Ανασκόπηση του Κυπριακού Τραπεζικού Τομέα για το 2018
15:05 - 21 Ιανουαρίου 2019
Αξιολογώντας την τρέχουσα κατάσταση του κυπριακού τραπεζικού τομέα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το 2018 ήταν ένας χρόνος κατά τον οποίο έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος, παρόλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά προβλήματα. Ίσως ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε αυτή η πρόοδος δεν ήταν όπως αναμενόταν, αλλά αντικειμενικά το τραπεζικό σύστημα είναι πιο ανθεκτικό, ισχυρό και σταθερό τώρα σε σχέση με τις αρχές του προηγούμενου έτους.
Αναμφισβήτητα, το κλείσιμο της κρατικής Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας (ΣΚΤ) αποτέλεσε το πιο σημαντικό γεγονός της χρονιάς. Μετά από μια ιστορία σχεδόν 100 ετών, η άδεια λειτουργίας της ως εμπορική τράπεζα ανακλήθηκε στο τέλος του περασμένου καλοκαιριού, το «καλό μέρος» της μεταφέρθηκε στην Ελληνική Τράπεζα, ενώ το «κακό κομμάτι» παραμένει στα χέρια της κυβέρνησης και η διαχείρισή του θα γίνεται μέσω της ίδρυσης μιας Εθνικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (ΚΕΔΙΠΕΣ). Παρόλο που ήταν γνωστό στην πλειοψηφία του κόσμου ότι η ΣΚΤ διένυε μία δύσκολη μεταβατική περίοδο, ο τρόπος και η ταχύτητα με τα οποία έκλεισε, εξέπληξαν πολλούς. Ωστόσο, ήταν αυτό πράγματι ένα τόσο κακό σενάριο, τελικά;
Η ΣΚΤ έχει υποστεί πολλά τα τελευταία χρόνια, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης εποπτείας, ρύθμισης και ορθής εταιρικής διακυβέρνησης κατά τα έτη πριν από το 2013 – λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία ενός εκπληκτικά μεγάλου ποσού μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στον ισολογισμό της τράπεζας μετά την περίοδο της κρίσης. Επιπλέον, η φύση αυτών των δανείων (κυρίως στεγαστικά δάνεια) και η υπερβολική προστασία που προσέφερε το κράτος για τέτοιου είδους δάνεια, σήμαινε ότι το ποσοστό ανάκτησης ήταν εξαιρετικά χαμηλό. Υπήρξε επίσης η πρόσθετη πίεση από τις Ευρωπαϊκές Ρυθμιστικές Αρχές και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ) για ουσιαστικές και γρήγορες βελτιώσεις όσον αφορά τη διαχείριση των ΜΕΔ. Τέλος, το γενικό σχέδιο για τη συγχώνευση εκατοντάδων ξεχωριστών συνεργατικών ιδρυμάτων σε ένα και τον μετασχηματισμό αυτού του ιδρύματος σε εμπορική τράπεζα (γεγονός το οποίο συνεπαγόταν την ανάγκη για πλήρη αλλαγή στην κουλτούρα εντός του οργανισμού) κατέστησε ακόμη πιο δύσκολη τη συγκυρία.
Ναι, το κράτος έχασε από την επένδυση που πραγματοποίησε· κ̇υρίως το ποσό των 1,7 δισ. ευρώ που καταβλήθηκε ως ενίσχυση για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης του αποτυχημένου οργανισμού και την ανάληψη ελέγχου σε μια εποχή όπου η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η περικοπή των ανασφάλιστων καταθετών στον Συνεργατισμό. Ωστόσο το κράτος δεν είναι το μόνο. Εάν εξετάσουμε την απώλεια από τις επενδύσεις στις άλλες μεγάλες εμπορικές τράπεζες (Τράπεζα Κύπρου, Ελληνική Τράπεζα) από οργανισμούς που επένδυσαν σε αυτές τα τελευταία χρόνια, αυτό κυμαίνεται σε ποσοστό από 60% έως 70%! Επιπλέον, το υπόλοιπο των χρημάτων που καταβλήθηκε από το κράτος (σχεδόν 3,5 δισ. ευρώ) ήταν για την ανάληψη της κυριότητας ενός χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων με ονομαστική αξία άνω των 8 δισ. ευρώ και τη δημιουργία της ΚΕΔΙΠΕΣ για να τα διαχειριστεί. Με την κατάλληλη διαχείριση, η κυβέρνηση θα μπορούσε να ανακτήσει την αρχική αυτή επένδυση με κέρδος.
Η συμφωνία με την Ελληνική Τράπεζα, η δημιουργία της ΚΕΔΙΠΕΣ, οι βελτιώσεις στο νομοσχέδιο εκποιήσεων και πλαίσιο αφερεγγυότητας που εγκρίθηκαν από το Κοινοβούλιο το περασμένο καλοκαίρι, όπως επίσης και η δυνατότητα των τραπεζών να πωλούν περιουσιακά στοιχεία σε τρίτους, οδήγησαν σε μαζική μείωση των ΜΕΔ, καθώς και στη βελτίωση και σταθεροποίηση του τραπεζικού μας συστήματος. Τα ΜΕΔ στο τραπεζικό σύστημα έχουν μειωθεί δραστικά, η κεφαλαιακή επάρκεια είναι επαρκής, ενώ υπάρχει μεγάλη ρευστότητα. Επιπλέον, η εταιρική διακυβέρνηση έχει βελτιωθεί, όπως και το ρυθμιστικό πλαίσιο. Ο κύριος στόχος τώρα είναι να αρχίσει η δημιουργία κερδών για τους μετόχους των τραπεζών, κάτι που θα ήταν καλό για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (εργαζόμενους, πελάτες και γενικότερα το κοινό). Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια. Η χαμηλή κερδοφορία σχετίζεται με τη δομή και την ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, το χαμηλό περιθώριο καθαρού επιτοκίου που έχει να κάνει με τις πολιτικές της ΕΚΤ, καθώς και την αδυναμία να βρεθούν επενδύσεις / δάνεια υψηλής ποιότητας (με θετική Καθαρή Παρούσα Αξία) καθώς και το σχετικά υψηλό λειτουργικό τους κόστος. Επί σειρά ετών, οι τράπεζες ασχολήθηκαν κυρίως με την αντιμετώπιση των προβλημάτων του παρελθόντος (προβληματικά δάνεια), αντί να επικεντρωθούν στο μέλλον και να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμη αξία στους μετόχους τους. Πιστεύω ότι είναι καιρός να αλλάξει αυτή η τάση. Οι τράπεζες πρέπει να επικεντρωθούν στο να αποφέρουν περισσότερα έσοδα από τους πελάτες τους, προσφέροντάς τους καλύτερες και πιο ποικίλες υπηρεσίες, ενώ παράλληλα να ελέξουν τα λειτουργικά κόστη μέσω της καλύτερης αξιοποίησης της τεχνολογίας. Είμαι της άποψης ότι ο συνδυασμός των δύο μπορεί να επαναφέρει την κερδοφορία και να προσθέσει αξία στους μετόχους τους.
Ο συγγραφέας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών στο CIIM – Cyprus International Institute of Management και ο Διευθυντής του Μεταπτυχιακού MSc στις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες.
Αναμφισβήτητα, το κλείσιμο της κρατικής Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας (ΣΚΤ) αποτέλεσε το πιο σημαντικό γεγονός της χρονιάς. Μετά από μια ιστορία σχεδόν 100 ετών, η άδεια λειτουργίας της ως εμπορική τράπεζα ανακλήθηκε στο τέλος του περασμένου καλοκαιριού, το «καλό μέρος» της μεταφέρθηκε στην Ελληνική Τράπεζα, ενώ το «κακό κομμάτι» παραμένει στα χέρια της κυβέρνησης και η διαχείρισή του θα γίνεται μέσω της ίδρυσης μιας Εθνικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (ΚΕΔΙΠΕΣ). Παρόλο που ήταν γνωστό στην πλειοψηφία του κόσμου ότι η ΣΚΤ διένυε μία δύσκολη μεταβατική περίοδο, ο τρόπος και η ταχύτητα με τα οποία έκλεισε, εξέπληξαν πολλούς. Ωστόσο, ήταν αυτό πράγματι ένα τόσο κακό σενάριο, τελικά;
Η ΣΚΤ έχει υποστεί πολλά τα τελευταία χρόνια, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης εποπτείας, ρύθμισης και ορθής εταιρικής διακυβέρνησης κατά τα έτη πριν από το 2013 – λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία ενός εκπληκτικά μεγάλου ποσού μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στον ισολογισμό της τράπεζας μετά την περίοδο της κρίσης. Επιπλέον, η φύση αυτών των δανείων (κυρίως στεγαστικά δάνεια) και η υπερβολική προστασία που προσέφερε το κράτος για τέτοιου είδους δάνεια, σήμαινε ότι το ποσοστό ανάκτησης ήταν εξαιρετικά χαμηλό. Υπήρξε επίσης η πρόσθετη πίεση από τις Ευρωπαϊκές Ρυθμιστικές Αρχές και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ) για ουσιαστικές και γρήγορες βελτιώσεις όσον αφορά τη διαχείριση των ΜΕΔ. Τέλος, το γενικό σχέδιο για τη συγχώνευση εκατοντάδων ξεχωριστών συνεργατικών ιδρυμάτων σε ένα και τον μετασχηματισμό αυτού του ιδρύματος σε εμπορική τράπεζα (γεγονός το οποίο συνεπαγόταν την ανάγκη για πλήρη αλλαγή στην κουλτούρα εντός του οργανισμού) κατέστησε ακόμη πιο δύσκολη τη συγκυρία.
Ναι, το κράτος έχασε από την επένδυση που πραγματοποίησε· κ̇υρίως το ποσό των 1,7 δισ. ευρώ που καταβλήθηκε ως ενίσχυση για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης του αποτυχημένου οργανισμού και την ανάληψη ελέγχου σε μια εποχή όπου η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η περικοπή των ανασφάλιστων καταθετών στον Συνεργατισμό. Ωστόσο το κράτος δεν είναι το μόνο. Εάν εξετάσουμε την απώλεια από τις επενδύσεις στις άλλες μεγάλες εμπορικές τράπεζες (Τράπεζα Κύπρου, Ελληνική Τράπεζα) από οργανισμούς που επένδυσαν σε αυτές τα τελευταία χρόνια, αυτό κυμαίνεται σε ποσοστό από 60% έως 70%! Επιπλέον, το υπόλοιπο των χρημάτων που καταβλήθηκε από το κράτος (σχεδόν 3,5 δισ. ευρώ) ήταν για την ανάληψη της κυριότητας ενός χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων με ονομαστική αξία άνω των 8 δισ. ευρώ και τη δημιουργία της ΚΕΔΙΠΕΣ για να τα διαχειριστεί. Με την κατάλληλη διαχείριση, η κυβέρνηση θα μπορούσε να ανακτήσει την αρχική αυτή επένδυση με κέρδος.
Η συμφωνία με την Ελληνική Τράπεζα, η δημιουργία της ΚΕΔΙΠΕΣ, οι βελτιώσεις στο νομοσχέδιο εκποιήσεων και πλαίσιο αφερεγγυότητας που εγκρίθηκαν από το Κοινοβούλιο το περασμένο καλοκαίρι, όπως επίσης και η δυνατότητα των τραπεζών να πωλούν περιουσιακά στοιχεία σε τρίτους, οδήγησαν σε μαζική μείωση των ΜΕΔ, καθώς και στη βελτίωση και σταθεροποίηση του τραπεζικού μας συστήματος. Τα ΜΕΔ στο τραπεζικό σύστημα έχουν μειωθεί δραστικά, η κεφαλαιακή επάρκεια είναι επαρκής, ενώ υπάρχει μεγάλη ρευστότητα. Επιπλέον, η εταιρική διακυβέρνηση έχει βελτιωθεί, όπως και το ρυθμιστικό πλαίσιο. Ο κύριος στόχος τώρα είναι να αρχίσει η δημιουργία κερδών για τους μετόχους των τραπεζών, κάτι που θα ήταν καλό για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (εργαζόμενους, πελάτες και γενικότερα το κοινό). Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια. Η χαμηλή κερδοφορία σχετίζεται με τη δομή και την ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, το χαμηλό περιθώριο καθαρού επιτοκίου που έχει να κάνει με τις πολιτικές της ΕΚΤ, καθώς και την αδυναμία να βρεθούν επενδύσεις / δάνεια υψηλής ποιότητας (με θετική Καθαρή Παρούσα Αξία) καθώς και το σχετικά υψηλό λειτουργικό τους κόστος. Επί σειρά ετών, οι τράπεζες ασχολήθηκαν κυρίως με την αντιμετώπιση των προβλημάτων του παρελθόντος (προβληματικά δάνεια), αντί να επικεντρωθούν στο μέλλον και να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμη αξία στους μετόχους τους. Πιστεύω ότι είναι καιρός να αλλάξει αυτή η τάση. Οι τράπεζες πρέπει να επικεντρωθούν στο να αποφέρουν περισσότερα έσοδα από τους πελάτες τους, προσφέροντάς τους καλύτερες και πιο ποικίλες υπηρεσίες, ενώ παράλληλα να ελέξουν τα λειτουργικά κόστη μέσω της καλύτερης αξιοποίησης της τεχνολογίας. Είμαι της άποψης ότι ο συνδυασμός των δύο μπορεί να επαναφέρει την κερδοφορία και να προσθέσει αξία στους μετόχους τους.
Ο συγγραφέας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών στο CIIM – Cyprus International Institute of Management και ο Διευθυντής του Μεταπτυχιακού MSc στις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες.