Πώς προέκυψε η αυξημένη κερδοφορία της Ελληνικής
12:59 - 19 Δεκεμβρίου 2018
Κέρδη €295,9 εκατ. ανακοίνωσε η Ελληνική Τράπεζα για το ενιάμηνο του 2018, στα οποία περιλαμβάνεται και η αρνητική υπεραξία που προκύπτει από την συναλλαγή για την απόκτηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας. Αξίζει να σημειωθεί πως εξαιρουμένης της αρνητικής υπεραξίας και των μη επαναλαμβανόμενων στοιχείων που σχετίζονται με την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων του Συνεργατισμού, το κέρδος πριν από τις προβλέψεις ανήλθε στα €23 εκατ. για το τρίτο τρίμηνο του 2018 σε σύγκριση με €9,2 εκατ. το δεύτερο τρίμηνο του 2018. Αναλύοντας τα δεδομένα και τους αριθμούς, τα αυξημένα κέρδη της Ελληνικής Τράπεζας προκύπτουν τόσο από την εφαρμογή των λογιστικών προτύπων στην ετοιμασία των ισολογισμών όσο και από την βελτίωση της κατάστασης της κυπριακής Οικονομίας.
Συγκεκριμένα, από τον περασμένο Δεκέμβριο μέχρι και τον Σεπτέμβρη που κλείδωσαν οι τιμές για την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων της ΣΚΤ, η Κυπριακή Δημοκρατία αναβαθμίστηκε, το τραπεζικό σύστημα σταθεροποιήθηκε περαιτέρω με το deal Ελληνικής – ΣΚΤ, ψηφίστηκε το πακέτο νόμων για εκποιήσεις και για ταχύτερη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων, ανακοινώθηκε από την Τράπεζα Κύπρου η πώληση πακέτου κόκκινων δανείων ύψους €2,7 δις στο επενδυτικό ταμείο Apollo. Παράλληλα, βελτιώθηκε το δανειακό χαρτοφυλάκιο που πέρασε στα χέρια της Ελληνικής με την αύξηση της αξίας των ακινήτων που δόθηκαν ως εξασφαλίσεις και γενικότερα τόσο η βελτίωση της οικονομίας όσο και η σταθερότητα του οργανισμού αύξησε της αξία των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από τον Συνεργατισμό.
Υπεραξία από το deal με Συνεργατισμό
Στις 25 Ιουνίου η Ελληνική Τράπεζα με ανακοίνωση της ενημέρωνε τους επενδυτές –μετόχους και παράλληλα το κοινό ότι για την απόκτηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζα των οποίων η καθαρή αξία ανερχόταν στα €247 εκατ. (με βάση την αξιολόγηση Δεκεμβρίου 2017) θα κατέβαλλε το αντίτιμο των €74 εκατ. σε μετρητά.
Συγκεκριμένα, η Ελληνική Τράπεζα κατέβαλε €74 εκατ. για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων της ΣΚΤ αξίας €247 εκατ. Η καταβολή χαμηλότερου ποσού οφείλεται στο γεγονός ότι η ΣΚΤ την συγκεκριμένη περίοδο ήταν ένα πιστωτικό ίδρυμα που τελούσε υπό κατάρρευση καθώς το διάστημα που προηγήθηκε υπήρχε το λεγόμενο bank-run, μαζική φυγή καταθέσεων από τον Συνεργατισμό, η ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια λόγω των υψηλών προβλέψεων και γενικότερα το κλίμα ανασφάλειας που επικράτησε για την σωστή λειτουργία της ΣΚΤ. Έτσι η Ελληνική κατέβαλε χαμηλότερο αντίτιμο από την πραγματική αξία που θεωρητικά είχε.
Αξίζει να σημειωθεί πως το αντίτιμο που κατέβαλε η Ελληνική και το οποίο αποτελεί περίπου το ένα τρίτο της πραγματικής αξίας, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη καθώς αποτελεί συνήθη πρακτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τέτοιου είδους πράξεις και συναλλαγές. Δηλαδή, το ποσό που καταβάλλεται για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων τραπεζικών ιδρυμάτων που βρίσκονται στην κατάσταση που ήταν η ΣΚΤ, να ανέρχεται στο ένα τρίτο της πραγματικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων που αποκτώνται.
Συνεπώς με την καταβολή του ενός τρίτου δημιουργήθηκε αυτόματα στους ισολογισμούς της Ελληνικής Τράπεζας μια υπεραξία €173 εκατ. Αξίζει να σημειωθεί πως σε αντίθετη περίπτωση που η Ελληνική προέβαινε στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος που ήταν υγιής και κατέγραψε κερδοφορία, τότε θα έπρεπε να καταβάλει περισσότερα χρήματα για την απόκτηση του, με την διαφορά να αποτελεί υπεραξία για τον πωλητή. Στην συγκεκριμένη περίπτωση για τον πωλητή δημιουργήθηκε αρνητική υπεραξία και θετική υπεραξία για τον αγοραστή που είναι η Ελληνική Τράπεζα.
Άρα σε ό,τι αφορά την υπεραξία των €173 εκατ. – κέρδη για την Ελληνική Τράπεζα ήταν γνωστά από την ημέρα που γνωστοποιήθηκαν τα στοιχεία της συναλλαγής της Ελληνικής για απόκτηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της Συνεργατική Κυπριακής Τράπεζας.
Γιατί περισσότερα κέρδη από €173 εκατ.
Η κερδοφορία της Ελληνική Τράπεζας από την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων της ΣΚΤ είναι μεγαλύτερη από την υπεραξία της συναλλαγής και οφείλεται στους πιο κάτω παράγοντες:
Πρώτον, η κερδοφορία είναι περισσότερη κυρίως λόγω της αύξησης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που η Ελληνική απέκτησε. Συγκεκριμένα, μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνονται και κρατικά ομόλογα αξίας €4,1 δις. Από την ημερομηνία που άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την πραγματοποίηση της συναλλαγής μέχρι και τον Σεπτέμβριο, υπήρξε αναβάθμιση της κυπριακής οικονομίας από 3 οίκους, ενώ υπήρξε και αναβάθμιση του αξιόχρεου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε επενδυτική βαθμίδα και αυτόματα αυξήθηκε η τιμή των κρατικών ομολόγων που πέρασαν στα χέρια της Ελληνικής. Σημειώνεται πως η Ελληνική Τράπεζα είναι κάτοχος κυπριακών ομολόγων περίπου €4,6 δις που αποτελούν περίπου το 20% των συνολικών εκδόσεων των κρατικών ομολόγων. Πρόσφατα μάλιστα η αξία των επταετών ομολόγων αυξήθηκε κατά 6%, ενώ για κάθε 1% αύξηση στην αξία των ομολόγων συνεπάγεται και αύξηση εσόδων για την Ελληνική περίπου €45 εκατ.
Δεύτερον, η κερδοφορία παρουσιάζεται αυξημένη για καθαρά λογιστικούς λόγους καθώς με βάση των λογιστικών προτύπων υποχρέωσαν την Ελληνική Τράπεζα όπως και κάθε άλλο τραπεζικό οργανισμό, να παρουσιάσει στους ισολογισμούς της, από τώρα, τα μελλοντικά κέρδη που θα προκύψουν από την απόκτηση των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων. Τα εν λόγω μελλοντικά κέρδη παρουσιάζονται μόνο μία φορά στους ισολογισμούς της Τράπεζας και δεν θεωρούνται επαναλαμβανόμενα κέρδη.
Επίσης, τα λογιστικά πρότυπα βάσει των οποίων αναγνωρίζεται καθορίζεται η αξία των μελλοντικών εσόδων που προκύπτουν από το Πρόγραμμα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων που έχει η Ελληνική Τράπεζα με την κυβέρνηση (η Ελληνική προέβη στην αγορά χορηγήσεων οι οποίες είναι εγγυημένες από την ΚΕΔΙΠΕΣ). Έτσι τα εν λόγω λογιστικά πρότυπα υποχρεώνουν την Ελληνική να αναγνωρίσει όλα τα μελλοντικά έσοδα που θα έχει από το εν λόγω Σχέδιο. Δηλαδή, συμπεριλαμβάνονται στους λογαριασμούς τα υπολογίσιμα κέρδη που θα προκύψουν στο μέλλον, ενώ δεν θα παρουσιάζονται όταν θα προκύψουν, ενώ εάν προκύψουν λιγότερα κέρδη από τα προβλεπόμενα θα πρέπει να παρουσιαστεί στους ισολογισμούς της τράπεζας ως λογιστική ζημιά.
Συγκεκριμένα, από τον περασμένο Δεκέμβριο μέχρι και τον Σεπτέμβρη που κλείδωσαν οι τιμές για την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων της ΣΚΤ, η Κυπριακή Δημοκρατία αναβαθμίστηκε, το τραπεζικό σύστημα σταθεροποιήθηκε περαιτέρω με το deal Ελληνικής – ΣΚΤ, ψηφίστηκε το πακέτο νόμων για εκποιήσεις και για ταχύτερη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων, ανακοινώθηκε από την Τράπεζα Κύπρου η πώληση πακέτου κόκκινων δανείων ύψους €2,7 δις στο επενδυτικό ταμείο Apollo. Παράλληλα, βελτιώθηκε το δανειακό χαρτοφυλάκιο που πέρασε στα χέρια της Ελληνικής με την αύξηση της αξίας των ακινήτων που δόθηκαν ως εξασφαλίσεις και γενικότερα τόσο η βελτίωση της οικονομίας όσο και η σταθερότητα του οργανισμού αύξησε της αξία των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από τον Συνεργατισμό.
Υπεραξία από το deal με Συνεργατισμό
Στις 25 Ιουνίου η Ελληνική Τράπεζα με ανακοίνωση της ενημέρωνε τους επενδυτές –μετόχους και παράλληλα το κοινό ότι για την απόκτηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζα των οποίων η καθαρή αξία ανερχόταν στα €247 εκατ. (με βάση την αξιολόγηση Δεκεμβρίου 2017) θα κατέβαλλε το αντίτιμο των €74 εκατ. σε μετρητά.
Συγκεκριμένα, η Ελληνική Τράπεζα κατέβαλε €74 εκατ. για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων της ΣΚΤ αξίας €247 εκατ. Η καταβολή χαμηλότερου ποσού οφείλεται στο γεγονός ότι η ΣΚΤ την συγκεκριμένη περίοδο ήταν ένα πιστωτικό ίδρυμα που τελούσε υπό κατάρρευση καθώς το διάστημα που προηγήθηκε υπήρχε το λεγόμενο bank-run, μαζική φυγή καταθέσεων από τον Συνεργατισμό, η ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια λόγω των υψηλών προβλέψεων και γενικότερα το κλίμα ανασφάλειας που επικράτησε για την σωστή λειτουργία της ΣΚΤ. Έτσι η Ελληνική κατέβαλε χαμηλότερο αντίτιμο από την πραγματική αξία που θεωρητικά είχε.
Αξίζει να σημειωθεί πως το αντίτιμο που κατέβαλε η Ελληνική και το οποίο αποτελεί περίπου το ένα τρίτο της πραγματικής αξίας, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη καθώς αποτελεί συνήθη πρακτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τέτοιου είδους πράξεις και συναλλαγές. Δηλαδή, το ποσό που καταβάλλεται για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων τραπεζικών ιδρυμάτων που βρίσκονται στην κατάσταση που ήταν η ΣΚΤ, να ανέρχεται στο ένα τρίτο της πραγματικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων που αποκτώνται.
Συνεπώς με την καταβολή του ενός τρίτου δημιουργήθηκε αυτόματα στους ισολογισμούς της Ελληνικής Τράπεζας μια υπεραξία €173 εκατ. Αξίζει να σημειωθεί πως σε αντίθετη περίπτωση που η Ελληνική προέβαινε στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος που ήταν υγιής και κατέγραψε κερδοφορία, τότε θα έπρεπε να καταβάλει περισσότερα χρήματα για την απόκτηση του, με την διαφορά να αποτελεί υπεραξία για τον πωλητή. Στην συγκεκριμένη περίπτωση για τον πωλητή δημιουργήθηκε αρνητική υπεραξία και θετική υπεραξία για τον αγοραστή που είναι η Ελληνική Τράπεζα.
Άρα σε ό,τι αφορά την υπεραξία των €173 εκατ. – κέρδη για την Ελληνική Τράπεζα ήταν γνωστά από την ημέρα που γνωστοποιήθηκαν τα στοιχεία της συναλλαγής της Ελληνικής για απόκτηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της Συνεργατική Κυπριακής Τράπεζας.
Γιατί περισσότερα κέρδη από €173 εκατ.
Η κερδοφορία της Ελληνική Τράπεζας από την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων της ΣΚΤ είναι μεγαλύτερη από την υπεραξία της συναλλαγής και οφείλεται στους πιο κάτω παράγοντες:
Πρώτον, η κερδοφορία είναι περισσότερη κυρίως λόγω της αύξησης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που η Ελληνική απέκτησε. Συγκεκριμένα, μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνονται και κρατικά ομόλογα αξίας €4,1 δις. Από την ημερομηνία που άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την πραγματοποίηση της συναλλαγής μέχρι και τον Σεπτέμβριο, υπήρξε αναβάθμιση της κυπριακής οικονομίας από 3 οίκους, ενώ υπήρξε και αναβάθμιση του αξιόχρεου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε επενδυτική βαθμίδα και αυτόματα αυξήθηκε η τιμή των κρατικών ομολόγων που πέρασαν στα χέρια της Ελληνικής. Σημειώνεται πως η Ελληνική Τράπεζα είναι κάτοχος κυπριακών ομολόγων περίπου €4,6 δις που αποτελούν περίπου το 20% των συνολικών εκδόσεων των κρατικών ομολόγων. Πρόσφατα μάλιστα η αξία των επταετών ομολόγων αυξήθηκε κατά 6%, ενώ για κάθε 1% αύξηση στην αξία των ομολόγων συνεπάγεται και αύξηση εσόδων για την Ελληνική περίπου €45 εκατ.
Δεύτερον, η κερδοφορία παρουσιάζεται αυξημένη για καθαρά λογιστικούς λόγους καθώς με βάση των λογιστικών προτύπων υποχρέωσαν την Ελληνική Τράπεζα όπως και κάθε άλλο τραπεζικό οργανισμό, να παρουσιάσει στους ισολογισμούς της, από τώρα, τα μελλοντικά κέρδη που θα προκύψουν από την απόκτηση των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων. Τα εν λόγω μελλοντικά κέρδη παρουσιάζονται μόνο μία φορά στους ισολογισμούς της Τράπεζας και δεν θεωρούνται επαναλαμβανόμενα κέρδη.
Επίσης, τα λογιστικά πρότυπα βάσει των οποίων αναγνωρίζεται καθορίζεται η αξία των μελλοντικών εσόδων που προκύπτουν από το Πρόγραμμα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων που έχει η Ελληνική Τράπεζα με την κυβέρνηση (η Ελληνική προέβη στην αγορά χορηγήσεων οι οποίες είναι εγγυημένες από την ΚΕΔΙΠΕΣ). Έτσι τα εν λόγω λογιστικά πρότυπα υποχρεώνουν την Ελληνική να αναγνωρίσει όλα τα μελλοντικά έσοδα που θα έχει από το εν λόγω Σχέδιο. Δηλαδή, συμπεριλαμβάνονται στους λογαριασμούς τα υπολογίσιμα κέρδη που θα προκύψουν στο μέλλον, ενώ δεν θα παρουσιάζονται όταν θα προκύψουν, ενώ εάν προκύψουν λιγότερα κέρδη από τα προβλεπόμενα θα πρέπει να παρουσιαστεί στους ισολογισμούς της τράπεζας ως λογιστική ζημιά.