Ο S&P επιβεβαίωσε την αξιολόγηση της Τράπεζας Κύπρου στο «Β»
10:09 - 28 Ιουλίου 2018
Ο Standard and Poor’s επιβεβαίωσε την μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση της Τράπεζας Κύπρου στο «Β», τονίζοντας παράλληλα ότι θα εξασθενήσουν οι οικονομικοί κίνδυνοι για τις κυπριακές τράπεζες εάν παρατηρηθεί βελτίωση της κουλτούρας στις πληρωμές και σημαντική μείωση των αδρανοποιημένων παλαιών ΜΕΔ.
Σημειώνει, ωστόσο, ότι μια σειρά από παράγοντες θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα των τραπεζών κατά τα επόμενα δύο μέχρι τρία χρόνια.
Επίσης, ο διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης έθεσε σε θετικές τις προοπτικές της Τράπεζας Κύπρου, τονίζοντας, ωστόσο, ότι ενώ η τράπεζα επωφελείται από τις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, που επικρατούν, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων της παραμένει πολύ υψηλό και δεν έχει επιστρέψει σε βιώσιμη κερδοφορία.
Ταυτόχρονα εκτιμά ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του κυπριακού τραπεζικού συστήματος θα μειωθούν στο περίπου 25% μέχρι το τέλος του 2020, ενώ αναμένει πως μια σειρά από παράγοντες «θα εξακολουθήσουν να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα των τραπεζών κατά τα επόμενα δύο μέχρι τρία χρόνια».
Συγκεκριμένα, ο S&P αναμένει ότι η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, η ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων, οι εν εξελίξεις μεταρρυθμίσεις στο νομικό και δικαστικό πλαίσιο και η εκκαθάριση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας θα συμβάλουν στη μείωση των σημαντικών οικονομικών ανισορροπιών που συσσωρεύτηκαν στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα στη διάρκεια της κρίσης».
«Αναμένουμε τώρα ότι το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων της Κύπρου θα είναι σχεδόν στο μισό μέχρι το τέλος του 2018 σε σύγκριση με πριν από ένα έτος», υπογραμμίζει ο S&P.
Αναφέρει ότι η μείωση των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων θα προέλθει από την πώληση του "καλού" μέρους της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας στην Ελληνική Τράπεζα, από την δημιουργία από την Κυβέρνηση της οντότητας που θα διαχειρίζεται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της ΣΚΤ (€4 δισεκατομμύρια, 22% του ΑΕΠ) και θα λειτουργεί ιδιωτικά και ανεξάρτητα, από τις περαιτέρω τροποποιήσεις του νομικού και δικαστικού πλαισίου για να γίνει πιο αποτελεσματικό, αποδοτικό και διαφανές και από το σχέδιο των τραπεζών και του κράτους για επιμερισμό μεταξύ των τραπεζών του βάρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων (το λεγόμενο "ΕΣΤΙΑ") για τον διαχωρισμό των αδύναμων δανειοληπτών από τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
«Πιστεύουμε ότι αυτά τα μέτρα θα βελτιώσουν σταδιακά τη επενδυτική εμπιστοσύνη, η οποία, σε συνδυασμό με τη σταθερή και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και την μερική ανάκαμψη στις τιμές των ακινήτων, θα δημιουργήσουν πιο ευνοϊκές συνθήκες για τις τράπεζες να εφαρμόσουν τα φιλόδοξα σχέδια τους για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων», υπογραμμίζει.
Ο αμερικανικός οίκος εκτιμά ότι οι κυπριακές τράπεζες θα είναι σε θέση να μειώσουν τα ΜΕΔ κατά επιπλέον € 2,5 δισεκατομμύρια, στο περίπου 25% μέχρι το τέλος του 2020 από πέρα του 50% στο τέλος του 2017.
Επιπλέον, ο S&P διαβλέπει δυνατότητες για ταχύτερη μείωση των ΜΕΔ μέσω ευκαιριακών πωλήσεων δανείων, λόγω της πίεσης της ευρωπαϊκής ρυθμιστικής αρχής και της αυξανόμενης διάθεσης των επενδυτών για τέτοιου είδους περιουσιακά στοιχεία.
Ο διεθνής οίκος αναμένει ότι τα επόμενα δύο μέχρι τρία χρόνια, οι κυπριακές τράπεζες θα χρειαστούν να καταγράψουν επιπλέον ζημίες από πιστώσεις ύψους περίπου 4,0% -5,0% των δανείων (σε σύγκριση με το τέλος Μαρτίου 2018, πριν την συναλλαγή για την ΣΚΤ) για να αναγνωρίσουν ζημιές ύψους περίπου 1%, των ΜΕΔ, λόγω της εφαρμογής για πρώτη φορά του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (IFRS9).
Σύμφωνα με τον S&P, ένα τέτοιο υψηλό επίπεδο προβλέψεων, μαζί με το κόστος αναδιάρθρωσης για τη μείωση του δικτύου υποκαταστημάτων και εργαζομένων και τα πολύ χαμηλά επιτόκια αλλά και την άκαμπτη αύξηση του όγκου πωλήσεων,» θα εξακολουθήσουν να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα των τραπεζών κατά τα επόμενα δύο μέχρι τρία χρόνια».
Εκτιμώντας ότι οι οικονομικοί κίνδυνοι για τις κυπριακές τράπεζες θα μπορούσαν να εξασθενήσουν περαιτέρω, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, ο S&P αναφέρει ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν παρατηρηθεί βελτίωση της κουλτούρας στις πληρωμές (ένας από τους διαρθρωτικούς κινδύνους που βαρύνουν την πιστοληπτική ικανότητα του τραπεζικού συστήματος) και σημαντική μείωση των αδρανοποιημένων παλαιών ΜΕΔ των νοικοκυριών (πράγμα που θα μπορούσε να υποδηλώσει ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν λιγότερους στρατηγικούς κακοπληρωτές).
Επιπλέον, θα πρέπει οι τράπεζες να μειώσουν το ποσοστό αναχρηματοδοτούμενων αναδιαρθρωμένων δανείων διατηρώντας την ποιότητα του νέου δανεισμού.
Ο οίκος αξιολόγησης ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης βελτίωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών και της μείωσης των οικονομικών κινδύνων, αναβαθμίζει το Country Risk του κυπριακού τραπεζικού συστήματος στην κατηγορία «8», από «9».
Σημειώνει, ωστόσο, ότι μια σειρά από παράγοντες θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα των τραπεζών κατά τα επόμενα δύο μέχρι τρία χρόνια.
Επίσης, ο διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης έθεσε σε θετικές τις προοπτικές της Τράπεζας Κύπρου, τονίζοντας, ωστόσο, ότι ενώ η τράπεζα επωφελείται από τις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, που επικρατούν, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων της παραμένει πολύ υψηλό και δεν έχει επιστρέψει σε βιώσιμη κερδοφορία.
Ταυτόχρονα εκτιμά ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του κυπριακού τραπεζικού συστήματος θα μειωθούν στο περίπου 25% μέχρι το τέλος του 2020, ενώ αναμένει πως μια σειρά από παράγοντες «θα εξακολουθήσουν να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα των τραπεζών κατά τα επόμενα δύο μέχρι τρία χρόνια».
Συγκεκριμένα, ο S&P αναμένει ότι η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, η ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων, οι εν εξελίξεις μεταρρυθμίσεις στο νομικό και δικαστικό πλαίσιο και η εκκαθάριση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας θα συμβάλουν στη μείωση των σημαντικών οικονομικών ανισορροπιών που συσσωρεύτηκαν στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα στη διάρκεια της κρίσης».
«Αναμένουμε τώρα ότι το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων της Κύπρου θα είναι σχεδόν στο μισό μέχρι το τέλος του 2018 σε σύγκριση με πριν από ένα έτος», υπογραμμίζει ο S&P.
Αναφέρει ότι η μείωση των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων θα προέλθει από την πώληση του "καλού" μέρους της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας στην Ελληνική Τράπεζα, από την δημιουργία από την Κυβέρνηση της οντότητας που θα διαχειρίζεται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της ΣΚΤ (€4 δισεκατομμύρια, 22% του ΑΕΠ) και θα λειτουργεί ιδιωτικά και ανεξάρτητα, από τις περαιτέρω τροποποιήσεις του νομικού και δικαστικού πλαισίου για να γίνει πιο αποτελεσματικό, αποδοτικό και διαφανές και από το σχέδιο των τραπεζών και του κράτους για επιμερισμό μεταξύ των τραπεζών του βάρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων (το λεγόμενο "ΕΣΤΙΑ") για τον διαχωρισμό των αδύναμων δανειοληπτών από τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
«Πιστεύουμε ότι αυτά τα μέτρα θα βελτιώσουν σταδιακά τη επενδυτική εμπιστοσύνη, η οποία, σε συνδυασμό με τη σταθερή και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και την μερική ανάκαμψη στις τιμές των ακινήτων, θα δημιουργήσουν πιο ευνοϊκές συνθήκες για τις τράπεζες να εφαρμόσουν τα φιλόδοξα σχέδια τους για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων», υπογραμμίζει.
Ο αμερικανικός οίκος εκτιμά ότι οι κυπριακές τράπεζες θα είναι σε θέση να μειώσουν τα ΜΕΔ κατά επιπλέον € 2,5 δισεκατομμύρια, στο περίπου 25% μέχρι το τέλος του 2020 από πέρα του 50% στο τέλος του 2017.
Επιπλέον, ο S&P διαβλέπει δυνατότητες για ταχύτερη μείωση των ΜΕΔ μέσω ευκαιριακών πωλήσεων δανείων, λόγω της πίεσης της ευρωπαϊκής ρυθμιστικής αρχής και της αυξανόμενης διάθεσης των επενδυτών για τέτοιου είδους περιουσιακά στοιχεία.
Ο διεθνής οίκος αναμένει ότι τα επόμενα δύο μέχρι τρία χρόνια, οι κυπριακές τράπεζες θα χρειαστούν να καταγράψουν επιπλέον ζημίες από πιστώσεις ύψους περίπου 4,0% -5,0% των δανείων (σε σύγκριση με το τέλος Μαρτίου 2018, πριν την συναλλαγή για την ΣΚΤ) για να αναγνωρίσουν ζημιές ύψους περίπου 1%, των ΜΕΔ, λόγω της εφαρμογής για πρώτη φορά του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (IFRS9).
Σύμφωνα με τον S&P, ένα τέτοιο υψηλό επίπεδο προβλέψεων, μαζί με το κόστος αναδιάρθρωσης για τη μείωση του δικτύου υποκαταστημάτων και εργαζομένων και τα πολύ χαμηλά επιτόκια αλλά και την άκαμπτη αύξηση του όγκου πωλήσεων,» θα εξακολουθήσουν να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα των τραπεζών κατά τα επόμενα δύο μέχρι τρία χρόνια».
Εκτιμώντας ότι οι οικονομικοί κίνδυνοι για τις κυπριακές τράπεζες θα μπορούσαν να εξασθενήσουν περαιτέρω, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, ο S&P αναφέρει ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν παρατηρηθεί βελτίωση της κουλτούρας στις πληρωμές (ένας από τους διαρθρωτικούς κινδύνους που βαρύνουν την πιστοληπτική ικανότητα του τραπεζικού συστήματος) και σημαντική μείωση των αδρανοποιημένων παλαιών ΜΕΔ των νοικοκυριών (πράγμα που θα μπορούσε να υποδηλώσει ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν λιγότερους στρατηγικούς κακοπληρωτές).
Επιπλέον, θα πρέπει οι τράπεζες να μειώσουν το ποσοστό αναχρηματοδοτούμενων αναδιαρθρωμένων δανείων διατηρώντας την ποιότητα του νέου δανεισμού.
Ο οίκος αξιολόγησης ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης βελτίωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών και της μείωσης των οικονομικών κινδύνων, αναβαθμίζει το Country Risk του κυπριακού τραπεζικού συστήματος στην κατηγορία «8», από «9».
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ