών και οι τράπεζες ενδέχεται να μην έχουν πλήρως ενσωματώσει τις επιδράσεις του ανταγωνισμού στις εκτιμήσεις τους, ιδίως στα τμήματα στα οποία πολλές τράπεζες αναμένουν να αναπτυχθούν. Επιπλέον, ενώ μπορεί να βελτιώσει την αποδοτικότητα ως προς το κόστος μεσοπρόθεσμα και να δώσει στις τράπεζες τη δυνατότητα να προσφέρουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, η ψηφιοποίηση αναγκάζει τις τράπεζες να αναθεωρήσουν τα επιχειρηματικά μοντέλα και στρατηγικές τους. Απαιτεί επίσης από τις τράπεζες να πραγματοποιήσουν βραχυπρόθεσμες επενδύσεις προκειμένου να προσαρμόσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και αλληλεπιδρούν με τους πελάτες. Μεσοπρόθεσμα, εγείρει επίσης την προοπτική περαιτέρω μη τραπεζικού ανταγωνισμού, που πιθανώς περιλαμβάνει μεγάλες επιχειρήσεις τεχνολογίας. Οι τράπεζες χρειάζεται να συνεχίσουν να προσαρμόζουν τα επιχειρηματικά μοντέλα τους ώστε να τα θέσουν σε βιώσιμη τροχιά, και οι κίνδυνοι να μην επιτύχουν διατηρήσιμη κερδοφορία παραμένουν σημαντικοί.
Ταυτόχρονα, η ύπαρξη εγκληματιών με ισχυρές συλλογικές κακόβουλες προθέσεις στον κυβερνοχώρο επιφέρουν πρόσθετους κινδύνους. Τα συμβάντα στον κυβερνοχώρο μπορούν να επιφέρουν σημαντικό κόστος ή απώλεια φήμης για τις τράπεζες και μπορούν να έχουν και συστημικές συνέπειες, καθώς οι απειλές μπορούν να εξαπλωθούν γρήγορα από τον έναν τομέα στον άλλον. Μεγάλος αριθμός σημαντικών ιδρυμάτων βασίζονται σε πληροφοριακά συστήματα που βρίσκονται στο τέλος του κύκλου ζωής τους για κρίσιμες επιχειρηματικές διαδικασίες, πράγμα που αυξάνει την ευπάθειά τους στον κυβερνοκίνδυνο.
Παρά τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τα τελευταία χρόνια, τα υψηλά επίπεδα ΜΕΔ εξακολουθούν να συνιστούν λόγο ανησυχίας για μεγάλο αριθμό τραπεζών της ζώνης του ευρώ. Συγκεντρωτικά, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, το απόθεμα ΜΕΔ των σημαντικών ιδρυμάτων μειώθηκε κατά €112 δισεκ. σε €587 δισεκ. το πρώτο τρίμηνο του 2019 και ο μέσος δείκτης ΜΕΔ υποχώρησε από 4,7% σε 3,7%. Παρά την πρόοδο αυτή, ο μέσος δείκτης ΜΕΔ στη ζώνη του ευρώ εξακολουθεί να βρίσκεται πάνω από τα επίπεδα που επικρατούσαν πριν από την κρίση και είναι σημαντικά υψηλότερος από ό,τι σε άλλες μεγάλες βιομηχανοποιημένες οικονομίες.