Αλλαγές στο νόμο για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος
08:17 - 30 Μαρτίου 2018
Ειδικότερα, με το νομοσχέδιο προβλέπονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Τροποποιείται ο ορισμός του όρου “πραγματικός δικαιούχος”, έτσι ώστε να εμπίπτει στον όρο αυτό φυσικό πρόσωπο το οποίο κατέχει ποσοστό συμμετοχής σε εταιρεία ύψους 25%.
Εισάγεται απαγόρευση της πώλησης αγαθών σε μετρητά για ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των €10.000 και θεσπίζεται το ποινικό αδίκημα της παράβασης της απαγόρευσης αυτής.
Διευρύνεται η ερμηνεία των γενεσιουργών αδικημάτων, ώστε ο όρος αυτός να περιλαμβάνει όλα τα ποινικά αδικήματα που προβλέπονται σε νόμο της Δημοκρατίας.
Εισάγεται διάταξη με βάση την οποία χρηματικά ποσά που προκύπτουν από την εκτέλεση διατάγματος δήμευσης προς όφελος της Δημοκρατίας κατατίθενται στον προϋπολογισμό της διοίκησης του Υπουργείου Οικονομικών κάτω από το άρθρο “Έσοδα δήμευσης από παράνομες δραστηριότητες” και χρησιμοποιούνται για κοινωνικούς σκοπούς και για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την επιβολή του νόμου, την πρόληψη της εγκληματικότητας και την καταπολέμηση των ναρκωτικών.
Προστίθενται ο Έφορος Φορολογίας, η Εθνική Αρχή Στοιχημάτων και η Εθνική Αρχή Παιγνίων και Εποπτείας Καζίνο ως μέλη της Συμβουλευτικής Αρχής Καταπολέμησης Αδικημάτων Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας.
Ενισχύονται οι αρμοδιότητες της συμβουλευτικής αρχής, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ.
Διευρύνονται και διευκρινίζονται οι αρμοδιότητες των εποπτικών αρχών.
Επιβάλλεται υποχρέωση σε εταιρείες και άλλες νομικές οντότητες που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία να αποκτούν και να φυλάσσουν επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους τους, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών σχετικά με τα δικαιώματα που κατέχουν οι πραγματικοί δικαιούχοι.
Σημειώνεται ότι κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου ενώπιον της κοινοβουλευτικής επιτροπής Νομικών, η επικεφαλής της ΜΟΚΑΣ ενημέρωσε την επιτροπή ότι κατά τη διεξαγωγή του δημόσιου διάλογου διαφάνηκε ότι η κύρια ένσταση στο νομοσχέδιο ως είχε διαμορφωθεί αφορούσε την πλήρη απαγόρευση χρήσης μετρητών για την καταβολή ποσού μεγαλύτερου των €10.000 για την αγορά ή πώληση αγαθών. Συναφώς, η ίδια εκπρόσωπος ενημέρωσε την επιτροπή ότι, μετά την έναρξη της συζήτησης επί των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου ενώπιον της επιτροπής, διεξήχθη επιπρόσθετος διάλογος με τα ενδιαφερόμενα μέρη και κατέθεσε σχετική γραπτή εισήγηση που διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα του διάλογου αυτού.
Στην προαναφερόμενη γραπτή εισήγηση αναφέρεται ενημερωτικά ότι δεκαέξι από τα είκοσι οκτώ κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν υιοθετήσει πλήρη απαγόρευση της εμπορίας αγαθών με είσπραξη μετρητών, σε ορισμένες περιπτώσεις με χαμηλότερο όριο από αυτό των €10.000, και επισημαίνεται ότι επιτρέπεται η υιοθέτηση διαφορετικής προσέγγισης, περιλαμβανομένης της υιοθέτησης πιο περιορισμένων ελέγχων, δεδομένου ότι στην Οδηγία 2015/849/ΕΕ δεν καθορίζονται συγκεκριμένα αγαθά τα οποία πρέπει να αφορά ο σχετικός έλεγχος, αλλά αφήνεται στα κράτη μέλη να ρυθμίσουν την εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας. Ως εκ τούτου, συμφωνήθηκε όπως η πιο πάνω απαγόρευση περιοριστεί, ώστε να αφορά μόνο πολύτιμα μέταλλα και/ή λίθους, μηχανοκίνητα οχήματα, έργα τέχνης και αντίκες.
Στο πλαίσιο της κατ’ άρθρον μελέτης του νομοσχεδίου, την επιτροπή απασχόλησαν κυρίως τα ακόλουθα:
1. Η εισήγηση της ΜΟΚΑΣ όπως η απαγόρευση είσπραξης μετρητών για ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των €10.000 περιοριστεί στην περίπτωση εμπορίας μόνο των ακόλουθων τριών ειδών αγαθών, τα οποία θεωρούνται πιο ευάλωτα προϊόντα για πιθανή νομιμοποίηση παράνομων εσόδων:
α. Πολύτιμων λίθων και πολύτιμων μέταλλων.
β. Μηχανοκίνητων οχημάτων.
γ. Έργων τέχνης και αντικών.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία που κατατέθηκαν στην επιτροπή από την εκπρόσωπο της ΜΟΚΑΣ, ορισμένοι επαγγελματικοί φορείς εξέφρασαν την αντίδρασή τους στην προτεινόμενη με το νομοσχέδιο γενική απαγόρευση είσπραξης μετρητών από την πώληση οποιωνδήποτε αγαθών. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι τουλάχιστον δεκαέξι από τα είκοσι οκτώ κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη υιοθετήσει πλήρη απαγόρευση της εμπορίας αγαθών με είσπραξη μετρητών για ποσό όχι μόνο ίσο ή μεγαλύτερο των €10.000, αλλά και μικρότερο και δεδομένου ότι με βάση τη σχετική Οδηγία επαφίεται στο κράτος μέλος να καθορίσει τα αγαθά που θα αφορά η εν λόγω απαγόρευση, κατατέθηκε η εισήγηση για περιορισμό της απαγόρευσης στα πιο πάνω είδη αγαθών. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η υποβολή της εισήγησης αυτής συμφωνήθηκε στο πλαίσιο διαβούλευσης που προηγήθηκε μεταξύ των μελών της Συμβουλευτικής Αρχής Καταπολέμησης Αδικημάτων Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, στην οποία, με βάση το βασικό νόμο, μετέχουν όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες, οι εποπτικές αρχές, οι ελεγκτές, οι δικηγόροι, καθώς και άλλοι επαγγελματικοί σύνδεσμοι.
Η επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν της, αποφάσισε να μην υιοθετήσει την πιο πάνω εισήγηση της επικεφαλής της ΜΟΚΑΣ.
2. Οι σκοποί για τους οποίους προτείνεται να χρησιμοποιούνται τα χρηματικά ποσά που δημεύονται ή που εισπράττονται από την πώληση περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο εκτέλεσης διατάγματος δήμευσης προς όφελος της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, την επιτροπή απασχόλησε η διάταξη του νομοσχεδίου σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω χρηματικά ποσά θα χρησιμοποιούνται για κοινωνικούς σκοπούς και για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την επιβολή του νόμου, την πρόληψη της εγκληματικότητας και την καταπολέμηση των ναρκωτικών.
Η επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο εφαρμογής παρόμοιων διατάξεων που περιλαμβάνονται σε άλλους νόμους της Δημοκρατίας, αποφάσισε όπως διαγράψει από τη σχετική διάταξη την αναφορά σε σκοπούς δημόσιου συμφέροντος που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την επιβολή του νόμου, την πρόληψη της εγκληματικότητας και την καταπολέμηση των ναρκωτικών, έτσι ώστε να αναφέρεται μόνο ότι τα εν λόγω χρηματικά ποσά θα χρησιμοποιούνται για κοινωνικούς σκοπούς.
3. Η έννοια του όρου “πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο”, όπως αυτή καθορίζεται για τους σκοπούς της υπό συζήτηση νομοθεσίας, και η ανάγκη διεύρυνσής της, ώστε να αφορά και άλλα πρόσωπα ή θεσμούς, προκειμένου να συνάδει με τη νομοθεσία για το πόθεν έσχες.