ΕΠΑ: Το Δικαστήριο επικύρωσε το πρόστιμο €663.000 σε βάρος της ΑΤΗΚ
13:43 - 08 Οκτωβρίου 2018
Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ανακοινώνει ότι στις 4 Οκτωβρίου 2018 το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση επί των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων με αρ. 5651/2013 και 6297/2013 με την οποία απέρριψε τις δύο προσφυγές της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ) επικυρώνοντας τις αποφάσεις της Επιτροπής με αρ. 38/2013 και 50/2013. Το Δικαστήριο κατόπιν διεξοδικής και λεπτομερούς ανάλυσης, επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής για έκδοση Προσωρινού Διατάγματος, με αρ. 38/2013 ημερομηνίας 13/6/2013, εναντίον της ΑΤΗΚ κατόπιν καταγγελίας και αιτήματος λήψης προσωρινών μέτρων που είχε υποβάλει η εταιρεία Primetel.
Επίσης, το Διοικητικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής με αρ. 50/2013 ημερομηνίας 5/9/2013, με την οποία η Επιτροπή είχε αποφασίσει να επιβάλει στην ΑΤΗΚ πρόστιμο ύψους €663,000, λόγω της μη συμμόρφωσης της με το Προσωρινό Διάταγμα της ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2013 (Απόφαση με αρ. 38/2013) για λήψη προσωρινών μέτρων εναντίον της.
Σε ότι αφορά την προσφυγή με αρ. 5651/2013, το Δικαστήριο ανάμεσα σε άλλα έκρινε ότι από τις 5/3/2015 που εκδόθηκε η τελική απόφαση της Επιτροπής επί της καταγγελίας που είχε υποβάλει η εταιρεία Primetel εναντίον της ΑΤΗΚ (απόφαση αριθμός 7/2015), η ενδιάμεση απόφαση που προηγήθηκε (ήτοι το Προσωρινό Διάταγμα), έπαυσε να έχει οποιαδήποτε ισχύ, δηλαδή έληξε. Περαιτέρω, σε ότι αφορά το έννομο συμφέρον της ΑΤΗΚ συνεπεία της καταβολής του προστίμου που της επιβλήθηκε από την Επιτροπή, στο πλαίσιο εξέτασης της μη συμμόρφωσης με το Διάταγμά της Επιτροπής (Απόφαση με αρ. 50/2013), το Δικαστήριο έκρινε ότι: « Η έκδοση προσωρινών μέτρων από τους καθ’ ων η αίτηση εξ υπακούει την υποχρέωση των αιτητών να συμμορφωθούν με αυτά. Τυχόν διαφωνία τους ή αμφισβήτηση της νομιμότητας αυτών μπορεί να επιλυθεί μόνο δικαστικά και όχι μέσω της μη συμμόρφωσης τους με αυτά. Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί η ζημία που προκλήθηκε στους αιτητές ως συνεπεία της δικής τους παράλειψης συμμόρφωσης να στοιχειοθετήσει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη συνέχιση της δίκης εκεί που κατά άλλα η δίκη καταργείται.»
Σε ότι αφορά την προσφυγή με αρ. 6297/2013 και τους ισχυρισμούς της ΑΤΗΚ περί πλάνης, από μέρους της Επιτροπής, περί τα πράγματα αλλά και πλάνης περί το νόμο καθώς και κατάχρηση εξουσίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι « [..] οι καθ’ ων η αίτηση ασκώντας την κρίση τους κινήθηκαν σε εύλογα πλαίσια και δεν διαφαίνεται κάποια πλάνη από πλευράς τους επί της αξιολόγησης των γεγονότων. […] Η καταβολή τυχόν τελών επανασύνδεσης, όμως, που είναι φανερό από το λεκτικό και μόνο ότι είναι άγνωστο τόσο στους καθ’ ων η αίτηση όσο και στο ενδιαφερόμενο μέρος εάν εφαρμόζονται, είναι λογικό ότι δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί εάν οι αιτητές δεν καθόριζαν πόσο είναι το τέλος αυτό και ενημέρωσαν σχετικά (και έγκαιρα) το ενδιαφερόμενο μέρος. Εξάλλου, οι αιτητές επί των οποίων επιβλήθηκαν τα προσωρινά μέτρα, θα έπρεπε να είχαν προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες έτσι ώστε να μην εκθέσουν τους εαυτούς τους στις συνέπειες της μη συμμόρφωσης, όπως και έγινε.»
Περαιτέρω το Δικαστήριο έκρινε ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση με αρ. 50/2013 εκδόθηκε στη βάση των εξουσιών που παρέχονται στην Επιτροπή από το άρθρο 28(4), το οποίο λειτουργεί ανεξάρτητα από το άρθρο 37 του Νόμου, και συνεπώς, έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε υπό πλάνη νόμου. Τέλος, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας από πλευράς της Επιτροπής, και έκρινε ότι η Επιτροπή κινήθηκε εντός των εξουσιών που της παρέχει ο Νόμος.
Επίσης, το Διοικητικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής με αρ. 50/2013 ημερομηνίας 5/9/2013, με την οποία η Επιτροπή είχε αποφασίσει να επιβάλει στην ΑΤΗΚ πρόστιμο ύψους €663,000, λόγω της μη συμμόρφωσης της με το Προσωρινό Διάταγμα της ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2013 (Απόφαση με αρ. 38/2013) για λήψη προσωρινών μέτρων εναντίον της.
Σε ότι αφορά την προσφυγή με αρ. 5651/2013, το Δικαστήριο ανάμεσα σε άλλα έκρινε ότι από τις 5/3/2015 που εκδόθηκε η τελική απόφαση της Επιτροπής επί της καταγγελίας που είχε υποβάλει η εταιρεία Primetel εναντίον της ΑΤΗΚ (απόφαση αριθμός 7/2015), η ενδιάμεση απόφαση που προηγήθηκε (ήτοι το Προσωρινό Διάταγμα), έπαυσε να έχει οποιαδήποτε ισχύ, δηλαδή έληξε. Περαιτέρω, σε ότι αφορά το έννομο συμφέρον της ΑΤΗΚ συνεπεία της καταβολής του προστίμου που της επιβλήθηκε από την Επιτροπή, στο πλαίσιο εξέτασης της μη συμμόρφωσης με το Διάταγμά της Επιτροπής (Απόφαση με αρ. 50/2013), το Δικαστήριο έκρινε ότι: « Η έκδοση προσωρινών μέτρων από τους καθ’ ων η αίτηση εξ υπακούει την υποχρέωση των αιτητών να συμμορφωθούν με αυτά. Τυχόν διαφωνία τους ή αμφισβήτηση της νομιμότητας αυτών μπορεί να επιλυθεί μόνο δικαστικά και όχι μέσω της μη συμμόρφωσης τους με αυτά. Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί η ζημία που προκλήθηκε στους αιτητές ως συνεπεία της δικής τους παράλειψης συμμόρφωσης να στοιχειοθετήσει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη συνέχιση της δίκης εκεί που κατά άλλα η δίκη καταργείται.»
Σε ότι αφορά την προσφυγή με αρ. 6297/2013 και τους ισχυρισμούς της ΑΤΗΚ περί πλάνης, από μέρους της Επιτροπής, περί τα πράγματα αλλά και πλάνης περί το νόμο καθώς και κατάχρηση εξουσίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι « [..] οι καθ’ ων η αίτηση ασκώντας την κρίση τους κινήθηκαν σε εύλογα πλαίσια και δεν διαφαίνεται κάποια πλάνη από πλευράς τους επί της αξιολόγησης των γεγονότων. […] Η καταβολή τυχόν τελών επανασύνδεσης, όμως, που είναι φανερό από το λεκτικό και μόνο ότι είναι άγνωστο τόσο στους καθ’ ων η αίτηση όσο και στο ενδιαφερόμενο μέρος εάν εφαρμόζονται, είναι λογικό ότι δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί εάν οι αιτητές δεν καθόριζαν πόσο είναι το τέλος αυτό και ενημέρωσαν σχετικά (και έγκαιρα) το ενδιαφερόμενο μέρος. Εξάλλου, οι αιτητές επί των οποίων επιβλήθηκαν τα προσωρινά μέτρα, θα έπρεπε να είχαν προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες έτσι ώστε να μην εκθέσουν τους εαυτούς τους στις συνέπειες της μη συμμόρφωσης, όπως και έγινε.»
Περαιτέρω το Δικαστήριο έκρινε ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση με αρ. 50/2013 εκδόθηκε στη βάση των εξουσιών που παρέχονται στην Επιτροπή από το άρθρο 28(4), το οποίο λειτουργεί ανεξάρτητα από το άρθρο 37 του Νόμου, και συνεπώς, έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε υπό πλάνη νόμου. Τέλος, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας από πλευράς της Επιτροπής, και έκρινε ότι η Επιτροπή κινήθηκε εντός των εξουσιών που της παρέχει ο Νόμος.