Standard & Poor’s: Στάσιμη η αξιολόγηση της Κύπρου στο BB +
08:35 - 17 Μαρτίου 2018
Θεσμικό και οικονομικό προφίλ
Η κυπριακή οικονομία αυξήθηκε κατά 3,9% σε πραγματικούς όρους το 2017 έναντι 3,3% που ανέμενε ο οίκος ενώ αναμένεται το πραγματικό ΑΕΠ να αυξηθεί κατά μέσο όρο 2,8% τα έτη 2018-2021 υποστηριζόμενη από τις επενδυτικές δραστηριότητες και τις εξαγωγές υπηρεσιών ενώ η ιδιωτική κατανάλωση θα επιβραδυνθεί καθώς τα νοικοκυριά αυξάνουν την εξυπηρέτηση του χρέους τους.
Τα ευάλωτα σημεία εξακολουθούν να υφίστανται από τα ψηλά επίπεδα του χρέους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, το απομειωμένο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, που είναι επιβαρυμένο με το μεγαλύτερο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη σε σχέση με το ΑΕΠ.
«Πιστεύουμε ότι αυτοί οι παράγοντες περιορίζουν την ικανότητα της οικονομίας να απορροφά μακροοικονομικές διαταραχές χωρίς οδυνηρές προσαρμογές», τονίζεται.
Ο ισολογισμός του κυπριακού ιδιωτικού τομέα είναι από τους πλέον χρεωμένους στην Ευρώπη σε περίπου 250% του ΑΕΠ.
Παρά τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη, το χρέος του ιδιωτικού τομέα είναι πιθανό να παραμείνει ψηλό μεσοπρόθεσμα, αν και μειώνεται βραδέως λόγω αποπληρωμών που χρηματοδοτούνται επί του παρόντος από αποταμιεύσεις, αναδιάρθρωση, συνεχιζόμενες διαγραφές και συμβάσεις ανταλλαγής χρέους / περιουσιακών στοιχείων με τράπεζες.
«Προβλέπουμε ότι μετά τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 2018, η ώθηση της μακροοικονομικής πολιτικής των αρχών κατά τον χρονικό ορίζοντα πρόβλεψης θα παραμένει αμετάβλητη και θα επικεντρωθεί στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας εκμεταλλευόμενοι την κυκλική άνοδο, ενώ οι εξωτερικοί παράγοντες παραμένουν ευνοϊκοί».
Οι πολιτικές θα στοχεύουν στη διατήρηση πλεονασματικών δημόσιων οικονομικών, τη μείωση του χρέους και την ανάκαμψη του τραπεζικού τομέα.
Πιστωτική αδυναμία οι τράπεζες
Ο οίκος σημειώνει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας παραμένει μία σημαντική πιστωτική αδυναμία και το μέγεθός του είναι τρεις φορές το ΑΕΠ.
Αναμένεται ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί λόγω των δημοσιονομικών πλεονασμάτων ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα αυξηθεί οριακά μέχρι το 2021 αντανακλώντας τη μεγαλύτερη ζήτηση για εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αναμένεται να μειωθούν σταδιακά υποστηριζόμενα από τις προσπάθειες των τραπεζών να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.
Το δημοσιονομικό πλεόνασμα της ώρας ανήλθε στο 1,9% του ΑΕΠ το 2017 έναντι 0,5% που ανέμεναν οι S&P ενώ για τα επόμενα έτη αναμένεται να διατηρηθούν μέτρια τα πλεονάσματα.
Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί με ταχύτερο ρυθμό από ότι αναμενόταν τον Σεπτέμβριο. Μέχρι το τέλος του 2019, το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί σε κάτω από το 80% του ΑΕΠ από 89% το 2017 ενώ η μείωση θα είναι μεγαλύτερη εάν προκύψουν έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις.
Το μεγάλο μέγεθος του συστήματος και το ακόμα ψηλό επίπεδο των ΜΕΔ οδηγούν τον οίκο να θεωρήσει το σύστημα ως μια μέτρια ενδεχόμενη υποχρέωση της κυβέρνησης.
«Παρόλο που δεν προβλέπουμε άλλο γύρο ανακεφαλαιοποίησης, οι αρχές είναι πιθανό να στηρίξουν τις προσπάθειες του συνολικού τραπεζικού τομέα για τη μείωση των ΜΕΔ των νοικοκυριών», σημειώνεται.
Οι δημοσιονομικές προβλέψεις ανέρχονται σε €30 εκ. (0,2% του ΑΕΠ) ετησίως στον προβλεπόμενο ορίζοντα προς αυτή την υποστήριξη.
Ο οίκος δεν ενσωματώνει εισπράξεις από την προγραμματισμένη εκποίηση της συμμετοχής 25% του κράτους στη ΣΚΤ στις προβλέψεις. Ωστόσο, αναφέρει, οι προσπάθειες να προετοιμαστεί η τράπεζα προς πώληση μέσω αναδιάρθρωσης θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει ένα φορολογικό κόστος για την κυβέρνηση.
Σημειώνεται ότι τα προηγούμενα σχέδια για δώρο μετοχές στους πελάτες της τράπεζας φαίνεται να έχει αποσυρθεί ενώ παρουσιάστηκαν πιέσεις στις καταθέσεις της πριν τις εκλογές.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν στο 51% των συνολικών δανείων του εθνικού συστήματος τον Νοέμβριο του 2017από 55% τον Νοέμβριο του 2014.
«Δεδομένου ότι ο παρονομαστής, δηλαδή, τα δάνεια των τραπεζών μειώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η μείωση είναι πιο έντονη σε ονομαστικούς όρους φθάνοντας τα €7,2 δισ. ή περισσότερο από το ένα τρίτο του εκτιμώμενου ΑΕΠ του 2018», αναφέρεται.
Οι τράπεζες καταβάλλουν περαιτέρω προσπάθειες για να μειώσουν τα επίπεδα ΜΕΔ μέσω διαγραφών και αναδιαρθρώσεων χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ορισμένες τράπεζες έχουν προσλάβει εταιρείες εξυπηρέτησης χρέους για την ταχύτερη μείωσή τους.
Αναφέρεται ότι ενώ οι συναλλαγές που αφορούν ανταλλαγή χρεών με περιουσιακά στοιχεία, θα οδηγήσουν σε μείωση των ΜΕΔ, δεν θα οδηγήσουν σε εισροές μετρητών μέχρι ο τράπεζες να πωλήσουν τα ακίνητα.
Επίσης, ο κίνδυνος οι τράπεζες να μην αναγνωρίζουν επιπλέον ζημιές από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία δεν εξαφανίζονται μέχρι να πωληθούν πραγματικά τα περιουσιακά στοιχεία.
Με την αυξανόμενη χρήση αυτής της μεθόδου, οι τράπεζες έχουν τώρα περίπου το 4,5% των μεικτών δάνεια σε ακίνητα. Αν συμπεριληφθούν τα δάνεια στον τομέα των ακινήτων, η έκθεση στον τομέα ανέρχεται σε σχεδόν 25% των ακαθάριστων δανείων.