Α. Φιλιππίδου: Μη συμβατές με τα διεθνή πρότυπα οι οικονομικές καταστάσεις Λαϊκής
18:18 - 10 Ιανουαρίου 2018
Τη θέση ότι η μη συμπερίληψη στις οικονομικές καταστάσεις της Λαϊκής Τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30/9/2011 των απομειώσεων των ελληνικών ομολόγων και της υπεραξίας των εργασιών στην Ελλάδα, δεν ήταν συμβατή με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, εξέφρασε σήμερα η τότε Οικονομική Διευθύντρια του Ομίλου Αννίτα Φιλιππίδου ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.
Η κα. Φιλιππίδου αντεξετάστηκε από τον Ανδρέα Χαβιαρά, εκ των συνηγόρων υπεράσπισης των Ευθύμιου Μπουλούτα και Μάρκου Φόρου, Διευθύνων Σύμβουλος και μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας αντίστοιχα, οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι στη ποινική υπόθεση εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών της πρώην Λαϊκής Τράπεζας.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι επίσης ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής και ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου.
Κατά την αντεξέταση της, ο κ. Χαβιαράς αμφισβήτησε την ακρίβεια και την αξιοπιστία των ποσών που είχε εισηγηθεί η ίδια και οι εξωτερικοί ελεγκτές ως απομείωση της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στα οποία αναφέρθηκε κατά τη χθεσινή κύρια εξέταση της από την εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Έλλη Παπαγαπίου.
Η κα. Φιλιππίδου ανέφερε ότι η δική της εκτίμηση ήταν ότι το ποσό της απομείωσης ανερχόταν μεταξύ των €600-€900 εκ. ενώ οι εξωτερικοί ελεγκτές ανέβαζαν το ποσό αυτό στα €1,126 δις. Η ίδια υπεραμύνθηκε της θέσης της ότι στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί ένα ποσό της τάξης των €250 εκ. ως ελάχιστο ποσό απομείωσης της υπεραξίας το οποίο θα διορθωνόταν στους ετήσιους λογαριασμούς της τράπεζας στο τέλος του 2011.
Η κα. Φιλιππίδου χαρακτήρισε τους υπολογισμούς αυτούς λογικούς, απορρίπτοντας την υποβολή ότι οι υπολογισμοί που έγιναν ήταν «του κουτουρού». Εξέφρασε επίσης τη διαφωνία της με την υποβολή ότι η ίδια ενήργησε με προχειρότητα και κατά παράβαση των καθηκόντων της. Απέρριψε επίσης την υποβολή ότι το ποσό των €250 εκ. θα ήταν παραπλανητικό προς τους μετόχους από τη στιγμή που η ίδια θεωρούσε ότι το ποσό αυτό ήταν μεγαλύτερο, συμφώνησε ωστόσο με τη θέση ότι κάτι τέτοιο θα ήταν «απομείωση σε δόσεις» επειδή δεν γνώριζαν το ακριβές ποσό.
Η ίδια διαφώνησε επίσης με την υποβολή ότι η μη αποσαφήνιση των όρων του PSI Plus κατά την περίοδο που ετοιμάζονταν οι οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας, και η οποία είχε λήξει στις 30/9/2011, δεν επέτρεπε ένα αξιόπιστο υπολογισμό ούτε της μείωσης της αξίας των ελληνικών ομολόγων ούτε της μείωσης της υπεραξίας βάση των διεθνών λογιστικών προτύπων. «Και για τα δύο πολέμησα να μπουν στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας στις 30/9/2011», είπε χαρακτηριστικά.
Η κα. Φιλιππίδου απέρριψε την υποβολή ότι στη συνεδρία του ΔΣ στις 29/11/2011 δεν ανέφερε οτιδήποτε για τη απομείωση της υπεραξίας, λέγοντας ότι το ανέφερε, όχι με τον ίδιο έντονο τρόπο για το θέμα της απομείωσης των ελληνικών ομολόγων, «αλλά το ανέφερα».
Επανάλαβε τη θέση ότι οι οικονομικές καταστάσεις για την περίοδο που έληξε στις 30/9/2011 δεν ήταν σύμφωνες με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα ως επίσης τη θέση ότι ο κ. Μπουλούτας θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί στις οικονομικές καταστάσεις η απομείωση των ελληνικών ομολόγων και της υπεραξίας των εργασιών στην Ελλάδα και πως η άποψη του ήταν ότι οι απομειώσεις αυτές πήγαιναν «χέρι με χέρι».
Οι κατηγορίες
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη για το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης.
Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, διέδωσαν πληροφορίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο κοινό που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις. Δηλαδή, ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Κατηγορούνται, επίσης, ότι με την με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, και ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, προέβησαν σε παραπλανητική ανακοίνωση. Δηλαδή, στις 29/11/11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της εταιρείας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.
Η κα. Φιλιππίδου αντεξετάστηκε από τον Ανδρέα Χαβιαρά, εκ των συνηγόρων υπεράσπισης των Ευθύμιου Μπουλούτα και Μάρκου Φόρου, Διευθύνων Σύμβουλος και μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας αντίστοιχα, οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι στη ποινική υπόθεση εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών της πρώην Λαϊκής Τράπεζας.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι επίσης ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής και ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου.
Κατά την αντεξέταση της, ο κ. Χαβιαράς αμφισβήτησε την ακρίβεια και την αξιοπιστία των ποσών που είχε εισηγηθεί η ίδια και οι εξωτερικοί ελεγκτές ως απομείωση της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στα οποία αναφέρθηκε κατά τη χθεσινή κύρια εξέταση της από την εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Έλλη Παπαγαπίου.
Η κα. Φιλιππίδου ανέφερε ότι η δική της εκτίμηση ήταν ότι το ποσό της απομείωσης ανερχόταν μεταξύ των €600-€900 εκ. ενώ οι εξωτερικοί ελεγκτές ανέβαζαν το ποσό αυτό στα €1,126 δις. Η ίδια υπεραμύνθηκε της θέσης της ότι στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί ένα ποσό της τάξης των €250 εκ. ως ελάχιστο ποσό απομείωσης της υπεραξίας το οποίο θα διορθωνόταν στους ετήσιους λογαριασμούς της τράπεζας στο τέλος του 2011.
Η κα. Φιλιππίδου χαρακτήρισε τους υπολογισμούς αυτούς λογικούς, απορρίπτοντας την υποβολή ότι οι υπολογισμοί που έγιναν ήταν «του κουτουρού». Εξέφρασε επίσης τη διαφωνία της με την υποβολή ότι η ίδια ενήργησε με προχειρότητα και κατά παράβαση των καθηκόντων της. Απέρριψε επίσης την υποβολή ότι το ποσό των €250 εκ. θα ήταν παραπλανητικό προς τους μετόχους από τη στιγμή που η ίδια θεωρούσε ότι το ποσό αυτό ήταν μεγαλύτερο, συμφώνησε ωστόσο με τη θέση ότι κάτι τέτοιο θα ήταν «απομείωση σε δόσεις» επειδή δεν γνώριζαν το ακριβές ποσό.
Η ίδια διαφώνησε επίσης με την υποβολή ότι η μη αποσαφήνιση των όρων του PSI Plus κατά την περίοδο που ετοιμάζονταν οι οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας, και η οποία είχε λήξει στις 30/9/2011, δεν επέτρεπε ένα αξιόπιστο υπολογισμό ούτε της μείωσης της αξίας των ελληνικών ομολόγων ούτε της μείωσης της υπεραξίας βάση των διεθνών λογιστικών προτύπων. «Και για τα δύο πολέμησα να μπουν στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας στις 30/9/2011», είπε χαρακτηριστικά.
Η κα. Φιλιππίδου απέρριψε την υποβολή ότι στη συνεδρία του ΔΣ στις 29/11/2011 δεν ανέφερε οτιδήποτε για τη απομείωση της υπεραξίας, λέγοντας ότι το ανέφερε, όχι με τον ίδιο έντονο τρόπο για το θέμα της απομείωσης των ελληνικών ομολόγων, «αλλά το ανέφερα».
Επανάλαβε τη θέση ότι οι οικονομικές καταστάσεις για την περίοδο που έληξε στις 30/9/2011 δεν ήταν σύμφωνες με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα ως επίσης τη θέση ότι ο κ. Μπουλούτας θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί στις οικονομικές καταστάσεις η απομείωση των ελληνικών ομολόγων και της υπεραξίας των εργασιών στην Ελλάδα και πως η άποψη του ήταν ότι οι απομειώσεις αυτές πήγαιναν «χέρι με χέρι».
Οι κατηγορίες
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη για το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης.
Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, διέδωσαν πληροφορίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο κοινό που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις. Δηλαδή, ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Κατηγορούνται, επίσης, ότι με την με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, και ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, προέβησαν σε παραπλανητική ανακοίνωση. Δηλαδή, στις 29/11/11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της εταιρείας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ