Θ. Θεοδοσίου: Χτίζουμε κτίρια για το μέλλον
10:15 - 24 Οκτωβρίου 2018

Δυναμική και συνεχή διαδικασία χαρακτήρισε την αύξηση της απαίτησης για υψηλή ενεργειακή απόδοση ο Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εργαστήριο Οικοδομικής και Φυσικής Κτιρίων στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεόδωρος Θεοδοσίου.
Όπως ανέφερε στο 1ο Συνέδριο για τον σχεδιασμό και την κατασκευή κτιρίων, η δουλειά του κατασκευαστή δεν τελειώνει μόλις ολοκληρωθεί το κτίριο. «Είναι κάτι που θα ζήσει τουλάχιστον 50 χρόνια, άρα θα ζήσουν με τις συνέπειές του το κράτος και άλλοι φορείς», τόνισε ο κ. Θεοδοσίου, σημειώνοντας ότι το κτίριο χτίζεται για το μέλλον και πρέπει να βρούμε τους τρόπους ούτως ώστε να βγάλει τα λεφτά του σε 30 χρόνια μετά την κατασκευή του.
Παρόλη την οικονομική σκοπιμότητα, το κόστος ανέγερσης/μετατροπής με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα αυξάνεται, σημείωσε σχετικά, τονίζοντας ότι η οικονομική σκοπιμότητα προκύπτει σε βάθος χρόνου.
Αναγνώρισε, ωστόσο, ότι προκύπτει ασυμφωνία στο τι υπολογίζουμε και τι πραγματικά καταφέρνουμε, παρά τον κόπο, τις οδηγίες και τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τα οποία, όμως, δεν είναι κλειστά και αφήνουν σε κάθε κράτος να κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές.
Σύμφωνα με τον κ. Θεοδοσίου, ένα από τα σημαντικά λάθη που γίνονται είναι η συλλογή πληροφοριών και δεδομένων 30 χρόνων για ένα κτήριο, το οποίο θα ανεγερθεί στο μέλλον.
Εξήγησε, επίσης, ότι ακόμα και στο εξωτερικό υπάρχουν καλά κτήρια που δεν αντέχουν στις αλλαγές του κλίματος, τονίζοντας ότι «με λίγα χρήματα θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί έρευνα, η οποία θα γίνει από Κύπριους επιστήμονες, για το ισχύει στο κυπριακό κλίμα και πώς μπορεί να εφαρμοστεί στα νέα κτίρια που θα ανεγερθούν».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι ο υπολογισμός των θερμογεφυρών στην Κύπρο βασίζεται σε μία υπεραπλουστευτική προσέγγιση, η οποία στηρίζεται σε επίσης απλουστευμένο πρότυπο, που εγγράφηκε το 1990.
«Είναι ένα πολύ παλιό πρότυπο, το οποίο δεν έχει εφαρμογή στα σημερινά δεδομένα», ανέφερε ο κ. Θεοδοσίου.
«Υπάρχει η ευκαιρία στην Κύπρο να δούμε τα πράγματα διαφορετικά, προκειμένου το κτήριο να είναι αποδοτικό μελλοντικά», πρόσθεσε ακόμα, τονίζοντας την ανάγκη τεκμηρίωσης πραγματικών συνθηκών λειτουργίας, καθώς και επαναπροσδιορισμού του τι είναι σημαντικό και τι όχι.
Όπως ανέφερε στο 1ο Συνέδριο για τον σχεδιασμό και την κατασκευή κτιρίων, η δουλειά του κατασκευαστή δεν τελειώνει μόλις ολοκληρωθεί το κτίριο. «Είναι κάτι που θα ζήσει τουλάχιστον 50 χρόνια, άρα θα ζήσουν με τις συνέπειές του το κράτος και άλλοι φορείς», τόνισε ο κ. Θεοδοσίου, σημειώνοντας ότι το κτίριο χτίζεται για το μέλλον και πρέπει να βρούμε τους τρόπους ούτως ώστε να βγάλει τα λεφτά του σε 30 χρόνια μετά την κατασκευή του.
Παρόλη την οικονομική σκοπιμότητα, το κόστος ανέγερσης/μετατροπής με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα αυξάνεται, σημείωσε σχετικά, τονίζοντας ότι η οικονομική σκοπιμότητα προκύπτει σε βάθος χρόνου.
Αναγνώρισε, ωστόσο, ότι προκύπτει ασυμφωνία στο τι υπολογίζουμε και τι πραγματικά καταφέρνουμε, παρά τον κόπο, τις οδηγίες και τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τα οποία, όμως, δεν είναι κλειστά και αφήνουν σε κάθε κράτος να κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές.
Σύμφωνα με τον κ. Θεοδοσίου, ένα από τα σημαντικά λάθη που γίνονται είναι η συλλογή πληροφοριών και δεδομένων 30 χρόνων για ένα κτήριο, το οποίο θα ανεγερθεί στο μέλλον.
Εξήγησε, επίσης, ότι ακόμα και στο εξωτερικό υπάρχουν καλά κτήρια που δεν αντέχουν στις αλλαγές του κλίματος, τονίζοντας ότι «με λίγα χρήματα θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί έρευνα, η οποία θα γίνει από Κύπριους επιστήμονες, για το ισχύει στο κυπριακό κλίμα και πώς μπορεί να εφαρμοστεί στα νέα κτίρια που θα ανεγερθούν».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι ο υπολογισμός των θερμογεφυρών στην Κύπρο βασίζεται σε μία υπεραπλουστευτική προσέγγιση, η οποία στηρίζεται σε επίσης απλουστευμένο πρότυπο, που εγγράφηκε το 1990.
«Είναι ένα πολύ παλιό πρότυπο, το οποίο δεν έχει εφαρμογή στα σημερινά δεδομένα», ανέφερε ο κ. Θεοδοσίου.
«Υπάρχει η ευκαιρία στην Κύπρο να δούμε τα πράγματα διαφορετικά, προκειμένου το κτήριο να είναι αποδοτικό μελλοντικά», πρόσθεσε ακόμα, τονίζοντας την ανάγκη τεκμηρίωσης πραγματικών συνθηκών λειτουργίας, καθώς και επαναπροσδιορισμού του τι είναι σημαντικό και τι όχι.