Χάρης: Δεν έγιναν διορισμοί με πολιτική χροιά
14:38 - 07 Αυγούστου 2018
Στο γεγονός ότι δεν υπήρξαν πολιτικές παρεμβάσεις αρκέστηκε ο υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης κληθείς να σχολιάσει τις εργασίες της Ερευνητικής Επιτροπής. Μιλώντας στο κρατικό ραδιόφωνο ο κ. Γεωργιάδης υπογράμμισε ότι δεν επιθυμεί να εισέλθει στη διαδικασία σχολιασμού από αέρος των καταθέσεων ενώπιον της Επιτροπής, καθώς θεωρεί ότι θα κληθεί κι ο ίδιος σε κάποια στιγμή ενώπιον της.
Ερωτηθείς για την εμπλοκή της κυβέρνησης στους διορισμούς των μελών του ΔΣ του Συνεργατισμού, ο υπουργός Οικονομικών σημείωσε πως «μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζονται με πρόταση της Κυβέρνησης, η οποία να συνοδεύεται με τη σύμφωνο γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας και να εξασφαλίζει την έγκριση της Βουλής. Δεν υπάρχει καμιά εμπλοκή σε οποιοδήποτε άλλο διορισμό. Και στο Διοικητικό Συμβούλιο όμως που υπήρχε η εξουσία του διορισμού, η εξουσία ήταν περιορισμένη διότι θα έπρεπε να ήταν κοινή απόφαση Κυβέρνησης, Κεντρικής Τράπεζας και Βουλής. Πέραν αυτής της εσωτερικής διαδικασίας που προβλέπεται σε κυπριακή νομοθεσία, υπάρχει και το ότι όσοι προτείνονται για διορισμό στο Διοικητικό Συμβούλιο μέσα από αυτή τη διαδικασία ελέγχονται ένας-ένας και συλλογικά σε διαρκή βάση αν πράγματι πληρούν τα κριτήρια της ικανότητας και της καταλληλότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει την ίδια διαδικασία ελέγχου και για τα διευθυντικά στελέχη κάθε τράπεζας, δηλαδή αυτά που δεν διορίζονται από τους μετόχους – το κράτος – αλλά εσωτερικά από τη διοίκηση της τράπεζας. Και αυτοί πρέπει να ελέγχονται με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια ικανότητας. Διαψεύδω τις εντυπώσεις ότι η Κυβέρνηση ή το Υπουργείο Οικονομικών μπορούσε να διορίσει όποιον θέλει».
Σε ό,τι αφορά την εταιρική διακυβέρνηση στον Συνεργατισμό, ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε πως δεν υπήρχαν σωστές δομές διακυβέρνησης, καθώς δεν ήταν καν οργανισμός. «Ήταν ένα δίκτυο σχεδόν 100 συνεργατικών ιδρυμάτων. Οι διοικούντες αυτού του δικτύου δεν κρίνονταν με βάση κανένα αξιόπιστο κριτήριο ικανότητας και καταλληλότητας και δεν υπήρχαν κοινά συστήματα. Συζητάμε για αποτελεσματική διακυβέρνηση σε ένα οργανισμό ο οποίος μέχρι πρόσφατα δεν είχε τα μηχανογραφικά συστήματα που θα του επέτρεπαν να ξέρει αν ένας πελάτης είχε μη εξυπηρετούμενο δάνειο σε ένα συνεργατικό ίδρυμα και κάποια μεγάλη κατάθεση σε κάποιο άλλο. Τέτοιες ήταν οι δομές διακυβέρνησης. Δεν υπήρχε καμιά διαδικασία ελέγχου. Δεν υπήρχε αξιόπιστη διαδικασία παραχώρησης δανείων. Δίνονταν δάνεια με ευκολία, σε κάποιες περιπτώσεις με τρόπο σκανδαλώδη. Γι’ αυτό δημιουργήθηκε και αυτό το τεράστιο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίστηκε σε κάποιο βαθμό, στον ίδιο περίπου βαθμό που αντιμετωπίστηκε και σε όλες τις υπόλοιπες τράπεζες. Δηλαδή δεν καταγράφεται ιδιαίτερη διαφορά στην επίδοση της Συνεργατικής από τις άλλες τράπεζες. Κάποιες έτρεξαν κάπως πιο γρήγορα ενώ άλλες κυπριακές τράπεζες έχουν ακόμη χειρότερες επιδόσεις. Αυτή όμως είναι η εικόνα: ένα μεγάλο πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην περίοδο πριν από το 2013 και στη Συνεργατική και στις υπόλοιπες τράπεζες».
Χαρακτήρισε, παράλληλα, ως αναγκαίες τις διορθώσεις που έγιναν στο νομοθετικό πλαίσιο πρόσφατα από τη Βουλή. «Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον ρυθμό μείωσης των μη-εξυπηρετούμενων δανείων. Είναι κοντά στα 7,5-8 δις στο τραπεζικό σύστημα εκ των οποίων 1,5 στη Συνεργατική και το υπόλοιπο στις άλλες τράπεζες. Αυτή είναι μεγάλη μείωση για το μέγεθος της κυπριακής οικονομίας και από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ. Όμως η ευρωπαϊκή εποπτεία πιέζει και δεν θεωρεί ότι αυτός ο ρυθμός είναι αρκετός».
Την ίδια ώρα, ο κ. Γεωργιάδης θεωρεί ότι οι κινήσεις που έγιναν το τελευταίο διάστημα είναι προς την ορθή κατεύθυνση, διότι ο διαχωρισμός της Συνεργατικής με τη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτός ισολογισμού, τα νέα νομοθετικά εργαλεία εκποιήσεων αφερεγγυότητας και το σχέδιο ΕΣΤΙΑ θα βοηθήσουν καθοριστικά στην οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αν υπήρχε ακόμη ένας χρόνος
Σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στον Συνεργατισμό τα τελευταία χρόνια και την κρατική στήριξη, ο κ. Γεωργιάδης ανέφερε πως «η Συνεργατική μετατρεπόταν σε ένα δυσκίνητο ημικρατικό οργανισμό και γι’ αυτό ήταν έντονη η πεποίθησή μου ότι αυτή η περίοδος «κρατικοποίησης» του Συνεργατισμού έπρεπε να τερματιστεί το συντομότερο επειδή δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι μια υγιής βιώσιμη κατάσταση. Ήταν μια προσωρινή κατάσταση εξ ανάγκης και όχι από επιλογή. Χρειάστηκε προσωρινά κρατική στήριξη. Όσο αναγκαία και να ήταν όμως αυτή η στήριξη έχει φέρει άλλες αρνητικές παρενέργειες. Γι’ αυτό έπρεπε το συντομότερο αυτή η κατάσταση να τερματιστεί με την έξοδο του κράτους από τη μετοχική δομή και λειτουργία αυτής της τράπεζας.
Η θέση μου είναι ότι αυτή η διαδικασία έπρεπε να γίνει σταδιακά και όχι με απότομο τρόπο. Θεωρώ ότι, και έτσι προκύπτει και από τις τεκμηριωμένες επιδόσεις, αν υπήρχε ακόμη κανένας χρόνος τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Ακόμα κι αν η προσέγγιση των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ήταν να γίνει διαχωρισμός του χαρτοφυλακίου – και αυτή η προσέγγιση έχει τη δική της λογική – , εγώ δεν θα το επιχειρούσα δια μιας αλλά περίπου όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί στα επόμενα ένα-δύο χρόνια. Η μετάβαση θα ήταν πιο ομαλή και πιο αποδοτική. Δεν είναι όμως σε επίπεδο κυβερνήσεων που αποφασίζονται αυτά τα πράγματα. Προκύπτουν μέσα από αποφάσεις ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Θεωρώ ότι αυτή η εξέλιξη θα είναι θετική τόσο για το τραπεζικό σύστημα όσο και για την οικονομία. Αυτό θα φανεί πολύ σύντομα, εξ ου και το ότι η μια αναβάθμιση διαδέχεται την άλλη».
Ερωτηθείς για την εμπλοκή της κυβέρνησης στους διορισμούς των μελών του ΔΣ του Συνεργατισμού, ο υπουργός Οικονομικών σημείωσε πως «μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζονται με πρόταση της Κυβέρνησης, η οποία να συνοδεύεται με τη σύμφωνο γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας και να εξασφαλίζει την έγκριση της Βουλής. Δεν υπάρχει καμιά εμπλοκή σε οποιοδήποτε άλλο διορισμό. Και στο Διοικητικό Συμβούλιο όμως που υπήρχε η εξουσία του διορισμού, η εξουσία ήταν περιορισμένη διότι θα έπρεπε να ήταν κοινή απόφαση Κυβέρνησης, Κεντρικής Τράπεζας και Βουλής. Πέραν αυτής της εσωτερικής διαδικασίας που προβλέπεται σε κυπριακή νομοθεσία, υπάρχει και το ότι όσοι προτείνονται για διορισμό στο Διοικητικό Συμβούλιο μέσα από αυτή τη διαδικασία ελέγχονται ένας-ένας και συλλογικά σε διαρκή βάση αν πράγματι πληρούν τα κριτήρια της ικανότητας και της καταλληλότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει την ίδια διαδικασία ελέγχου και για τα διευθυντικά στελέχη κάθε τράπεζας, δηλαδή αυτά που δεν διορίζονται από τους μετόχους – το κράτος – αλλά εσωτερικά από τη διοίκηση της τράπεζας. Και αυτοί πρέπει να ελέγχονται με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια ικανότητας. Διαψεύδω τις εντυπώσεις ότι η Κυβέρνηση ή το Υπουργείο Οικονομικών μπορούσε να διορίσει όποιον θέλει».
Σε ό,τι αφορά την εταιρική διακυβέρνηση στον Συνεργατισμό, ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε πως δεν υπήρχαν σωστές δομές διακυβέρνησης, καθώς δεν ήταν καν οργανισμός. «Ήταν ένα δίκτυο σχεδόν 100 συνεργατικών ιδρυμάτων. Οι διοικούντες αυτού του δικτύου δεν κρίνονταν με βάση κανένα αξιόπιστο κριτήριο ικανότητας και καταλληλότητας και δεν υπήρχαν κοινά συστήματα. Συζητάμε για αποτελεσματική διακυβέρνηση σε ένα οργανισμό ο οποίος μέχρι πρόσφατα δεν είχε τα μηχανογραφικά συστήματα που θα του επέτρεπαν να ξέρει αν ένας πελάτης είχε μη εξυπηρετούμενο δάνειο σε ένα συνεργατικό ίδρυμα και κάποια μεγάλη κατάθεση σε κάποιο άλλο. Τέτοιες ήταν οι δομές διακυβέρνησης. Δεν υπήρχε καμιά διαδικασία ελέγχου. Δεν υπήρχε αξιόπιστη διαδικασία παραχώρησης δανείων. Δίνονταν δάνεια με ευκολία, σε κάποιες περιπτώσεις με τρόπο σκανδαλώδη. Γι’ αυτό δημιουργήθηκε και αυτό το τεράστιο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίστηκε σε κάποιο βαθμό, στον ίδιο περίπου βαθμό που αντιμετωπίστηκε και σε όλες τις υπόλοιπες τράπεζες. Δηλαδή δεν καταγράφεται ιδιαίτερη διαφορά στην επίδοση της Συνεργατικής από τις άλλες τράπεζες. Κάποιες έτρεξαν κάπως πιο γρήγορα ενώ άλλες κυπριακές τράπεζες έχουν ακόμη χειρότερες επιδόσεις. Αυτή όμως είναι η εικόνα: ένα μεγάλο πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην περίοδο πριν από το 2013 και στη Συνεργατική και στις υπόλοιπες τράπεζες».
Χαρακτήρισε, παράλληλα, ως αναγκαίες τις διορθώσεις που έγιναν στο νομοθετικό πλαίσιο πρόσφατα από τη Βουλή. «Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον ρυθμό μείωσης των μη-εξυπηρετούμενων δανείων. Είναι κοντά στα 7,5-8 δις στο τραπεζικό σύστημα εκ των οποίων 1,5 στη Συνεργατική και το υπόλοιπο στις άλλες τράπεζες. Αυτή είναι μεγάλη μείωση για το μέγεθος της κυπριακής οικονομίας και από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ. Όμως η ευρωπαϊκή εποπτεία πιέζει και δεν θεωρεί ότι αυτός ο ρυθμός είναι αρκετός».
Την ίδια ώρα, ο κ. Γεωργιάδης θεωρεί ότι οι κινήσεις που έγιναν το τελευταίο διάστημα είναι προς την ορθή κατεύθυνση, διότι ο διαχωρισμός της Συνεργατικής με τη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτός ισολογισμού, τα νέα νομοθετικά εργαλεία εκποιήσεων αφερεγγυότητας και το σχέδιο ΕΣΤΙΑ θα βοηθήσουν καθοριστικά στην οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αν υπήρχε ακόμη ένας χρόνος
Σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στον Συνεργατισμό τα τελευταία χρόνια και την κρατική στήριξη, ο κ. Γεωργιάδης ανέφερε πως «η Συνεργατική μετατρεπόταν σε ένα δυσκίνητο ημικρατικό οργανισμό και γι’ αυτό ήταν έντονη η πεποίθησή μου ότι αυτή η περίοδος «κρατικοποίησης» του Συνεργατισμού έπρεπε να τερματιστεί το συντομότερο επειδή δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι μια υγιής βιώσιμη κατάσταση. Ήταν μια προσωρινή κατάσταση εξ ανάγκης και όχι από επιλογή. Χρειάστηκε προσωρινά κρατική στήριξη. Όσο αναγκαία και να ήταν όμως αυτή η στήριξη έχει φέρει άλλες αρνητικές παρενέργειες. Γι’ αυτό έπρεπε το συντομότερο αυτή η κατάσταση να τερματιστεί με την έξοδο του κράτους από τη μετοχική δομή και λειτουργία αυτής της τράπεζας.
Η θέση μου είναι ότι αυτή η διαδικασία έπρεπε να γίνει σταδιακά και όχι με απότομο τρόπο. Θεωρώ ότι, και έτσι προκύπτει και από τις τεκμηριωμένες επιδόσεις, αν υπήρχε ακόμη κανένας χρόνος τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Ακόμα κι αν η προσέγγιση των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ήταν να γίνει διαχωρισμός του χαρτοφυλακίου – και αυτή η προσέγγιση έχει τη δική της λογική – , εγώ δεν θα το επιχειρούσα δια μιας αλλά περίπου όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί στα επόμενα ένα-δύο χρόνια. Η μετάβαση θα ήταν πιο ομαλή και πιο αποδοτική. Δεν είναι όμως σε επίπεδο κυβερνήσεων που αποφασίζονται αυτά τα πράγματα. Προκύπτουν μέσα από αποφάσεις ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Θεωρώ ότι αυτή η εξέλιξη θα είναι θετική τόσο για το τραπεζικό σύστημα όσο και για την οικονομία. Αυτό θα φανεί πολύ σύντομα, εξ ου και το ότι η μια αναβάθμιση διαδέχεται την άλλη».