DBRS: Επικροτεί τη στρατηγική της κυβέρνησης για ΜΕΔ
10:35 - 07 Ιουνίου 2018
Με θετικό μάτι βλέπει τη στρατηγική της κυβέρνησης για αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος των ΜΕΔ, ο οίκος αξιολόγησης DBRS και σημειώνει πως παρόλο που τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν πολύ υψηλά, αποτελώντας τον κύριο κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αναμένει μείωση των ΜΕΔ, λόγω των προσπαθειών των τραπεζών, της πολιτικής στρατηγικής που παρουσιάστηκε πρόσφατα από την κυβέρνηση και της βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών.
Η στρατηγική της κυβέρνησης για τα ΜΕΔ, όπως αναφέρει η DBRS, πρόκειται να επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά, με το δημόσιο χρέος αν αυξάνεται φέτος, αλλά αναμένει να περιοριστεί ο συνολικός δημοσιονομικός αντίκτυπος.
Η στρατηγική της κυβέρνησης για τα ΜΕΔ, όπως αναφέρει η DBRS, πρόκειται να επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά, με το δημόσιο χρέος αν αυξάνεται φέτος, αλλά αναμένει να περιοριστεί ο συνολικός δημοσιονομικός αντίκτυπος.
Συγκεκριμένα, ο Οίκος υπογραμμίζει πως το απόθεμα των ΜΕΔ σε κυπριακές τράπεζες έχει μειωθεί εδώ και τρία χρόνια, κατά 28% . Μόνο το 2017, το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε κατά 14%. Οι αποσβέσεις δανείων, οι συμφωνίες ανταλλαγής χρεών και η εξυγίανση ορισμένων αναδιαρθρωμένων δανείων συνέβαλαν στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (NFC). Τα εταιρικά NPL αντιπροσωπεύουν το 45% των συνολικών NPL του τραπεζικού συστήματος. Μεταξύ Απριλίου 2015 και Δεκεμβρίου 2017, το απόθεμα εταιρικών μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε κατά 36%, εν μέρει με τη βοήθεια αναδιαρθρώσεων δανείων μεγάλων ΜΚΔ.
Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε νοικοκυριά, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 53% των συνολικών μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχει επιβραδυνθεί.
Όσον αφορά τους οικονομικούς τομείς, ο κατασκευαστικός τομέας έχει συμβάλει σημαντικά στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο εν λόγω τομέας αντιπροσωπεύει περίπου το 25% των εταιρικών ανεξόφλητων δανείων και σχεδόν το ένα τρίτο των εταιρικών μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχει σημειώσει πτώση της απόθεσής του των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 43%.
Ταυτόχρονα, οι τράπεζες βελτιώνουν επίσης την κάλυψη των υπόλοιπων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο δείκτης κάλυψης του τραπεζικού συστήματος (το απόθεμα προβλέψεων σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια) αυξήθηκε από 38,8% τον Ιούνιο του 2016 σε 47,3% τον Δεκέμβριο του 2017. Ο συνολικός αυτός δείκτης είναι πλέον σύμφωνος με τον μέσο όρο της ΕΕ. Τα υψηλότερα επίπεδα κάλυψης παρέχουν στις τράπεζες μεγαλύτερη ευελιξία να μειώσουν περαιτέρω τα NPL.
Τον Ιανουάριο του 2018, τόσο οι μη εξυπηρετούμενες όσο και οι προβλέψεις αυξήθηκαν περαιτέρω, αλλά αυτό αντανακλούσε την επίδραση της εφαρμογής νέων λογιστικών προτύπων στους τόκους που αποκτήθηκαν από μη λειτουργικές εγκαταστάσεις (IFRS9).
Εμπόδιο στις επιδόσεις των τραπεζών
Τα πολύ υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια εξακολουθούν να αποτελούν τη μεγαλύτερη ευπάθεια για τις κυπριακές τράπεζες. Η κερδοφορία των κυπριακών τραπεζών παραμένει επίσης αδύναμη. Αν και είναι θετικό, η αύξηση των προβλέψεων δανείων για ζημίες το 2017 επηρέασε τα αποτελέσματα των εγχώριων τραπεζών. Τα οικονομικά τους αποτελέσματα επιδεινώθηκαν επίσης με τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους.
Αφού σημείωσαν σταθερή άνοδο από το 2016, οι συνολικές καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα μειώθηκαν στις αρχές του 2018, λόγω των μειώσεων των καταθέσεων κατοίκων μη κατοίκων και λοιπών κατοίκων της ζώνης του ευρώ.
Οι μέσοι δείκτες κεφαλαίου των κυπριακών τραπεζών παραμένουν πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, παρά την πτώση πέρυσι. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 (CET 1) των εγχώριων τραπεζών μειώθηκε στο 15% το 2017 από 16% ετησίως. Η περαιτέρω εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών ενδέχεται να επηρεάσει τα επίπεδα κεφαλαιοποίησης τους. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα έχουν αρχίσει να εκδίδουν κεφάλαια για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Ενισχυμένη στρατηγική από το Κράτος
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις για τη μείωση των NPLs, ιδίως των νοικοκυριών, η κυβέρνηση υπέβαλε τον Απρίλιο του 2018 μια στρατηγική τριών πυλώνων που θα εφαρμοστεί πλήρως εντός του 2018. Η στρατηγική για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων επικεντρώνεται στα εξής:
Πυλώνας Ι: Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του συνολικού νομικού πλαισίου που εγκρίθηκε το 2015 για την αντιμετώπιση των ελλείψεων διαφόρων νόμων και την προώθηση της ανάπτυξης δευτερογενούς αγοράς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι κυπριακές τράπεζες έχουν κάνει περιορισμένη χρήση των πλαισίων αφερεγγυότητας και αποκλεισμού, καθώς η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων είναι σχετικά αδύναμη και οι αστικές διαδικασίες μπορεί να είναι επαχθείς. Αυτός ο πυλώνας περιλαμβάνει συγκεκριμένα την ενίσχυση του νόμου περί αποκλεισμού και του νόμου περί πώλησης δανείων, την έκδοση νόμου τιτλοποίησης δανείων, τη μεταρρύθμιση της δικαστικής διαδικασίας και τη δημιουργία πλαισίου για την ταχεία μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας.
Πυλώνας ΙΙ: Αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που σχετίζονται με τις υποθήκες λιανικής και τις δανειοδοτήσεις των ΜμΕ με την κύρια κατοικία ως εξασφάλιση. Η πρόταση αυτή, με την ονομασία «ΕΣΤΙΑ», θα είχε ως αποτέλεσμα την κατανομή των βαρών μεταξύ των ενδιαφερομένων και την κρατική στήριξη. Η κυβέρνηση εξετάζει την υιοθέτηση ενός κοινωνικού συστήματος που περιλαμβάνει επιδοτήσεις που στοχεύουν σε ευάλωτα νοικοκυριά για την παροχή κινήτρων για αποπληρωμές δανείων.
Πυλώνας ΙΙΙ: Η πώληση της δεύτερης κυπριακής τράπεζας, της Κυπριακής Συνεταιριστικής Τράπεζας (CCB), στην οποία η κυπριακή κυβέρνηση έχει πλειοψηφικό μερίδιο. Με στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην τράπεζα και τη διευκόλυνση της πώλησής της, η κυβέρνηση έδωσε € 2,35 δισ. Σε εγχώρια ομόλογα και κατέθεσε τα κεφάλαια με την CCB. Ενάντια στην κατάθεση, η CCB έχει δεσμεύσει στο κράτος το πλήρες χαρτοφυλάκιο μη εξυπηρετούμενων δανείων με συνολική λογιστική αξία 7,5 δισ. Ευρώ, με ασφάλεια 10 δισ. Ευρώ σε τρέχουσες τιμές αγοράς.
Η κυβέρνηση, σύμφωνα με την DBRS, εκτιμά ότι εάν εφαρμοστεί πλήρως η στρατηγική πολιτικής των τριών πυλώνων, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσε να μειωθεί έως και κατά 40%. Η κυβέρνηση αναμένει ότι η μεγαλύτερη μείωση θα προέλθει από την πώληση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας. Η διαδικασία έχει ξεκινήσει και έχουν ληφθεί δύο επίσημες προσφορές. Αναμένεται ότι η κυβέρνηση θα υποβάλει στο Κοινοβούλιο, μέχρι τα τέλη Ιουνίου, τις προτάσεις τροποποίησης της νομοθεσίας που περιέχεται στο σχέδιο Πυλώνας Ι και το πρόγραμμα «ESTIA» (Πυλώνας ΙΙ).
Σύμφωνα με την άποψη του DBRS, αυτές οι πρόσθετες πρωτοβουλίες πολιτικής είναι πιθανό να συμβάλουν στην επιτάχυνση της επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Συνολικά, οι προσπάθειες των τραπεζών και της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την οικονομική ανάκαμψη, τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των τιμών των κατοικιών, υπονοούν καλά την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ενισχυμένη στρατηγική NPL θα έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ο κύριος αντίκτυπος θα είναι στο δημόσιο χρέος. Η έκδοση ομολόγων ύψους €2,35 δισ. (12% του ΑΕΠ), η οποία σχετίζεται με την πώληση της ΣΚΤ, αναμένεται να ανέλθει στο 2018 το ποσοστό του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ σε 105,6%, από 97,5% το 2017 , Ο λόγος του δημόσιου χρέους προβλέπεται να μειωθεί στο 100% το 2019 και στο 94,6% το 2020, λόγω της αναμενόμενης σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Άλλες πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις θα προέλθουν από τον δεύτερο πυλώνα, ο οποίος σκοπεύει να αντιμετωπίσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που σχετίζονται με τις υποθήκες λιανικής και τις δανειοδοτήσεις των ΜμΕ με εξασφαλίσεις ακίνητα. Η πρόταση αυτή περιλαμβάνει ένα κοινωνικό πρόγραμμα για επιδοτήσεις σε νοικοκυριά και ΜΜΕ για αποπληρωμές χρεών. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι η πρωτοβουλία αυτή, μαζί με το κόστος εξυπηρέτησης του νέου κρατικού ομολόγου, θα έχει ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 0,3-0,4% του ΑΕΠ.
Συνεπώς, παρά την αύξηση του δημόσιου χρέους φέτος, ο συνολικός δημοσιονομικός αντίκτυπος της στρατηγικής αναμένεται να είναι διαχειρίσιμος.
Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (NFC). Τα εταιρικά NPL αντιπροσωπεύουν το 45% των συνολικών NPL του τραπεζικού συστήματος. Μεταξύ Απριλίου 2015 και Δεκεμβρίου 2017, το απόθεμα εταιρικών μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε κατά 36%, εν μέρει με τη βοήθεια αναδιαρθρώσεων δανείων μεγάλων ΜΚΔ.
Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε νοικοκυριά, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 53% των συνολικών μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχει επιβραδυνθεί.
Όσον αφορά τους οικονομικούς τομείς, ο κατασκευαστικός τομέας έχει συμβάλει σημαντικά στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο εν λόγω τομέας αντιπροσωπεύει περίπου το 25% των εταιρικών ανεξόφλητων δανείων και σχεδόν το ένα τρίτο των εταιρικών μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχει σημειώσει πτώση της απόθεσής του των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 43%.
Ταυτόχρονα, οι τράπεζες βελτιώνουν επίσης την κάλυψη των υπόλοιπων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο δείκτης κάλυψης του τραπεζικού συστήματος (το απόθεμα προβλέψεων σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια) αυξήθηκε από 38,8% τον Ιούνιο του 2016 σε 47,3% τον Δεκέμβριο του 2017. Ο συνολικός αυτός δείκτης είναι πλέον σύμφωνος με τον μέσο όρο της ΕΕ. Τα υψηλότερα επίπεδα κάλυψης παρέχουν στις τράπεζες μεγαλύτερη ευελιξία να μειώσουν περαιτέρω τα NPL.
Τον Ιανουάριο του 2018, τόσο οι μη εξυπηρετούμενες όσο και οι προβλέψεις αυξήθηκαν περαιτέρω, αλλά αυτό αντανακλούσε την επίδραση της εφαρμογής νέων λογιστικών προτύπων στους τόκους που αποκτήθηκαν από μη λειτουργικές εγκαταστάσεις (IFRS9).
Εμπόδιο στις επιδόσεις των τραπεζών
Τα πολύ υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια εξακολουθούν να αποτελούν τη μεγαλύτερη ευπάθεια για τις κυπριακές τράπεζες. Η κερδοφορία των κυπριακών τραπεζών παραμένει επίσης αδύναμη. Αν και είναι θετικό, η αύξηση των προβλέψεων δανείων για ζημίες το 2017 επηρέασε τα αποτελέσματα των εγχώριων τραπεζών. Τα οικονομικά τους αποτελέσματα επιδεινώθηκαν επίσης με τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους.
Αφού σημείωσαν σταθερή άνοδο από το 2016, οι συνολικές καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα μειώθηκαν στις αρχές του 2018, λόγω των μειώσεων των καταθέσεων κατοίκων μη κατοίκων και λοιπών κατοίκων της ζώνης του ευρώ.
Οι μέσοι δείκτες κεφαλαίου των κυπριακών τραπεζών παραμένουν πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, παρά την πτώση πέρυσι. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 (CET 1) των εγχώριων τραπεζών μειώθηκε στο 15% το 2017 από 16% ετησίως. Η περαιτέρω εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών ενδέχεται να επηρεάσει τα επίπεδα κεφαλαιοποίησης τους. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα έχουν αρχίσει να εκδίδουν κεφάλαια για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Ενισχυμένη στρατηγική από το Κράτος
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις για τη μείωση των NPLs, ιδίως των νοικοκυριών, η κυβέρνηση υπέβαλε τον Απρίλιο του 2018 μια στρατηγική τριών πυλώνων που θα εφαρμοστεί πλήρως εντός του 2018. Η στρατηγική για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων επικεντρώνεται στα εξής:
Πυλώνας Ι: Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του συνολικού νομικού πλαισίου που εγκρίθηκε το 2015 για την αντιμετώπιση των ελλείψεων διαφόρων νόμων και την προώθηση της ανάπτυξης δευτερογενούς αγοράς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι κυπριακές τράπεζες έχουν κάνει περιορισμένη χρήση των πλαισίων αφερεγγυότητας και αποκλεισμού, καθώς η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων είναι σχετικά αδύναμη και οι αστικές διαδικασίες μπορεί να είναι επαχθείς. Αυτός ο πυλώνας περιλαμβάνει συγκεκριμένα την ενίσχυση του νόμου περί αποκλεισμού και του νόμου περί πώλησης δανείων, την έκδοση νόμου τιτλοποίησης δανείων, τη μεταρρύθμιση της δικαστικής διαδικασίας και τη δημιουργία πλαισίου για την ταχεία μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας.
Πυλώνας ΙΙ: Αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που σχετίζονται με τις υποθήκες λιανικής και τις δανειοδοτήσεις των ΜμΕ με την κύρια κατοικία ως εξασφάλιση. Η πρόταση αυτή, με την ονομασία «ΕΣΤΙΑ», θα είχε ως αποτέλεσμα την κατανομή των βαρών μεταξύ των ενδιαφερομένων και την κρατική στήριξη. Η κυβέρνηση εξετάζει την υιοθέτηση ενός κοινωνικού συστήματος που περιλαμβάνει επιδοτήσεις που στοχεύουν σε ευάλωτα νοικοκυριά για την παροχή κινήτρων για αποπληρωμές δανείων.
Πυλώνας ΙΙΙ: Η πώληση της δεύτερης κυπριακής τράπεζας, της Κυπριακής Συνεταιριστικής Τράπεζας (CCB), στην οποία η κυπριακή κυβέρνηση έχει πλειοψηφικό μερίδιο. Με στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην τράπεζα και τη διευκόλυνση της πώλησής της, η κυβέρνηση έδωσε € 2,35 δισ. Σε εγχώρια ομόλογα και κατέθεσε τα κεφάλαια με την CCB. Ενάντια στην κατάθεση, η CCB έχει δεσμεύσει στο κράτος το πλήρες χαρτοφυλάκιο μη εξυπηρετούμενων δανείων με συνολική λογιστική αξία 7,5 δισ. Ευρώ, με ασφάλεια 10 δισ. Ευρώ σε τρέχουσες τιμές αγοράς.
Η κυβέρνηση, σύμφωνα με την DBRS, εκτιμά ότι εάν εφαρμοστεί πλήρως η στρατηγική πολιτικής των τριών πυλώνων, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσε να μειωθεί έως και κατά 40%. Η κυβέρνηση αναμένει ότι η μεγαλύτερη μείωση θα προέλθει από την πώληση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας. Η διαδικασία έχει ξεκινήσει και έχουν ληφθεί δύο επίσημες προσφορές. Αναμένεται ότι η κυβέρνηση θα υποβάλει στο Κοινοβούλιο, μέχρι τα τέλη Ιουνίου, τις προτάσεις τροποποίησης της νομοθεσίας που περιέχεται στο σχέδιο Πυλώνας Ι και το πρόγραμμα «ESTIA» (Πυλώνας ΙΙ).
Σύμφωνα με την άποψη του DBRS, αυτές οι πρόσθετες πρωτοβουλίες πολιτικής είναι πιθανό να συμβάλουν στην επιτάχυνση της επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Συνολικά, οι προσπάθειες των τραπεζών και της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την οικονομική ανάκαμψη, τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των τιμών των κατοικιών, υπονοούν καλά την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ενισχυμένη στρατηγική NPL θα έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ο κύριος αντίκτυπος θα είναι στο δημόσιο χρέος. Η έκδοση ομολόγων ύψους €2,35 δισ. (12% του ΑΕΠ), η οποία σχετίζεται με την πώληση της ΣΚΤ, αναμένεται να ανέλθει στο 2018 το ποσοστό του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ σε 105,6%, από 97,5% το 2017 , Ο λόγος του δημόσιου χρέους προβλέπεται να μειωθεί στο 100% το 2019 και στο 94,6% το 2020, λόγω της αναμενόμενης σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Άλλες πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις θα προέλθουν από τον δεύτερο πυλώνα, ο οποίος σκοπεύει να αντιμετωπίσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που σχετίζονται με τις υποθήκες λιανικής και τις δανειοδοτήσεις των ΜμΕ με εξασφαλίσεις ακίνητα. Η πρόταση αυτή περιλαμβάνει ένα κοινωνικό πρόγραμμα για επιδοτήσεις σε νοικοκυριά και ΜΜΕ για αποπληρωμές χρεών. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι η πρωτοβουλία αυτή, μαζί με το κόστος εξυπηρέτησης του νέου κρατικού ομολόγου, θα έχει ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 0,3-0,4% του ΑΕΠ.
Συνεπώς, παρά την αύξηση του δημόσιου χρέους φέτος, ο συνολικός δημοσιονομικός αντίκτυπος της στρατηγικής αναμένεται να είναι διαχειρίσιμος.