Στέκια που δημιούργησαν εποχή
08:46 - 24 Νοεμβρίου 2018
Δεν άφησαν απλώς εποχή, αλλά τη δημιούργησαν κιόλας, βρίσκοντας τρόπους να δώσουν το «κάτι άλλο» στον καταναλωτή, που προφανώς το ζητούσε. Κοινό τους χαρακτηριστικό αποτελεί η προσήλωση στις παραδοσιακές γεύσεις, που με την πάροδο των ετών εμπλουτίστηκαν, σε αρκετές περιπτώσεις, προσαρμοζόμενες στη σύγχρονη αγορά. Κάποια από τα στέκια αυτά πέρασαν από παππούδες σε εγγόνια, άλλα είναι νεότερα, όλα όμως υπογράφουν τη γαστριμαργική ιστορία του τόπου με συνταγές που μεγάλωσαν γενεές γενεών.
AVO ARMENIAN FOOD
Πέτυχε η αρμένικη συνταγή
H βόλτα στην Ονασαγόρου σε οδηγεί στις αρμένικες γαστριμαργικές προτάσεις του Avo, που είναι γνωστές σε όλη τη Λευκωσία και τα περίχωρα, ζητιούνται ολοένα και περισσότερο από εκτός πρωτεύουσας καταναλωτές, μη εξαιρουμένων και ξένων περιηγητών, που ακούνε και θέλουν να δοκιμάσουν. Είναι προϊόντα παρασκευασμένα με τις συνταγές της γιαγιάς, ζυμωτά και ψημένα στον ξυλόφουρνο. Ο Avetis Bahjejian, γνωστός ως Avo - Φώτος στα Ελληνικά -, γεννήθηκε στην Αρμενία το 1971. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί και ζούσε με την οικογένειά του στη Λευκωσία, όμως αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και να φύγουν για την Αρμενία, διωκόμενοι από τους Τούρκους το 1963.
Η υπόσχεση
Στα 20 του χρόνια ο Avo ήλθε στην Κύπρο, κρατώντας μια υπόσχεση που είχε δώσει στον παππού του. Να έλθει εδώ και να τα κτίσει όλα από την αρχή. «Ο παππούς μου πέθανε από το μαράζι του στην Αρμενία με τον καημό αυτό», αναφέρει, προσθέτοντας πως όλα τα μέλη της οικογένειας, που ζουν και εργάζονται στην Κύπρο, νιώθουν πως βρίσκονται στον τόπο και στο σπίτι τους. Πριν από οκτώμισι χρόνια, το Avo Armenian Food απετέλεσε, λέει, το πρώτο μαγαζί με φαγητό που άνοιξε στην οδό Ονασαγόρου, δίνοντας νέα πνοή στην περιοχή σ’ ό,τι αφορά την εστίαση: «Τότε δεν είχε κάτι ανάλογο εδώ, γενικά ο δρόμος είχε ανάγκη από ζωντάνια, αφού ο κόσμος έκανε απλώς τις βόλτες του και έφευγε, ενώ συχνά συναντούσες τα παιδιά της περιοχές να παίζουν ποδόσφαιρο».
Η αρχή
Ο Avo είχε την ιδέα για κάτι φθηνό, για καλές επιλογές που ακόμα και τα παιδιά θα μπορούσαν να αγοράσουν από το χαρτζιλίκι τους με ένα ευρώ. Έτσι, αποφάσισε να ασχοληθεί με αγαπημένες συνταγές, που έφτιαχναν η γιαγιά και η μητέρα του, το λαχματζούν και τη χαλουμωτή. «Σπούδασα και εργάστηκα στον τομέα της κοσμηματοποιίας, αλλά όταν είδα ότι δεν έχει μέλλον, αποφάσισα να ανοίξω το μαγαζί αυτό, χρησιμοποιώντας συνταγές ίδιες με εκείνες που φτιάχναμε στο σπίτι μας», σημειώνει και συνεχίζει: «Αγόρασα ένα μικρό φούρνο και έφτιαξα μόνος μου έναν stainless steel πάγκο για να δουλεύω. Έδωσα €1000 για αρχή, εξ αυτών τα €250 για τον φούρνο και τα €200 για τα υλικά του πάγκου. Ακολούθως, ό,τι έβγαινε από τη δουλειά έμπαινε πίσω ως επένδυση. Μου έφερε και η Coca Cola ένα ψυγείο με αναψυκτικά και ξεκινήσαμε το Avo Armenian Food με δύο υπαλλήλους. Σήμερα εργοδοτούμε 20 άτομα». Προχώρησε με μικρά ποσά επενδύσεων, που γίνονταν σταδιακά, κάτι που προτρέπει τους νέους να κάνουν, ώστε να μειώνουν τους κινδύνους που ενέχει κάθε νέα αρχή.
Η φιλοσοφία
Στο κατάστημα δουλεύει και ο ίδιος ο Avo και μάλιστα σε όλα τα πόστα - στο ταμείο, στον φούρνο, ακόμα και στην καθαριότητα του χώρου: «Αν αρρωστήσει κάποιος τον αναπληρώνω. Για να ανοίξεις ένα μαγαζί πρέπει να ξέρεις τη δουλειά σου 100%, διαφορετικά μην το κάνεις. Μην περιμένεις από τον υπάλληλό σου να ανταποκριθεί σωστά, αν δεν δουλέψεις κι εσύ. Όταν σε βλέπει να εργάζεσαι, θα προσπαθεί κι εκείνος περισσότερο». Στον φούρνο εργάζονται, επίσης, η σύζυγος και η μεγαλύτερη κόρη του Avo. Η μικρή δεν έχει ακόμα τελειώσει τις σπουδές της: «Θέλουμε να κρατήσουμε οικογενειακή την επιχείρηση κι αυτό μεταφέρουμε στους πελάτες μας, τους οποίους αντιμετωπίζουμε ως επισκέπτες στο σπίτι μας, βάσει της φιλοσοφίας που διέπει την καθημερινή μας πρακτική».
Το μενού
Στο Avo Armenian Food θα βρει κανείς λαχματζούν, χαλουμωτές, αρμένικη παστουρμόπιτα, χατσαπούρι με αυγό ή με χαλούμι και αναρή, φετόπιτα, σπανακόπιτα, κούπες, πατατόπιτα, κρεατόπιιτα, φαλάφελ, πίτσες με μοτσαρέλα και σπιτικές σάλτσες φτιαγμένες από τον Avo: «Κάποιος Ιταλός ,που ήρθε στο μαγαζί, δοκίμασε τη σάλτσα μου, την ήπιε σε ποτήρι και μου είπε ότι καλύτερη δεν έτυχε να δοκιμάσει προηγουμένως». Οι πίτες ψήνονται στον ξυλόφουρνο, κάτι που τους προσδίδει μια ιδιαίτερη γεύση. Το λαχματζούν θέλει μάξιμουμ τρία με τέσσερα λεπτά να ψηθεί σε θερμοκρασία 280 βαθμών, ενώ η χαλουμωτή ακόμα λιγότερα. Πέραν των πιο πάνω επιλογών το κατάστημα προσφέρει και φαγητό - σουβλάκια, μπέργκερ, μπριζόλες, κοτόπουλο σχάρας - τόσο για το μεσημέρι όσο και για το βράδυ. Το μαγαζί δουλεύει με take away και delivery, όμως μπορεί κανείς εάν θέλει να καθίσει στον εξωτερικό χώρο του, που μπορεί να φιλοξενήσει 40 άτομα: « Ο κόσμος εκτιμά το σπιτικό φαγητό, ειδικά όταν του προσφέρεται εύκολα και γρήγορα, κάτι στο οποίο επενδύουμε, εργοδοτώντας τον απαιτούμενο αριθμό προσωπικού. Για τον λόγο αυτό έχουμε πιστή πελατεία, άρα και σταθερό εισόδημα».
Η καθημερινότητα
Ο Αvo δηλώνει ευχαριστημένος από τον Δήμο Λευκωσίας και τους εκάστοτε δημάρχους, καθώς τυπικός όπως είναι ο ίδιος με τις υποχρεώσεις του, παίρνει τις απαιτούμενες άδειες σε λογικά χρονικά διαστήματα και βρίσκει ανταπόκριση σε σχετικά του αιτήματα. Δεν παραλείπει να τονίσει, όμως, ότι τα ενοίκια δεν είναι χαμηλά στην περιοχή, ενώ ο ίδιος πληρώνει επιπλέον €700 τον μήνα στο δημαρχείο για την παραχώρηση του δρόμου, όπου τοποθετούνται τα τραπεζάκια. Το κατάστημά του έκανε, λέει, την αρχή, για να ανοίξουν στην πορεία κι άλλα μαγαζιά με φαγητό στην Ονασαγόρου, προσφέροντας πολλές επιλογές και νέα πνοή στον δρόμο. Σημειώνει, όμως, ότι πρέπει να κρατούν τις τιμές σε λογικά επίπεδα, διαφορετικά θα οδηγηθούν στο κλείσιμο, όπως έγινε σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο κάνει ζημιά στην αγορά της περιοχής, καθώς ο κόσμος που επιλέγει την Ονασαγόρου για βόλτα, ψώνια και φαγητό, αναζητά ποικιλία λύσεων με γνώμονα την ποιότητα και την καλή τιμή. «Είμαστε μια καθαρά οικογενειακή επιχείρηση κι έτσι θα παραμείνουμε», δηλώνει ο Avo και καταλήγει: «Δεν θέλω ούτε να μεγαλώσω ούτε να ανοίξω άλλο κατάστημα. Αυτό που σκέφτομαι, όμως, είναι να προσθέσω σπιτικό ξυλόφουρνο σε βαρέλι, όπου θα ψήνουμε τα κρεατικά για ακόμα μεγαλύτερη νοστιμιά».
Facts & Figures
AVO ARMENIAN FOOD
Πέτυχε η αρμένικη συνταγή
H βόλτα στην Ονασαγόρου σε οδηγεί στις αρμένικες γαστριμαργικές προτάσεις του Avo, που είναι γνωστές σε όλη τη Λευκωσία και τα περίχωρα, ζητιούνται ολοένα και περισσότερο από εκτός πρωτεύουσας καταναλωτές, μη εξαιρουμένων και ξένων περιηγητών, που ακούνε και θέλουν να δοκιμάσουν. Είναι προϊόντα παρασκευασμένα με τις συνταγές της γιαγιάς, ζυμωτά και ψημένα στον ξυλόφουρνο. Ο Avetis Bahjejian, γνωστός ως Avo - Φώτος στα Ελληνικά -, γεννήθηκε στην Αρμενία το 1971. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί και ζούσε με την οικογένειά του στη Λευκωσία, όμως αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και να φύγουν για την Αρμενία, διωκόμενοι από τους Τούρκους το 1963.
Η υπόσχεση
Στα 20 του χρόνια ο Avo ήλθε στην Κύπρο, κρατώντας μια υπόσχεση που είχε δώσει στον παππού του. Να έλθει εδώ και να τα κτίσει όλα από την αρχή. «Ο παππούς μου πέθανε από το μαράζι του στην Αρμενία με τον καημό αυτό», αναφέρει, προσθέτοντας πως όλα τα μέλη της οικογένειας, που ζουν και εργάζονται στην Κύπρο, νιώθουν πως βρίσκονται στον τόπο και στο σπίτι τους. Πριν από οκτώμισι χρόνια, το Avo Armenian Food απετέλεσε, λέει, το πρώτο μαγαζί με φαγητό που άνοιξε στην οδό Ονασαγόρου, δίνοντας νέα πνοή στην περιοχή σ’ ό,τι αφορά την εστίαση: «Τότε δεν είχε κάτι ανάλογο εδώ, γενικά ο δρόμος είχε ανάγκη από ζωντάνια, αφού ο κόσμος έκανε απλώς τις βόλτες του και έφευγε, ενώ συχνά συναντούσες τα παιδιά της περιοχές να παίζουν ποδόσφαιρο».
Η αρχή
Ο Avo είχε την ιδέα για κάτι φθηνό, για καλές επιλογές που ακόμα και τα παιδιά θα μπορούσαν να αγοράσουν από το χαρτζιλίκι τους με ένα ευρώ. Έτσι, αποφάσισε να ασχοληθεί με αγαπημένες συνταγές, που έφτιαχναν η γιαγιά και η μητέρα του, το λαχματζούν και τη χαλουμωτή. «Σπούδασα και εργάστηκα στον τομέα της κοσμηματοποιίας, αλλά όταν είδα ότι δεν έχει μέλλον, αποφάσισα να ανοίξω το μαγαζί αυτό, χρησιμοποιώντας συνταγές ίδιες με εκείνες που φτιάχναμε στο σπίτι μας», σημειώνει και συνεχίζει: «Αγόρασα ένα μικρό φούρνο και έφτιαξα μόνος μου έναν stainless steel πάγκο για να δουλεύω. Έδωσα €1000 για αρχή, εξ αυτών τα €250 για τον φούρνο και τα €200 για τα υλικά του πάγκου. Ακολούθως, ό,τι έβγαινε από τη δουλειά έμπαινε πίσω ως επένδυση. Μου έφερε και η Coca Cola ένα ψυγείο με αναψυκτικά και ξεκινήσαμε το Avo Armenian Food με δύο υπαλλήλους. Σήμερα εργοδοτούμε 20 άτομα». Προχώρησε με μικρά ποσά επενδύσεων, που γίνονταν σταδιακά, κάτι που προτρέπει τους νέους να κάνουν, ώστε να μειώνουν τους κινδύνους που ενέχει κάθε νέα αρχή.
Η φιλοσοφία
Στο κατάστημα δουλεύει και ο ίδιος ο Avo και μάλιστα σε όλα τα πόστα - στο ταμείο, στον φούρνο, ακόμα και στην καθαριότητα του χώρου: «Αν αρρωστήσει κάποιος τον αναπληρώνω. Για να ανοίξεις ένα μαγαζί πρέπει να ξέρεις τη δουλειά σου 100%, διαφορετικά μην το κάνεις. Μην περιμένεις από τον υπάλληλό σου να ανταποκριθεί σωστά, αν δεν δουλέψεις κι εσύ. Όταν σε βλέπει να εργάζεσαι, θα προσπαθεί κι εκείνος περισσότερο». Στον φούρνο εργάζονται, επίσης, η σύζυγος και η μεγαλύτερη κόρη του Avo. Η μικρή δεν έχει ακόμα τελειώσει τις σπουδές της: «Θέλουμε να κρατήσουμε οικογενειακή την επιχείρηση κι αυτό μεταφέρουμε στους πελάτες μας, τους οποίους αντιμετωπίζουμε ως επισκέπτες στο σπίτι μας, βάσει της φιλοσοφίας που διέπει την καθημερινή μας πρακτική».
Το μενού
Στο Avo Armenian Food θα βρει κανείς λαχματζούν, χαλουμωτές, αρμένικη παστουρμόπιτα, χατσαπούρι με αυγό ή με χαλούμι και αναρή, φετόπιτα, σπανακόπιτα, κούπες, πατατόπιτα, κρεατόπιιτα, φαλάφελ, πίτσες με μοτσαρέλα και σπιτικές σάλτσες φτιαγμένες από τον Avo: «Κάποιος Ιταλός ,που ήρθε στο μαγαζί, δοκίμασε τη σάλτσα μου, την ήπιε σε ποτήρι και μου είπε ότι καλύτερη δεν έτυχε να δοκιμάσει προηγουμένως». Οι πίτες ψήνονται στον ξυλόφουρνο, κάτι που τους προσδίδει μια ιδιαίτερη γεύση. Το λαχματζούν θέλει μάξιμουμ τρία με τέσσερα λεπτά να ψηθεί σε θερμοκρασία 280 βαθμών, ενώ η χαλουμωτή ακόμα λιγότερα. Πέραν των πιο πάνω επιλογών το κατάστημα προσφέρει και φαγητό - σουβλάκια, μπέργκερ, μπριζόλες, κοτόπουλο σχάρας - τόσο για το μεσημέρι όσο και για το βράδυ. Το μαγαζί δουλεύει με take away και delivery, όμως μπορεί κανείς εάν θέλει να καθίσει στον εξωτερικό χώρο του, που μπορεί να φιλοξενήσει 40 άτομα: « Ο κόσμος εκτιμά το σπιτικό φαγητό, ειδικά όταν του προσφέρεται εύκολα και γρήγορα, κάτι στο οποίο επενδύουμε, εργοδοτώντας τον απαιτούμενο αριθμό προσωπικού. Για τον λόγο αυτό έχουμε πιστή πελατεία, άρα και σταθερό εισόδημα».
Η καθημερινότητα
Ο Αvo δηλώνει ευχαριστημένος από τον Δήμο Λευκωσίας και τους εκάστοτε δημάρχους, καθώς τυπικός όπως είναι ο ίδιος με τις υποχρεώσεις του, παίρνει τις απαιτούμενες άδειες σε λογικά χρονικά διαστήματα και βρίσκει ανταπόκριση σε σχετικά του αιτήματα. Δεν παραλείπει να τονίσει, όμως, ότι τα ενοίκια δεν είναι χαμηλά στην περιοχή, ενώ ο ίδιος πληρώνει επιπλέον €700 τον μήνα στο δημαρχείο για την παραχώρηση του δρόμου, όπου τοποθετούνται τα τραπεζάκια. Το κατάστημά του έκανε, λέει, την αρχή, για να ανοίξουν στην πορεία κι άλλα μαγαζιά με φαγητό στην Ονασαγόρου, προσφέροντας πολλές επιλογές και νέα πνοή στον δρόμο. Σημειώνει, όμως, ότι πρέπει να κρατούν τις τιμές σε λογικά επίπεδα, διαφορετικά θα οδηγηθούν στο κλείσιμο, όπως έγινε σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο κάνει ζημιά στην αγορά της περιοχής, καθώς ο κόσμος που επιλέγει την Ονασαγόρου για βόλτα, ψώνια και φαγητό, αναζητά ποικιλία λύσεων με γνώμονα την ποιότητα και την καλή τιμή. «Είμαστε μια καθαρά οικογενειακή επιχείρηση κι έτσι θα παραμείνουμε», δηλώνει ο Avo και καταλήγει: «Δεν θέλω ούτε να μεγαλώσω ούτε να ανοίξω άλλο κατάστημα. Αυτό που σκέφτομαι, όμως, είναι να προσθέσω σπιτικό ξυλόφουρνο σε βαρέλι, όπου θα ψήνουμε τα κρεατικά για ακόμα μεγαλύτερη νοστιμιά».
Facts & Figures
- Καθημερινά παρασκευάζονται, περίπου, 600 χαλουμωτές και 400 λαχματζούν. Οι αριθμοί ανεβαίνουν κατά τα Σαββατοκύριακα, όταν οι χαλουμωτές μπορεί να ξεπεράσουν τις 900.
- Ανά μία ώρα ψήνονται 200 χαλουμωτές.
- Κάθε εβδομάδα απαιτούνται 800 κιλά χαλουμιού και 400 κιλά κρέατος.
- Καθημερινά πωλούνται 80 με 100 μερίδες μπριζόλας και κοτόπουλου σχάρας.
- Η τιμή της χαλουμωτής, που δεν έχει αλλάξει εδώ και οκτώ χρόνια, παρά τις αυξήσεις στο χαλούμι, είναι €1 και του λαχματζούν €1.30. Μία μερίδα φαγητού για δύο άτομα στοιχίζει, περίπου, €10.
- Οι 20 εργαζόμενοι δουλεύουν σε βάρδιες.
- Τέσσερα άτομα εργάζονται στο delivery, που καλύπτει όλη τη Λευκωσία.
- Το κατάστημα λειτουργεί από τις 6 το πρωί μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα.
- Η εταιρεία Κουρούσιης προμηθεύει το μαγαζί με χαλούμια και παράλληλα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Petrou Bros Dairy Products (Αλάμπρα). Η αγορά των κρεάτων γίνεται από το Κρεοπωλείο Γιώργος Μιχαήλ στον Άγιο Αντώνιο.
Κόσμος που έχει μεγάλη ανάγκη, γνωρίζει ότι στον Avo θα βρει ένα πιάτο φαΐ δωρεάν, καθώς για τον ίδιο είναι σημαντικό ενίοτε να «πληρώνεται» και με τις ειλικρινείς ευχές των ανθρώπων
ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ ΚΥΡΙΛΛΗΣ
Μισό αιώνα στα σιρόπια
Συνήθως τα… σιρόπια δεν κρατάνε για πολύ, τουλάχιστον για τους πολλούς. Όχι, όμως, για τον Κυριλλή, που μετρά μισό αιώνα στη γλυκιά εποχή που δημιούργησε και χάρισε στην πρωτεύουσα.
Όλα ξεκίνησαν από δύο συνονόματους κυρίους, τον Κυριάκο Ιωάννου από τη Ζώδια και τον Κυριάκο Μιχαήλ από το Παλαιχώρι. Κυριλλής είναι παρατσούκλι του Κυριάκος κι έτσι φώναζαν τον Ζωδιάτη Κυριάκο. Έχοντας το ίδιο όνομα, λοιπόν, κράτησαν την επωνυμία Κυριλλής και άρχισαν να φτιάχνουν λουκουμάδες στη Λευκωσία, που με το πέρασμα του χρόνου έγιναν ανάρπαστοι. Το 1965 ο Κυριάκος Μιχαήλ και η σύζυγός του Ανδριανή εξαγόρασαν το μαγαζί και το όνομα.
Νέοι χώροι, ίδια οικογένεια
Για πολλά χρόνια στεγάζονταν στο κέντρο της Λευκωσίας κάτω από τις κερκίδες του παλιού ΓΣΠ και πολύς κόσμος ερχόταν από διάφορες περιοχές, για να γευτεί τους νοστιμότατους λουκουμάδες τους. Γύρω στο 1995 ανέλαβε η κόρη του ιδιοκτήτη, Κυριακή, με τον σύζυγό της, Κωνσταντίνο Παυλίδη. «Είναι μια οικογενειακή υπόθεση. Αν αγαπήσεις τη δουλειά τότε προχωράς», λέει η κ. Παυλίδου. «Αν ο Θεός θέλει κι αντέξουμε, θα την κρατήσουμε. Μετά, αν κάποιο από τα παιδιά μας θέλει να τη συνεχίσει ή να την εντάξει σε δικές του ασχολίες, μπορεί να το κάνει», σημειώνει.
Η τοποθεσία στην οποία στεγάζονταν τόσα χρόνια άφησε εποχή. Όπως τονίζει η ίδια, υπάρχει ακόμα κόσμος που τους ψάχνει εκεί, παρόλο που έχουν μετακομίσει εδώ και 15 μήνες. Αφού εγκαταλείφθηκε το παλιό ΓΣΠ, οι παλιές κερκίδες άρχισαν να ερημώνουν και σιγά - σιγά οι ενοικιαστές εγκατέλειψαν τον χώρο. «Τέθηκε θέμα καλαισθησίας, δεν υπήρχε συντήρηση, έτσι το δημαρχείο έκρινε ότι τίθετο και θέμα ασφάλειας, πλέον, οπότε αναγκαστικά έπρεπε να φύγουμε από κει», μας εξηγεί.
«Όταν βγήκε η απόφαση ότι έπρεπε να φύγουμε από το ΓΣΠ, ήταν πολύ συγκινητική η ανταπόκριση του κόσμου που ερχόταν επί τόπου να μας συμπαρασταθεί», επισημαίνει ο κ. Παυλίδης. Και προσθέτει: «Κάποιοι έλεγαν ότι θα αλυσοδεθούν στον χώρο, για να μην τους αφήσουν να χαλάσουν το μαγαζί. Άλλοι έρχονταν για να βγάλουν αναμνηστικές φωτογραφίες μαζί μας. Δεν το πιστεύαμε ούτε εμείς οι ίδιοι. Ο κόσμος μας έδειξε την αγάπη του κι όταν ήρθαμε εδώ, στις νέες μας εγκαταστάσεις, και βάλαμε την ταμπέλα ‘ανοίξαμε’, μας στήριξαν από την πρώτη μέρα».
Παρόντες οι πιστοί πελάτες
Συνεχίζοντας, η κ. Παυλίδου σημειώνει πόσο ακριβή είναι η Λευκωσία από απόψεως στέγασης μιας επιχείρησης: «Όταν έβρισκα κάπου, που ήταν πιο προσιτό το ενοίκιο, δεν υπήρχε χώρος στάθμευσης. Έτσι, βγήκαμε εκτός Λευκωσίας και προτιμήσαμε τη Λακατάμια, γιατί είναι πιο κοντά στο σπίτι μας». Το κατάστημα βρίσκεται, πλέον, στην οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου 10B, παρά τον κυκλικό κόμβο της Λακατάμιας: «Η τοποθεσία βολεύει περισσότερο τους κατοίκους Στροβόλου και Λατσιών, σε αντίθεση με εκείνους που πρέπει να έλθουν, για παράδειγμα, από την Αγλαντζιά. Πολλοί από αυτούς, όμως, θα περάσουν από δω κατά τις εξορμήσεις τους στο Τρόοδος. Βέβαια, η δουλειά μας είναι αέρας, δεν ξέρεις πότε θα έχεις δουλειά και πότε όχι. Αλλά είμαστε ικανοποιημένοι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχουμε πολλή δουλειά κατά τις γιορτές των Καλάντων και των Φώτων. Αυξημένη είναι, επίσης, η κίνηση και το καλοκαίρι που έρχονται οι Κύπριοι του εξωτερικού».
Η συνταγή που αγαπήθηκε
Η οικογένεια Κυριλλή ακολουθεί για τους λουκουμάδες της την παραδοσιακή συνταγή, που έφτιαχναν οι γιαγιάδες της, προτού βγουν στο εμπόριο η μαγιά, το baking powder και άλλα συναφή: «Είναι δύσκολη συνταγή, γιατί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η θερμοκρασία. Την έφτιαχνε η μητέρα του πατέρα μου, όταν πήγαινε στα πανηγύρια για ένα έξτρα εισόδημα. Έχει αγαπηθεί πολύ από τους Κύπριους, οι οποίοι τη γνωρίζουν από το 1965. Έκτοτε παραμένει ανόθευτη, ενώ συν τοις άλλοις προσπαθούμε να αγοράζουμε τα υλικά μας πάντα από τους ίδιους προμηθευτές για να μην αλλοιώνεται η γεύση».
Φρέσκο αλεύρι παραλαμβάνεται κάθε 15 με 20 μέρες από τους Αλευρόμυλους Μιτσίδη, ενώ για το λάδι η εταιρεία συνεργάζεται με την Αμβροσία: «Δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στην εξυπηρέτηση, την οποία έχουμε από τους συνεργάτες μας οποιαδήποτε στιγμή το ζητήσουμε. Θα δώσουν σημασία σε κάθε πρόβλημα που θα παρουσιαστεί, θα μας συμβουλεύσουν, θα μας εξυπηρετήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα».
Το κατάστημα του Κυριλλή προσφέρει λουκουμάδες, σιάμισιη με σιμιγδαλένιο χαλβά και καττημέρι, που αποτελείται από αυγό και χαλούμι, έχοντας ως χαρακτηριστικό τον ξηρό δυόσμο.
«Όταν αγαπάς κάτι και το προσφέρεις με αγάπη, τότε αυτή θα σου επιστραφεί ως ανταπόδοση από τον καταναλωτή», σημειώνει η κ. Παυλίδου. Δηλώνει συγκινημένη από την αφοσίωση των πελατών της, ικανοποιημένη που η δουλειά αυτή της δίνει την ευκαιρία για καινούργιες γνωριμίες και για ένα αξιοπρεπές εισόδημα, παρόλο που στερούνται ως οικογένεια την κοινωνική ζωή: «Είναι μια δουλειά που άρχισαν οι γονείς μας σε δύσκολους καιρούς και καταφέραμε να την κρατήσουμε. Εκτιμάμε τον κόσμο που έρχεται και μας βοηθά να προχωρήσουμε κι εκείνοι εκτιμούν εμάς, γιατί πάντα προσπαθούμε για το καλύτερο», καταλήγει.
Facts & Figures
Την ίδια συνταγή λουκουμάδων απολαμβάνουν οι πελάτες από το 1965, καθώς παραμένει έκτοτε ανόθευτη, όπως την έφτιαχναν οι γιαγιάδες της οικογένειας
ΣΑΝΤΟΥΙΤΣ ΓΙΑΠΑΝΑΣ
Ένα Διάφορα, παρακαλώ
H ιστορία του, κάλλιστα θα μπορούσε να αρχίσει κάπως έτσι: Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια δύσκολη για την κυπριακή κοινωνία περίοδο, ο 16χρονος Γιώργος Γιαπανάς άφησε πίσω του τη ζωή στον Πολύστυπο και ήρθε στη Λευκωσία, για να βρει δουλειά, ενώ έφερνε προϊόντα από το χωριό και τα πουλούσε, ώστε να βγάζει τα προς το ζην. Αναμεμειγμένος στον αγώνα της ΕΟΚΑ, καθώς ήταν, συνελήφη και βασανίστηκε από τους Άγγλους, όταν ανακαλύφθηκε ότι έφτιαχνε βόμβες μαζί με τον φίλο του Καραολή. Εκείνη την εποχή του δόθηκε, για κάλυψη, ο χώρος του ταμείου εισιτηρίων του ΓΣΠ, όπου στήθηκε φαινομενικά μια επιχείρηση παρασκευής σάντουιτς, με οποιαδήποτε υλικά τον προμήθευαν διάφορες οικογένειες, που γνώριζαν για τη συγκεκριμένη δράση της ΕΟΚΑ. Στον χώρο έκρυβαν βόμβες με κάλυψη τα σάντουιτς, τα οποία προσφέρονταν δωρεάν.
Άρχισαν τυχαία, έγιναν ανάρπαστα
Μπορεί, λοιπόν, όλα να ξεκίνησαν τυχαία, όμως γρήγορα τα σάντουιτς του Γιαπανά έγιναν ανάρπαστα, ειδικά το παραδοσιακό με την ονομασία - Διάφορα - που περιλάμβανε χωριάτικο μπέικον, λουκάνικο και ντομάτα. Πακέτο με τον Γιαπανά πήγαινε και ο Κυριλλής με τους φημισμένους λουκουμάδες του, που στεγαζόταν δίπλα. «Έτρωγαν το σάντουιτς και μετά το γλυκό τους», θυμάται η κόρη του Γιαπανά, Φλωρεντία.
Ο Γιώργος Γιαπανάς δεν σταμάτησε να εργάζεται μέχρι τα 76 του χρόνια, όταν χρειάστηκε να εισαχθεί στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Έφυγε από τη ζωή το 2010, χρονιά κατά την οποία ανέλαβε, πλέον, οριστικά η κόρη του.
Αναλαμβάνοντας το μαγαζί, η Φλωρεντία φρόντισε να διατηρήσει την παράδοση του πατέρα της, ώστε να μη χάσουν οι πελάτες αυτό που αγαπούσαν τόσα χρόνια. «Όμως, με τα χρόνια πρέπει να εξελίσσεσαι», αναφέρει. Γι’ αυτό, από τη μια κράτησε την παράδοση στο σάντουιτς του Γιαπανά, από την άλλη, όμως, πρόσθεσε κι άλλες επιλογές στο μενού, όπως, χάμπουργκερ, χοτ ντοκ και πατάτες τηγανητές. Προστέθηκαν, επίσης, ketchup και μαγιονέζα, σε περίπτωση που τα ζητούσαν οι πελάτες. «Έτσι, μπορούμε να εξυπηρετούμε περισσότερο κόσμο και να πλησιάζουμε τα γούστα του καθενός», τονίζει.
Η μετακίνηση στη Στασάνδρου
«Ήταν στενάχωρο το γεγονός ότι έπρεπε να φύγουμε από το ΓΣΠ, ειδικά για μένα που μεγάλωσα σ’ εκείνο τον χώρο. Ένιωθα ότι έχανα ένα σπίτι. Ήταν, όμως, ακόμα δυσκολότερο για τον πατέρα μου, που θα χώριζε από τον γείτονά του τον Κυριλλή. Τους συνέδεαν, βλέπετε, αγώνες και εμπειρίες μιας ζωής και για τους μεγάλους τέτοιοι αποχωρισμοί είναι οδυνηρότεροι παρά για τα παιδιά», αναφέρει η ίδια.
Γρήγορα, όμως, ο πόνος μπήκε σε δεύτερη μοίρα, για να αρχίσει το νέο κατάστημα να εργάζεται στους δικούς του ρυθμούς. Η Φλωρεντία, μαζί με τον σύζυγό της, Αλέξη Διαμάντη, έψαξαν πολύ προτού βρουν άλλο χώρο, που θα στέγαζε τα σάντουιτς του Γιαπανά. Συνάντησαν αρκετές δυσκολίες και στο τέλος επιλέγηκε κατάστημα στη Στασάνδρου: «Το μαγαζί ήταν ξενοίκιαστο για χρόνια και χρειάστηκε να δουλέψουμε σκληρά επί δύο εβδομάδες, κάνοντας αρκετά έξοδα, για να το φέρουμε σε λειτουργήσιμη κατάσταση». Μια βασική διαφοροποίηση, που έχουν να αντιμετωπίσουν, είναι η αύξηση στη ζήτηση για delivery, λόγω του ότι το νέο κατάστημα βρίσκεται σε κεντρικότερο σημείο. Την ίδια ώρα, όμως, έχασαν πελάτες, τους οποίους δεν βολεύει η νέα του τοποθεσία: «Μας στεναχωρεί που σήμερα δεν μπορούμε να τους εξυπηρετήσουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Πολλοί ήταν πελάτες μας από το 1955, ήταν αυτοί που μας στήριζαν εδώ και 63 χρόνια». Με τις νέες συνθήκες η επιχείρηση στοχεύει και στο νεαρόκοσμο, δηλώνοντας ευχαριστημένη από τη μέχρι σήμερα πορεία των εργασιών της στους νέους χώρους.
Στα ίδια πάντα πρότυπα
Το σάντουιτς, Διάφορα, είναι σε περιεχόμενο και γεύση το ίδιο με την εποχή που το ξεκίνησε ο Γιαπανάς, καθώς σ’ αυτό χρωστάει τη φήμη του το μαγαζί: «Δεν θέλω να το αλλάξω με τίποτε. Θα το κρατάω πάντοτε ως το νούμερο ένα, όσες προσθήκες ή αλλαγές κι αν κάνω στο μενού. Φρέσκο, καλοφτιαγμένο και νόστιμο, όπως το έμαθε και το ζητά ο κόσμος εδώ και τόσες δεκαετίες», επισημαίνει η κ. Φλωρεντία. Το καλό του όνομα το μαγαζί το χρωστά, όμως, και στην προσέγγιση που είχαν οι πελάτες από τον ιδιοκτήτη. Τη φιλοσοφία αυτή ακολουθεί και η νέα γενιά: «Ο πατέρας μου ήταν εγκάρδιος με τον κόσμο, πάντα ευχάριστος και έτοιμος να εξυπηρετήσει . Εύχομαι να βαδίζω σωστά στο μονοπάτι που μου έδειξε, είναι κάτι που πραγματικά το θέλω, γιατί έβλεπα πόσο ευχαριστημένος ήταν ο κόσμος από εκείνον». Στα μελλοντικά τους σχέδια περιλαμβάνεται και η επέκταση μ’ ένα δεύτερο κατάστημα είτε στη Λευκωσία είτε εκτός. Υπάρχουν, σύμφωνα με την ίδια, κάποιες προτάσεις και σκέψεις για ανάπτυξη μέσω franchise, αλλά απαιτείται πολλή μελέτη, ώστε να δημιουργηθεί ένα μαγαζί, τηρώντας αυστηρά τα πρότυπα του πρώτου.
Facts & Figures
Δημοφιλέστερη επιλογή αποτελεί εδώ και δεκαετίες το σάντουιτς, Διάφορα, που περιλαμβάνει χωριάτικο μπέικον, λουκάνικο και ντομάτα
ΑΡΙΣΤΟΣ & ΚΙΚΗ
Σουβλάκια από τη μαστόρισσα
Ξεκίνησε σε ένα μικρό μαγαζί με τζαμαρία, όπου έφτιαχνε λουκουμάδες και σιάμισιη. Με τα χρόνια άλλαξε χώρο και προϊόν. Το σουβλάκι τρώγεται πάντα και απ’ όλους και ειδικά στην περίπτωση του Άριστος & Κική η φήμη του έχει ξεπεράσει την τουριστική περιοχή της Λεμεσού όπου βρίσκεται, κατέκτησε γευστικά ολόκληρη την πόλη και εξαπλώθηκε ανά την Κύπρο. Πάντοτε εκεί, παρούσα για 25 χρόνια, η ιδιοκτήτρια και μαστόρισσα της γεύσης Κική Πισσουρίου.
Το 1983, η οικογένεια της Κικής (Φρειδερίκης) Πισσουρίου, φεύγοντας από την Πάφο κι αφού περιπλανήθηκε λίγο, άνοιξε ένα μικρό κατάστημα στην οδό Αριάδνης στη Λεμεσό, όπου έφτιαχνε λουκουμάδες και σιάμισιη. Αυτό ήταν μια αρχή με γερές βάσεις, που εξελίχθηκε αργότερα στο σουβλατζίδικο που είναι σήμερα.
Η κ. Κική κατάγεται από την Πάφο και είναι το δεύτερο από τα εννιά παιδιά της οικογένειας. Μετά τον γάμο της μετακόμισαν στη Λευκωσία, όπου ο σύζυγός της, Άριστος, δούλευε ως μουσικός. Η ίδια εργοδοτήθηκε σε βιοτεχνία με μαρμαράκια, μια ιδιαίτερα σκληρή δουλειά, ενώ λίγο πριν από την Τουρκική Εισβολή επέλεξαν να μείνουν στη Λάπηθο. «Όταν έγινε το Πραξικόπημα συλλάβανε τον άντρα μου και τον αιχμαλώτισαν στο Κάστρο για μια βδομάδα, μέχρι την παραμονή της Εισβολής», αναφέρει. «Την παραμονή τον άφησαν ελεύθερο και φύγαμε για την Πάφο, ώστε να μάθουμε τι είχαν απογίνει δύο από τα αδέλφια μου, που ήταν στρατιώτες», θυμάται και προσθέτει: «Ήμουν έγκυος στη μεγάλη μου κόρη, τη Μαίρη, πήραμε μια μικρή τσάντα με ελάχιστα ρούχα, αφού σκοπεύαμε να επιστρέψουμε στα σπίτια και τις δουλειές μας. Σε κάθε χιλιόμετρο στεκόταν κι ένας στρατιώτης για έλεγχο. Δεν ξέραμε τι θα γινόταν. Το τραγικό ήταν ότι μόλις φτάσαμε στην Πάφο ακούσαμε από το ραδιόφωνο του BBC για την απόβαση των Τούρκων, ακριβώς στο σημείο που βρισκόμασταν εμείς προτού φύγουμε. Μείναμε, λοιπόν, στη μητέρα μου, εγώ είχα πια γεννήσει κι ο άντρας μου ήταν στρατιώτης».
Το μαγαζί στην Αριάδνης
Μετά την Εισβολή δουλειές δύσκολα βρίσκαμε στην Κύπρο κι ο Άριστος δεν μπορούσε να εργαστεί ως μουσικός. «Tο 1983 ανοίξαμε ένα μικρό μαγαζί με τζαμαρία στα φώτα της οδού Αριάδνης, στην τουριστική περιοχή, για να φτιάχνουμε λουκουμάδες και σιάμισιη», σημειώνει.
Θυμάται ότι ήταν ένα μικρό κατάστημα, με χώμα στο πάτωμα αρχικά, όπου μετά τοποθέτησαν μάρμαρα και πρόσθεσαν την τζαμαρία. «Η δουλειά ήταν λίγη, γιατί ο κόσμος απέφευγε τα γλυκά. Έτσι σκέφτηκα να δοκιμάσουμε τα σουβλάκια, αφού τα γνώριζα καλά από μια θεία μου, που με έμαθε από μικρή να τα ψήνω», τονίζει. Η δοκιμή πέτυχε, αλλά σύντομα αποφασίστηκε η επέκταση του δρόμου σε διπλής από μονής κατεύθυνσης, κάτι που έπληξε τις εργασίες τους, χωρίς ποτέ να αποζημιωθούν γι’ αυτό: «Μας έβαλαν να υπογράψουμε ένα χαρτί ότι δεν θα είχαμε καμία απαίτηση, πήγαμε σε δικηγόρο, αλλά μας είπε ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε οτιδήποτε. Ευτυχώς, στον ίδιο δρόμο - δυο βήματα παρακάτω και σε καλύτερο σημείο - νοικιαζόταν ένα μαγαζί. Το πήραμε και αρχίσαμε ξανά».
Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού την προσέγγισε κάποια στιγμή για να της πουλήσει το διπλανό, γιατί όπως της είπε, «θα τo χρειαστείς». «Δεν τα βρήκαμε στην τιμή, όμως λίγο μετά επανήλθε με καλύτερη πρόταση. Κι όταν συμφωνήσαμε, μου είπε ότι στα δύο χρόνια, αν το μαγαζί μας πήγαινε καλά, θα μου έδινε και τα άλλα καταστήματα στην ίδια τιμή. Σήμερα, ο χώρος μας είναι τρία καταστήματα, τα δύο τα αγοράσαμε, το τρίτο το ενοικιάζουμε», αναφέρει.
Σήμερα στο μαγαζί δουλεύουν η Κική με τις θυγατέρες της Μαίρη και Γεωργία, οι γαμπροί της Ηλίας και Αντρέας κι επιπλέον τα εγγόνια από 10 μέχρι 23 ετών.
Προσφέρει σουβλάκια, σιεφταλιές, μπριζόλες, παϊδάκια, μεζέδες, φιλέτο κοτόπουλο, γενικά ότι έχει να κάνει με το κρέας, αλλά και σολομό, ενώ ολόχρονα διαθέτει στο μενού και καλαμαράκια. «Το φαγητό μας είναι πάντα φρέσκο, δεν βάζουμε τίποτε κατεψυγμένο στο μαγαζί.
Επίσης, φτιάχνουμε αρνί σουβλάκι. Οι Κύπριοι έχουν μάθει να το τρώνε και το ζητάνε», λέει. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα κρέατα παραδίδονται στον χώρο καθημερινά και η ομάδα τα ετοιμάζει από την αρχή, τα κόβει όπως τα θέλει κι αλέθει τον κιμά με δική τους μηχανή. Είναι μια δουλειά που πρέπει να αγαπάς για να την κάνεις, επισημαίνει η κ. Κική. «Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις, θα σε αγαπά κι εκείνο. Πέραν τούτου έχουμε πάντα ως γνώμονα ότι η φιλοξενία και η εξυπηρέτηση είναι τα σημαντικότερα από όσα αναζητούν οι πελάτες», σημειώνει. Και για του λόγου τ’ αληθές, κάθε Φώτα φτιάχνει λουκουμάδες και κερνά όλους τους πελάτες της, έτσι για να θυμάται κιόλας πώς ξεκίνησε. Η κ. Κική αρκείται σε αυτά που έχει και είναι πολύ ευχαριστημένη από τη δουλειά της. Δεν σκέφτεται ένα δεύτερο μαγαζί ή να προχωρήσει σε άλλες μεθόδους, όπως το franchise. «Θα διαλύσεις το πρώτο για να κάνεις δεύτερο; Πολλοί το έκαναν και χάλασε η δουλειά τους. Όχι, προτιμώ να μείνω με αυτό», καταλήγει.
Facts & Figures
Το μαγαζί διαφοροποιείται με αρνί σουβλάκι, το οποίο οι πελάτες έμαθαν και προτιμούν
SAN PEDRO STREET FOOD
Το καραβάνι που έγινε εστιατόριο
Πάντα του άρεσε να μαγειρεύει. Από μικρός καθόταν κοντά στη μητέρα του στην κουζίνα και παρακολουθούσε την κάθε της κίνηση. Μεγαλώνοντας περνούσε ώρες και μέρες στην ταβέρνα του παππού του στη Λάρνακα. Σήμερα, στα 35 του, ο Άντρος Ραγιάς, ιδιοκτήτης του San Pedro Street Food, μπορεί να νιώθει περήφανος για το δικό του επίτευγμα στον χώρο της εστίασης, όπου φημίζεται ιδιαίτερα για τα μπέργκερ του. Ουδέποτε ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο, με αυτοκίνητα ή μοτοσικλέτες. Αντίθετα, λάτρευε τη μαγειρική. Είχε αναλάβει το εστιατόριο του παππού του, αλλά όταν η πρόσφατη κρίση τους κτύπησε την πόρτα το νοίκιασαν κι ο ίδιος έφυγε για την Αγγλία το 2012, όπου δούλεψε σε εστιατόρια fish & chips. Πέρασαν δύο χρόνια προτού επιστρέψει στην Κύπρο κι άρχισε να δουλεύει σ’ ένα εστιατόριο στο Μακένζι. Ήταν εκεί για τρεις εβδομάδες, όταν η μητέρα του τού έστειλε στο facebook μια φωτογραφία ενός καραβανιού. «Με παρότρυνε να το αγοράσω για να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα, καθώς πάντοτε ήθελα να δημιουργήσω κάτι δικό μου», αναφέρει. Και προσθέτει: «Όταν πήγα στην Αμερική για μήνα του μέλιτος με τη σύζυγό μου, δοκίμασα τα πιο τέλεια μπέργκερ. Κάτι παρόμοιο ήθελα να κάνω κι εγώ. Ήταν μια καλή ευκαιρία, το μελέτησα καλά, οπότε προχώρησα στην αγορά του καραβανιού. Αυτό έγινε το 2014. Το διαμόρφωσα όπως το ήθελα κι ευτυχώς η γιαγιά μου δέχθηκε να το τοποθετήσω στην αυλή της. Ξεκίνησα με σάντουιτς, κυρίως, αφού ο Κύπριος όποτε δει καραβάνι αυτό σκέφτεται».
Τα μπέργκερ που έκαναν θραύση
Εκτός από τα σάντουιτς έφτιαχνε και μπέργκερ, για τα οποία, όμως, δεν έκανε ποτέ αναφορά ότι ήταν homemade, με 100% κρέας βοδινό. «Απλώς, όποιος ερχόταν με έβλεπε να βάζω στη ζυγαριά τον κιμά, να τον ζυγίζω, να ετοιμάζω τα πάντα επί τόπου. Αυτό άρεσε κι ο κόσμος άρχισε να με διαφημίζει από στόμα σε στόμα», σημειώνει. Ο Άντρος δούλευε ασταμάτητα, πολλές ώρες. «Είχα τέσσερις ώρες μέχρι να επιστρέψω στη δουλειά. Πήγαινα σπίτι, έβαζα το ρόστο στον φούρνο, κοιμόμουν για λίγο, ξυπνούσα στις 8.30 π.μ., το έβγαζα κι έφευγα για το καραβάνι», θυμάται. Και προσθέτει: «Στην πορεία άρχισε να έρχεται τόσο πολύς κόσμος που δεν προλάβαινα. Ίσως επειδή προσευχόμουν, διάβαζα πάντα ένα βιβλίο του πατρός Παΐσιου και προσπαθούσα πνευματικά ως άνθρωπος να είμαι καλός, να σκέφτομαι θετικά για να έρχονται πάντα καλά στη ζωή μου. Φώναξα, λοιπόν, τον πατέρα μου και τη γυναίκα μου για βοήθεια, ενώ το τηλέφωνο κτυπούσε ασταμάτητα. Μαγείρευα συνέχεια, δεν σταματούσα ούτε για ένα λεπτό. Ακόμα κι όταν έβρεχε, ο κόσμος στεκόταν γραμμή για να αγοράσει τα μπέργκερ μου. Ήταν απίστευτο».
Μόνο δικές του συνταγές
Ποτέ δεν πέταξε φαγητό, ό,τι έμενε αξιοποιείτο το βράδυ για την οικογένεια. «Είχα πάντα ως αρχή ότι ο πελάτης έπρεπε να πάρει φρέσκο προϊόν. Ακόμα κι αν καιγόταν κάτι το πέταγα, ζητούσα συγγνώμη από τον πελάτη και του έβαζα άλλο να ψηθεί. Κάθε πελάτης ήταν για μένα ένας κριτής, οπότε έπρεπε να του δώσω το τέλειο για να επιστρέψει ξανά». Φιλοσοφία του αποτελεί η προσφορά ποιότητας σε χαμηλή τιμή: «Ο κόσμος θα φάει σε πολύ χαμηλή τιμή φρέσκο προϊόν και ποτέ κατεψυγμένο». Όλες οι συνταγές είναι δημιουργήματα του ιδίου, εκτός από το barbeque, που ανήκει στη μητέρα του. «Πειραματίστηκα πολύ με τα υλικά και λέρωσα πολύ την κουζίνα στο σπίτι μέχρι να καταλήξω. Την πρώτη φορά που δοκίμασα να φτιάξω τη Jack Daniel’s sauce λέρωσα όλους σχεδόν τους τοίχους της κουζίνας, όπως και το ταβάνι. Κατάφερα, όμως, να έχω τη δική μου sauce, καθώς και παγωτό στη συνέχεια», επισημαίνει.
Aπό το καραβάνι στο μαγαζί
Η δουλειά στο καραβάνι διήρκησε δύο χρόνια κι ακολούθως πήρε την απόφαση να στεγαστεί σε κατάστημα. Στις 29 Ιουνίου του 2016 άνοιξε το δικό του μαγαζί στην οδό Σπύρου Κυπριανού στη Λάρνακα: «Επί έξι μήνες προσπαθούσα να βρω χρόνο για την προετοιμασία του μενού και των καταλόγων, την επιλογή και την τοποθέτηση της ταμπέλας και δεν τα κατάφερνα. Ο κόσμος μπαινόβγαινε ασταμάτητα, επικρατούσε χαμός», σημειώνει. Και το όνομα αυτού, San Pedro, κι όχι τυχαία.
Στο μήνα του μέλιτος ο Άντρος είχε επισκεφθεί με τη σύζυγό του μια περιοχή στο Λος Άντζελες, που ονομαζόταν San Pedro: «Τρελάθηκα με τα μπέργκερ που δοκίμασα. Ρωτούσα τι έβαζαν μέσα, μου απαντούσαν είναι 100% βοδινό, αλλά δεν χωρούσε το μυαλό μου τι σήμαινε αυτό. Ρωτούσα, λοιπόν, ξανά και ξανά, μέχρι που έβγαλα το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για καθαρό βοδινό, χωρίς φρυγανιά, αυγά ή μαϊντανό, μόνο αλάτι και πιπέρι. Πρώτα το κρέας σου πρέπει να είναι καλό κι έπειτα θα του δώσεις εσύ τη γεύση και θα προσθέσεις κι ένα ωραίο sauce». Πέραν της περιοχής, όπου γεύτηκε τα καλύτερα - για τον ίδιο - μπέργκερ, άλλες δύο συγκυρίες συνέκλιναν στο όνομα San Pedro. Το ότι το κατάστημα λειτούργησε την ημέρα της γιορτής του Αποστόλου Πέτρου, ενώ και το όνομα του γιου του είναι Πέτρος. Δυόμισι χρόνια μετά οι δουλειές πάνε μια χαρά και γίνονται, μάλιστα, σκέψεις για μετακόμιση σε μεγαλύτερο κατάστημα στη Λάρνακα, καθώς ο υφιστάμενος χώρος είναι μικρός. Υπάρχουν, επίσης, σχέδια για το άνοιγμα ενός ακόμα μαγαζιού είτε στη Λευκωσία είτε στη Λάρνακα.
Facts & Figures
ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ ΚΥΡΙΛΛΗΣ
Μισό αιώνα στα σιρόπια
Συνήθως τα… σιρόπια δεν κρατάνε για πολύ, τουλάχιστον για τους πολλούς. Όχι, όμως, για τον Κυριλλή, που μετρά μισό αιώνα στη γλυκιά εποχή που δημιούργησε και χάρισε στην πρωτεύουσα.
Όλα ξεκίνησαν από δύο συνονόματους κυρίους, τον Κυριάκο Ιωάννου από τη Ζώδια και τον Κυριάκο Μιχαήλ από το Παλαιχώρι. Κυριλλής είναι παρατσούκλι του Κυριάκος κι έτσι φώναζαν τον Ζωδιάτη Κυριάκο. Έχοντας το ίδιο όνομα, λοιπόν, κράτησαν την επωνυμία Κυριλλής και άρχισαν να φτιάχνουν λουκουμάδες στη Λευκωσία, που με το πέρασμα του χρόνου έγιναν ανάρπαστοι. Το 1965 ο Κυριάκος Μιχαήλ και η σύζυγός του Ανδριανή εξαγόρασαν το μαγαζί και το όνομα.
Νέοι χώροι, ίδια οικογένεια
Για πολλά χρόνια στεγάζονταν στο κέντρο της Λευκωσίας κάτω από τις κερκίδες του παλιού ΓΣΠ και πολύς κόσμος ερχόταν από διάφορες περιοχές, για να γευτεί τους νοστιμότατους λουκουμάδες τους. Γύρω στο 1995 ανέλαβε η κόρη του ιδιοκτήτη, Κυριακή, με τον σύζυγό της, Κωνσταντίνο Παυλίδη. «Είναι μια οικογενειακή υπόθεση. Αν αγαπήσεις τη δουλειά τότε προχωράς», λέει η κ. Παυλίδου. «Αν ο Θεός θέλει κι αντέξουμε, θα την κρατήσουμε. Μετά, αν κάποιο από τα παιδιά μας θέλει να τη συνεχίσει ή να την εντάξει σε δικές του ασχολίες, μπορεί να το κάνει», σημειώνει.
Η τοποθεσία στην οποία στεγάζονταν τόσα χρόνια άφησε εποχή. Όπως τονίζει η ίδια, υπάρχει ακόμα κόσμος που τους ψάχνει εκεί, παρόλο που έχουν μετακομίσει εδώ και 15 μήνες. Αφού εγκαταλείφθηκε το παλιό ΓΣΠ, οι παλιές κερκίδες άρχισαν να ερημώνουν και σιγά - σιγά οι ενοικιαστές εγκατέλειψαν τον χώρο. «Τέθηκε θέμα καλαισθησίας, δεν υπήρχε συντήρηση, έτσι το δημαρχείο έκρινε ότι τίθετο και θέμα ασφάλειας, πλέον, οπότε αναγκαστικά έπρεπε να φύγουμε από κει», μας εξηγεί.
«Όταν βγήκε η απόφαση ότι έπρεπε να φύγουμε από το ΓΣΠ, ήταν πολύ συγκινητική η ανταπόκριση του κόσμου που ερχόταν επί τόπου να μας συμπαρασταθεί», επισημαίνει ο κ. Παυλίδης. Και προσθέτει: «Κάποιοι έλεγαν ότι θα αλυσοδεθούν στον χώρο, για να μην τους αφήσουν να χαλάσουν το μαγαζί. Άλλοι έρχονταν για να βγάλουν αναμνηστικές φωτογραφίες μαζί μας. Δεν το πιστεύαμε ούτε εμείς οι ίδιοι. Ο κόσμος μας έδειξε την αγάπη του κι όταν ήρθαμε εδώ, στις νέες μας εγκαταστάσεις, και βάλαμε την ταμπέλα ‘ανοίξαμε’, μας στήριξαν από την πρώτη μέρα».
Παρόντες οι πιστοί πελάτες
Συνεχίζοντας, η κ. Παυλίδου σημειώνει πόσο ακριβή είναι η Λευκωσία από απόψεως στέγασης μιας επιχείρησης: «Όταν έβρισκα κάπου, που ήταν πιο προσιτό το ενοίκιο, δεν υπήρχε χώρος στάθμευσης. Έτσι, βγήκαμε εκτός Λευκωσίας και προτιμήσαμε τη Λακατάμια, γιατί είναι πιο κοντά στο σπίτι μας». Το κατάστημα βρίσκεται, πλέον, στην οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου 10B, παρά τον κυκλικό κόμβο της Λακατάμιας: «Η τοποθεσία βολεύει περισσότερο τους κατοίκους Στροβόλου και Λατσιών, σε αντίθεση με εκείνους που πρέπει να έλθουν, για παράδειγμα, από την Αγλαντζιά. Πολλοί από αυτούς, όμως, θα περάσουν από δω κατά τις εξορμήσεις τους στο Τρόοδος. Βέβαια, η δουλειά μας είναι αέρας, δεν ξέρεις πότε θα έχεις δουλειά και πότε όχι. Αλλά είμαστε ικανοποιημένοι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχουμε πολλή δουλειά κατά τις γιορτές των Καλάντων και των Φώτων. Αυξημένη είναι, επίσης, η κίνηση και το καλοκαίρι που έρχονται οι Κύπριοι του εξωτερικού».
Η συνταγή που αγαπήθηκε
Η οικογένεια Κυριλλή ακολουθεί για τους λουκουμάδες της την παραδοσιακή συνταγή, που έφτιαχναν οι γιαγιάδες της, προτού βγουν στο εμπόριο η μαγιά, το baking powder και άλλα συναφή: «Είναι δύσκολη συνταγή, γιατί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η θερμοκρασία. Την έφτιαχνε η μητέρα του πατέρα μου, όταν πήγαινε στα πανηγύρια για ένα έξτρα εισόδημα. Έχει αγαπηθεί πολύ από τους Κύπριους, οι οποίοι τη γνωρίζουν από το 1965. Έκτοτε παραμένει ανόθευτη, ενώ συν τοις άλλοις προσπαθούμε να αγοράζουμε τα υλικά μας πάντα από τους ίδιους προμηθευτές για να μην αλλοιώνεται η γεύση».
Φρέσκο αλεύρι παραλαμβάνεται κάθε 15 με 20 μέρες από τους Αλευρόμυλους Μιτσίδη, ενώ για το λάδι η εταιρεία συνεργάζεται με την Αμβροσία: «Δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στην εξυπηρέτηση, την οποία έχουμε από τους συνεργάτες μας οποιαδήποτε στιγμή το ζητήσουμε. Θα δώσουν σημασία σε κάθε πρόβλημα που θα παρουσιαστεί, θα μας συμβουλεύσουν, θα μας εξυπηρετήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα».
Το κατάστημα του Κυριλλή προσφέρει λουκουμάδες, σιάμισιη με σιμιγδαλένιο χαλβά και καττημέρι, που αποτελείται από αυγό και χαλούμι, έχοντας ως χαρακτηριστικό τον ξηρό δυόσμο.
«Όταν αγαπάς κάτι και το προσφέρεις με αγάπη, τότε αυτή θα σου επιστραφεί ως ανταπόδοση από τον καταναλωτή», σημειώνει η κ. Παυλίδου. Δηλώνει συγκινημένη από την αφοσίωση των πελατών της, ικανοποιημένη που η δουλειά αυτή της δίνει την ευκαιρία για καινούργιες γνωριμίες και για ένα αξιοπρεπές εισόδημα, παρόλο που στερούνται ως οικογένεια την κοινωνική ζωή: «Είναι μια δουλειά που άρχισαν οι γονείς μας σε δύσκολους καιρούς και καταφέραμε να την κρατήσουμε. Εκτιμάμε τον κόσμο που έρχεται και μας βοηθά να προχωρήσουμε κι εκείνοι εκτιμούν εμάς, γιατί πάντα προσπαθούμε για το καλύτερο», καταλήγει.
Facts & Figures
- Τιμές: €4 οι 22 λουκουμάδες
- Σιάμισιη €1 το ένα
- Καττημέρι €4 το ένα
- Ωράριο: 3 μ.μ. - 10.30 μ.μ. Το κατάστημα είναι κλειστό μόνο τις Δευτέρες, αλλά ανοίγει εάν η μέρα συμπίπτει με αργία.
- Παραγγελίες: Γίνονται για γιορτές και γενέθλια.
- Προσωπικό: Καθημερινά δουλεύει το ζεύγος Παυλίδη μαζί με ένα από τα τέσσερα παιδιά τους. Σε αργίες ή γιορτές μπορεί να απαιτηθεί η παρουσία και των τεσσάρων παιδιών, ενώ στα Κάλαντα και στα Φώτα επιστρατεύονται και τα αδέλφια της κ. Κυριακής.
- Take away: Οι περισσότεροι πελάτες αγοράζουν και φεύγουν, το κατάστημα, όμως, διαθέτει, και τραπέζια για όποιους επιθυμούν.
- Επένδυση: Για το νέο κατάστημα δαπανήθηκαν €40.000.
Την ίδια συνταγή λουκουμάδων απολαμβάνουν οι πελάτες από το 1965, καθώς παραμένει έκτοτε ανόθευτη, όπως την έφτιαχναν οι γιαγιάδες της οικογένειας
ΣΑΝΤΟΥΙΤΣ ΓΙΑΠΑΝΑΣ
Ένα Διάφορα, παρακαλώ
H ιστορία του, κάλλιστα θα μπορούσε να αρχίσει κάπως έτσι: Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια δύσκολη για την κυπριακή κοινωνία περίοδο, ο 16χρονος Γιώργος Γιαπανάς άφησε πίσω του τη ζωή στον Πολύστυπο και ήρθε στη Λευκωσία, για να βρει δουλειά, ενώ έφερνε προϊόντα από το χωριό και τα πουλούσε, ώστε να βγάζει τα προς το ζην. Αναμεμειγμένος στον αγώνα της ΕΟΚΑ, καθώς ήταν, συνελήφη και βασανίστηκε από τους Άγγλους, όταν ανακαλύφθηκε ότι έφτιαχνε βόμβες μαζί με τον φίλο του Καραολή. Εκείνη την εποχή του δόθηκε, για κάλυψη, ο χώρος του ταμείου εισιτηρίων του ΓΣΠ, όπου στήθηκε φαινομενικά μια επιχείρηση παρασκευής σάντουιτς, με οποιαδήποτε υλικά τον προμήθευαν διάφορες οικογένειες, που γνώριζαν για τη συγκεκριμένη δράση της ΕΟΚΑ. Στον χώρο έκρυβαν βόμβες με κάλυψη τα σάντουιτς, τα οποία προσφέρονταν δωρεάν.
Άρχισαν τυχαία, έγιναν ανάρπαστα
Μπορεί, λοιπόν, όλα να ξεκίνησαν τυχαία, όμως γρήγορα τα σάντουιτς του Γιαπανά έγιναν ανάρπαστα, ειδικά το παραδοσιακό με την ονομασία - Διάφορα - που περιλάμβανε χωριάτικο μπέικον, λουκάνικο και ντομάτα. Πακέτο με τον Γιαπανά πήγαινε και ο Κυριλλής με τους φημισμένους λουκουμάδες του, που στεγαζόταν δίπλα. «Έτρωγαν το σάντουιτς και μετά το γλυκό τους», θυμάται η κόρη του Γιαπανά, Φλωρεντία.
Ο Γιώργος Γιαπανάς δεν σταμάτησε να εργάζεται μέχρι τα 76 του χρόνια, όταν χρειάστηκε να εισαχθεί στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Έφυγε από τη ζωή το 2010, χρονιά κατά την οποία ανέλαβε, πλέον, οριστικά η κόρη του.
Αναλαμβάνοντας το μαγαζί, η Φλωρεντία φρόντισε να διατηρήσει την παράδοση του πατέρα της, ώστε να μη χάσουν οι πελάτες αυτό που αγαπούσαν τόσα χρόνια. «Όμως, με τα χρόνια πρέπει να εξελίσσεσαι», αναφέρει. Γι’ αυτό, από τη μια κράτησε την παράδοση στο σάντουιτς του Γιαπανά, από την άλλη, όμως, πρόσθεσε κι άλλες επιλογές στο μενού, όπως, χάμπουργκερ, χοτ ντοκ και πατάτες τηγανητές. Προστέθηκαν, επίσης, ketchup και μαγιονέζα, σε περίπτωση που τα ζητούσαν οι πελάτες. «Έτσι, μπορούμε να εξυπηρετούμε περισσότερο κόσμο και να πλησιάζουμε τα γούστα του καθενός», τονίζει.
Η μετακίνηση στη Στασάνδρου
«Ήταν στενάχωρο το γεγονός ότι έπρεπε να φύγουμε από το ΓΣΠ, ειδικά για μένα που μεγάλωσα σ’ εκείνο τον χώρο. Ένιωθα ότι έχανα ένα σπίτι. Ήταν, όμως, ακόμα δυσκολότερο για τον πατέρα μου, που θα χώριζε από τον γείτονά του τον Κυριλλή. Τους συνέδεαν, βλέπετε, αγώνες και εμπειρίες μιας ζωής και για τους μεγάλους τέτοιοι αποχωρισμοί είναι οδυνηρότεροι παρά για τα παιδιά», αναφέρει η ίδια.
Γρήγορα, όμως, ο πόνος μπήκε σε δεύτερη μοίρα, για να αρχίσει το νέο κατάστημα να εργάζεται στους δικούς του ρυθμούς. Η Φλωρεντία, μαζί με τον σύζυγό της, Αλέξη Διαμάντη, έψαξαν πολύ προτού βρουν άλλο χώρο, που θα στέγαζε τα σάντουιτς του Γιαπανά. Συνάντησαν αρκετές δυσκολίες και στο τέλος επιλέγηκε κατάστημα στη Στασάνδρου: «Το μαγαζί ήταν ξενοίκιαστο για χρόνια και χρειάστηκε να δουλέψουμε σκληρά επί δύο εβδομάδες, κάνοντας αρκετά έξοδα, για να το φέρουμε σε λειτουργήσιμη κατάσταση». Μια βασική διαφοροποίηση, που έχουν να αντιμετωπίσουν, είναι η αύξηση στη ζήτηση για delivery, λόγω του ότι το νέο κατάστημα βρίσκεται σε κεντρικότερο σημείο. Την ίδια ώρα, όμως, έχασαν πελάτες, τους οποίους δεν βολεύει η νέα του τοποθεσία: «Μας στεναχωρεί που σήμερα δεν μπορούμε να τους εξυπηρετήσουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Πολλοί ήταν πελάτες μας από το 1955, ήταν αυτοί που μας στήριζαν εδώ και 63 χρόνια». Με τις νέες συνθήκες η επιχείρηση στοχεύει και στο νεαρόκοσμο, δηλώνοντας ευχαριστημένη από τη μέχρι σήμερα πορεία των εργασιών της στους νέους χώρους.
Στα ίδια πάντα πρότυπα
Το σάντουιτς, Διάφορα, είναι σε περιεχόμενο και γεύση το ίδιο με την εποχή που το ξεκίνησε ο Γιαπανάς, καθώς σ’ αυτό χρωστάει τη φήμη του το μαγαζί: «Δεν θέλω να το αλλάξω με τίποτε. Θα το κρατάω πάντοτε ως το νούμερο ένα, όσες προσθήκες ή αλλαγές κι αν κάνω στο μενού. Φρέσκο, καλοφτιαγμένο και νόστιμο, όπως το έμαθε και το ζητά ο κόσμος εδώ και τόσες δεκαετίες», επισημαίνει η κ. Φλωρεντία. Το καλό του όνομα το μαγαζί το χρωστά, όμως, και στην προσέγγιση που είχαν οι πελάτες από τον ιδιοκτήτη. Τη φιλοσοφία αυτή ακολουθεί και η νέα γενιά: «Ο πατέρας μου ήταν εγκάρδιος με τον κόσμο, πάντα ευχάριστος και έτοιμος να εξυπηρετήσει . Εύχομαι να βαδίζω σωστά στο μονοπάτι που μου έδειξε, είναι κάτι που πραγματικά το θέλω, γιατί έβλεπα πόσο ευχαριστημένος ήταν ο κόσμος από εκείνον». Στα μελλοντικά τους σχέδια περιλαμβάνεται και η επέκταση μ’ ένα δεύτερο κατάστημα είτε στη Λευκωσία είτε εκτός. Υπάρχουν, σύμφωνα με την ίδια, κάποιες προτάσεις και σκέψεις για ανάπτυξη μέσω franchise, αλλά απαιτείται πολλή μελέτη, ώστε να δημιουργηθεί ένα μαγαζί, τηρώντας αυστηρά τα πρότυπα του πρώτου.
Facts & Figures
- Ποσότητα: 100 με 150 σάντουιτς, κατά μέσο όρο, την ημέρα.
- Προμηθευτές: Η εταιρεία ΧρυσοΔάλια προμηθεύει το μαγαζί με αλλαντικά, ενώ τα κρέατα και τα λαχανικά προέρχονται από κρεοπωλεία και φρουταρίες με αναγνωρισμένη ποιότητα και καλές τιμές.
- Προσωπικό: 2 άτομα
- Τιμές: Το παραδοσιακό σάντουιτς ή οποιοδήποτε άλλο με δύο υλικά ξεκινά από την τιμή των €2.50. Για κάθε επιπρόσθετο υλικό υπάρχει έξτρα χρέωση 30 σεντ.
- Best selling: Το γνωστό παραδοσιακό σάντουιτς, Διάφορα.
- Ωράριο: 7 π.μ. - 4 μ.μ. τις καθημερινές και 8 π.μ. με 3 μ.μ. τα Σάββατα. Κυριακές κλειστό.
- Διεύθυνση: Στασάνδρου 2Γ
Δημοφιλέστερη επιλογή αποτελεί εδώ και δεκαετίες το σάντουιτς, Διάφορα, που περιλαμβάνει χωριάτικο μπέικον, λουκάνικο και ντομάτα
ΑΡΙΣΤΟΣ & ΚΙΚΗ
Σουβλάκια από τη μαστόρισσα
Ξεκίνησε σε ένα μικρό μαγαζί με τζαμαρία, όπου έφτιαχνε λουκουμάδες και σιάμισιη. Με τα χρόνια άλλαξε χώρο και προϊόν. Το σουβλάκι τρώγεται πάντα και απ’ όλους και ειδικά στην περίπτωση του Άριστος & Κική η φήμη του έχει ξεπεράσει την τουριστική περιοχή της Λεμεσού όπου βρίσκεται, κατέκτησε γευστικά ολόκληρη την πόλη και εξαπλώθηκε ανά την Κύπρο. Πάντοτε εκεί, παρούσα για 25 χρόνια, η ιδιοκτήτρια και μαστόρισσα της γεύσης Κική Πισσουρίου.
Το 1983, η οικογένεια της Κικής (Φρειδερίκης) Πισσουρίου, φεύγοντας από την Πάφο κι αφού περιπλανήθηκε λίγο, άνοιξε ένα μικρό κατάστημα στην οδό Αριάδνης στη Λεμεσό, όπου έφτιαχνε λουκουμάδες και σιάμισιη. Αυτό ήταν μια αρχή με γερές βάσεις, που εξελίχθηκε αργότερα στο σουβλατζίδικο που είναι σήμερα.
Η κ. Κική κατάγεται από την Πάφο και είναι το δεύτερο από τα εννιά παιδιά της οικογένειας. Μετά τον γάμο της μετακόμισαν στη Λευκωσία, όπου ο σύζυγός της, Άριστος, δούλευε ως μουσικός. Η ίδια εργοδοτήθηκε σε βιοτεχνία με μαρμαράκια, μια ιδιαίτερα σκληρή δουλειά, ενώ λίγο πριν από την Τουρκική Εισβολή επέλεξαν να μείνουν στη Λάπηθο. «Όταν έγινε το Πραξικόπημα συλλάβανε τον άντρα μου και τον αιχμαλώτισαν στο Κάστρο για μια βδομάδα, μέχρι την παραμονή της Εισβολής», αναφέρει. «Την παραμονή τον άφησαν ελεύθερο και φύγαμε για την Πάφο, ώστε να μάθουμε τι είχαν απογίνει δύο από τα αδέλφια μου, που ήταν στρατιώτες», θυμάται και προσθέτει: «Ήμουν έγκυος στη μεγάλη μου κόρη, τη Μαίρη, πήραμε μια μικρή τσάντα με ελάχιστα ρούχα, αφού σκοπεύαμε να επιστρέψουμε στα σπίτια και τις δουλειές μας. Σε κάθε χιλιόμετρο στεκόταν κι ένας στρατιώτης για έλεγχο. Δεν ξέραμε τι θα γινόταν. Το τραγικό ήταν ότι μόλις φτάσαμε στην Πάφο ακούσαμε από το ραδιόφωνο του BBC για την απόβαση των Τούρκων, ακριβώς στο σημείο που βρισκόμασταν εμείς προτού φύγουμε. Μείναμε, λοιπόν, στη μητέρα μου, εγώ είχα πια γεννήσει κι ο άντρας μου ήταν στρατιώτης».
Το μαγαζί στην Αριάδνης
Μετά την Εισβολή δουλειές δύσκολα βρίσκαμε στην Κύπρο κι ο Άριστος δεν μπορούσε να εργαστεί ως μουσικός. «Tο 1983 ανοίξαμε ένα μικρό μαγαζί με τζαμαρία στα φώτα της οδού Αριάδνης, στην τουριστική περιοχή, για να φτιάχνουμε λουκουμάδες και σιάμισιη», σημειώνει.
Θυμάται ότι ήταν ένα μικρό κατάστημα, με χώμα στο πάτωμα αρχικά, όπου μετά τοποθέτησαν μάρμαρα και πρόσθεσαν την τζαμαρία. «Η δουλειά ήταν λίγη, γιατί ο κόσμος απέφευγε τα γλυκά. Έτσι σκέφτηκα να δοκιμάσουμε τα σουβλάκια, αφού τα γνώριζα καλά από μια θεία μου, που με έμαθε από μικρή να τα ψήνω», τονίζει. Η δοκιμή πέτυχε, αλλά σύντομα αποφασίστηκε η επέκταση του δρόμου σε διπλής από μονής κατεύθυνσης, κάτι που έπληξε τις εργασίες τους, χωρίς ποτέ να αποζημιωθούν γι’ αυτό: «Μας έβαλαν να υπογράψουμε ένα χαρτί ότι δεν θα είχαμε καμία απαίτηση, πήγαμε σε δικηγόρο, αλλά μας είπε ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε οτιδήποτε. Ευτυχώς, στον ίδιο δρόμο - δυο βήματα παρακάτω και σε καλύτερο σημείο - νοικιαζόταν ένα μαγαζί. Το πήραμε και αρχίσαμε ξανά».
Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού την προσέγγισε κάποια στιγμή για να της πουλήσει το διπλανό, γιατί όπως της είπε, «θα τo χρειαστείς». «Δεν τα βρήκαμε στην τιμή, όμως λίγο μετά επανήλθε με καλύτερη πρόταση. Κι όταν συμφωνήσαμε, μου είπε ότι στα δύο χρόνια, αν το μαγαζί μας πήγαινε καλά, θα μου έδινε και τα άλλα καταστήματα στην ίδια τιμή. Σήμερα, ο χώρος μας είναι τρία καταστήματα, τα δύο τα αγοράσαμε, το τρίτο το ενοικιάζουμε», αναφέρει.
Σήμερα στο μαγαζί δουλεύουν η Κική με τις θυγατέρες της Μαίρη και Γεωργία, οι γαμπροί της Ηλίας και Αντρέας κι επιπλέον τα εγγόνια από 10 μέχρι 23 ετών.
Προσφέρει σουβλάκια, σιεφταλιές, μπριζόλες, παϊδάκια, μεζέδες, φιλέτο κοτόπουλο, γενικά ότι έχει να κάνει με το κρέας, αλλά και σολομό, ενώ ολόχρονα διαθέτει στο μενού και καλαμαράκια. «Το φαγητό μας είναι πάντα φρέσκο, δεν βάζουμε τίποτε κατεψυγμένο στο μαγαζί.
Επίσης, φτιάχνουμε αρνί σουβλάκι. Οι Κύπριοι έχουν μάθει να το τρώνε και το ζητάνε», λέει. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα κρέατα παραδίδονται στον χώρο καθημερινά και η ομάδα τα ετοιμάζει από την αρχή, τα κόβει όπως τα θέλει κι αλέθει τον κιμά με δική τους μηχανή. Είναι μια δουλειά που πρέπει να αγαπάς για να την κάνεις, επισημαίνει η κ. Κική. «Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις, θα σε αγαπά κι εκείνο. Πέραν τούτου έχουμε πάντα ως γνώμονα ότι η φιλοξενία και η εξυπηρέτηση είναι τα σημαντικότερα από όσα αναζητούν οι πελάτες», σημειώνει. Και για του λόγου τ’ αληθές, κάθε Φώτα φτιάχνει λουκουμάδες και κερνά όλους τους πελάτες της, έτσι για να θυμάται κιόλας πώς ξεκίνησε. Η κ. Κική αρκείται σε αυτά που έχει και είναι πολύ ευχαριστημένη από τη δουλειά της. Δεν σκέφτεται ένα δεύτερο μαγαζί ή να προχωρήσει σε άλλες μεθόδους, όπως το franchise. «Θα διαλύσεις το πρώτο για να κάνεις δεύτερο; Πολλοί το έκαναν και χάλασε η δουλειά τους. Όχι, προτιμώ να μείνω με αυτό», καταλήγει.
Facts & Figures
- Διεύθυνση: Το κατάστημα βρίσκεται στην οδό Αριάδνης 10, στη Μουτταγιάκα.
- Προμηθευτές: Κρεαταγορές Μελής, Ανδρέας Παπανικολής & Υιός Λτδ, Υπεραγορά Βήχας.
- Ώρες λειτουργίας: Το μαγαζί ανοίγει στις 11 π.μ. για προετοιμασία και άναμμα κάρβουνων και κλείνει στις 12 τα μεσάνυχτα. Λειτουργεί ως dine in και take away.
- Τιμές: Μια πίττα σουβλάκια στοιχίζει €5.50.
- Παραγγελίες: Γίνονται για γιορτές και γενέθλια.
- Προσωπικό: 15 άτομα, που δουλεύουν με βάρδιες.
Το μαγαζί διαφοροποιείται με αρνί σουβλάκι, το οποίο οι πελάτες έμαθαν και προτιμούν
SAN PEDRO STREET FOOD
Το καραβάνι που έγινε εστιατόριο
Πάντα του άρεσε να μαγειρεύει. Από μικρός καθόταν κοντά στη μητέρα του στην κουζίνα και παρακολουθούσε την κάθε της κίνηση. Μεγαλώνοντας περνούσε ώρες και μέρες στην ταβέρνα του παππού του στη Λάρνακα. Σήμερα, στα 35 του, ο Άντρος Ραγιάς, ιδιοκτήτης του San Pedro Street Food, μπορεί να νιώθει περήφανος για το δικό του επίτευγμα στον χώρο της εστίασης, όπου φημίζεται ιδιαίτερα για τα μπέργκερ του. Ουδέποτε ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο, με αυτοκίνητα ή μοτοσικλέτες. Αντίθετα, λάτρευε τη μαγειρική. Είχε αναλάβει το εστιατόριο του παππού του, αλλά όταν η πρόσφατη κρίση τους κτύπησε την πόρτα το νοίκιασαν κι ο ίδιος έφυγε για την Αγγλία το 2012, όπου δούλεψε σε εστιατόρια fish & chips. Πέρασαν δύο χρόνια προτού επιστρέψει στην Κύπρο κι άρχισε να δουλεύει σ’ ένα εστιατόριο στο Μακένζι. Ήταν εκεί για τρεις εβδομάδες, όταν η μητέρα του τού έστειλε στο facebook μια φωτογραφία ενός καραβανιού. «Με παρότρυνε να το αγοράσω για να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα, καθώς πάντοτε ήθελα να δημιουργήσω κάτι δικό μου», αναφέρει. Και προσθέτει: «Όταν πήγα στην Αμερική για μήνα του μέλιτος με τη σύζυγό μου, δοκίμασα τα πιο τέλεια μπέργκερ. Κάτι παρόμοιο ήθελα να κάνω κι εγώ. Ήταν μια καλή ευκαιρία, το μελέτησα καλά, οπότε προχώρησα στην αγορά του καραβανιού. Αυτό έγινε το 2014. Το διαμόρφωσα όπως το ήθελα κι ευτυχώς η γιαγιά μου δέχθηκε να το τοποθετήσω στην αυλή της. Ξεκίνησα με σάντουιτς, κυρίως, αφού ο Κύπριος όποτε δει καραβάνι αυτό σκέφτεται».
Τα μπέργκερ που έκαναν θραύση
Εκτός από τα σάντουιτς έφτιαχνε και μπέργκερ, για τα οποία, όμως, δεν έκανε ποτέ αναφορά ότι ήταν homemade, με 100% κρέας βοδινό. «Απλώς, όποιος ερχόταν με έβλεπε να βάζω στη ζυγαριά τον κιμά, να τον ζυγίζω, να ετοιμάζω τα πάντα επί τόπου. Αυτό άρεσε κι ο κόσμος άρχισε να με διαφημίζει από στόμα σε στόμα», σημειώνει. Ο Άντρος δούλευε ασταμάτητα, πολλές ώρες. «Είχα τέσσερις ώρες μέχρι να επιστρέψω στη δουλειά. Πήγαινα σπίτι, έβαζα το ρόστο στον φούρνο, κοιμόμουν για λίγο, ξυπνούσα στις 8.30 π.μ., το έβγαζα κι έφευγα για το καραβάνι», θυμάται. Και προσθέτει: «Στην πορεία άρχισε να έρχεται τόσο πολύς κόσμος που δεν προλάβαινα. Ίσως επειδή προσευχόμουν, διάβαζα πάντα ένα βιβλίο του πατρός Παΐσιου και προσπαθούσα πνευματικά ως άνθρωπος να είμαι καλός, να σκέφτομαι θετικά για να έρχονται πάντα καλά στη ζωή μου. Φώναξα, λοιπόν, τον πατέρα μου και τη γυναίκα μου για βοήθεια, ενώ το τηλέφωνο κτυπούσε ασταμάτητα. Μαγείρευα συνέχεια, δεν σταματούσα ούτε για ένα λεπτό. Ακόμα κι όταν έβρεχε, ο κόσμος στεκόταν γραμμή για να αγοράσει τα μπέργκερ μου. Ήταν απίστευτο».
Μόνο δικές του συνταγές
Ποτέ δεν πέταξε φαγητό, ό,τι έμενε αξιοποιείτο το βράδυ για την οικογένεια. «Είχα πάντα ως αρχή ότι ο πελάτης έπρεπε να πάρει φρέσκο προϊόν. Ακόμα κι αν καιγόταν κάτι το πέταγα, ζητούσα συγγνώμη από τον πελάτη και του έβαζα άλλο να ψηθεί. Κάθε πελάτης ήταν για μένα ένας κριτής, οπότε έπρεπε να του δώσω το τέλειο για να επιστρέψει ξανά». Φιλοσοφία του αποτελεί η προσφορά ποιότητας σε χαμηλή τιμή: «Ο κόσμος θα φάει σε πολύ χαμηλή τιμή φρέσκο προϊόν και ποτέ κατεψυγμένο». Όλες οι συνταγές είναι δημιουργήματα του ιδίου, εκτός από το barbeque, που ανήκει στη μητέρα του. «Πειραματίστηκα πολύ με τα υλικά και λέρωσα πολύ την κουζίνα στο σπίτι μέχρι να καταλήξω. Την πρώτη φορά που δοκίμασα να φτιάξω τη Jack Daniel’s sauce λέρωσα όλους σχεδόν τους τοίχους της κουζίνας, όπως και το ταβάνι. Κατάφερα, όμως, να έχω τη δική μου sauce, καθώς και παγωτό στη συνέχεια», επισημαίνει.
Aπό το καραβάνι στο μαγαζί
Η δουλειά στο καραβάνι διήρκησε δύο χρόνια κι ακολούθως πήρε την απόφαση να στεγαστεί σε κατάστημα. Στις 29 Ιουνίου του 2016 άνοιξε το δικό του μαγαζί στην οδό Σπύρου Κυπριανού στη Λάρνακα: «Επί έξι μήνες προσπαθούσα να βρω χρόνο για την προετοιμασία του μενού και των καταλόγων, την επιλογή και την τοποθέτηση της ταμπέλας και δεν τα κατάφερνα. Ο κόσμος μπαινόβγαινε ασταμάτητα, επικρατούσε χαμός», σημειώνει. Και το όνομα αυτού, San Pedro, κι όχι τυχαία.
Στο μήνα του μέλιτος ο Άντρος είχε επισκεφθεί με τη σύζυγό του μια περιοχή στο Λος Άντζελες, που ονομαζόταν San Pedro: «Τρελάθηκα με τα μπέργκερ που δοκίμασα. Ρωτούσα τι έβαζαν μέσα, μου απαντούσαν είναι 100% βοδινό, αλλά δεν χωρούσε το μυαλό μου τι σήμαινε αυτό. Ρωτούσα, λοιπόν, ξανά και ξανά, μέχρι που έβγαλα το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για καθαρό βοδινό, χωρίς φρυγανιά, αυγά ή μαϊντανό, μόνο αλάτι και πιπέρι. Πρώτα το κρέας σου πρέπει να είναι καλό κι έπειτα θα του δώσεις εσύ τη γεύση και θα προσθέσεις κι ένα ωραίο sauce». Πέραν της περιοχής, όπου γεύτηκε τα καλύτερα - για τον ίδιο - μπέργκερ, άλλες δύο συγκυρίες συνέκλιναν στο όνομα San Pedro. Το ότι το κατάστημα λειτούργησε την ημέρα της γιορτής του Αποστόλου Πέτρου, ενώ και το όνομα του γιου του είναι Πέτρος. Δυόμισι χρόνια μετά οι δουλειές πάνε μια χαρά και γίνονται, μάλιστα, σκέψεις για μετακόμιση σε μεγαλύτερο κατάστημα στη Λάρνακα, καθώς ο υφιστάμενος χώρος είναι μικρός. Υπάρχουν, επίσης, σχέδια για το άνοιγμα ενός ακόμα μαγαζιού είτε στη Λευκωσία είτε στη Λάρνακα.
Facts & Figures
- Προσωπικό: 17 άτομα σε βάρδιες.
- Ώρες λειτουργίας: 12 μ.μ. - 11 μ.μ. Το κατάστημα δουλεύει dine inn και take away.
- Τιμές: Από €4 το απλό μπέργκερ μέχρι €8.50 το μεγαλύτερο
- Υλικά: Όλα τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται είναι κυπριακά. Μεταξύ αυτών τρεις τόνοι κυπριακές πατάτες τον μήνα.
- Προτιμήσεις: Ο κόσμος προτιμά το campfire burger, στο οποίο προστίθεται ειδικό πιπέρι από την Αγγλία με μια ιδιαίτερη γεύση και το San Pedro burger, που περιλαμβάνει sauce μουστάρδας με κομμένο αγγουράκι τουρσί.