Αναζητούν φόρμουλα για έσοδα του ειδικού φόρου τραπεζών
15:30 - 11 Σεπτεμβρίου 2017
Τη χρυσή τομή για την κατανομή των εσόδων από τον Περί επιβολής ειδικού φόρου πιστωτικού ιδρύματος Νόμο, αναζητούν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών.
Νέο νομοσχέδιο που κατέθεσε το Υπουργείο Οικονομικών αποσκοπεί στην τροποποίηση του υφιστάμενου νόμου, έτσι ώστε οι τράπεζες να αφαιρούν από το ποσό του ειδικού φόρου, το ποσό των εισφορών που τους αναλογεί στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ), έτσι ώστε τα κυπριακά τραπεζικά ιδρύματα να μην επιβαρύνονται επιπρόσθετα και να μην βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση έναντι των άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων της ευρωζώνης.
Το νέο νομοσχέδιο κατατέθηκε αφού το Νοέμβριο του 2016 απορρίφθηκε άλλο νομοσχέδιο που τροποποιούσε το νόμο, έτσι ώστε όλα τα έσοδα από τον ειδικό φόρο - αφού αφαιρεθούν τα €19 εκατ. του ΕΤΕ - θα διοχετεύονταν στο ταμείο ανακεφαλαιοποίησης για την ανάκτηση της δεύτερης ανακεφαλαιοποίησης του Συνεργατισμού με €175 εκατ. Η προτεινόμενη νομοθεσία είχε απορριφθεί με το σκεπτικό ότι μειώνονταν τα έσοδα του κράτους.
Αυτή τη στιγμή τα κυπριακά τραπεζικά ιδρύματα καταβάλλουν €19 εκατ. στο ΕΤΕ και επιπλέον άλλα €70 εκατ. μέσω του ειδικού φόρου πιστωτικού ιδρύματος.
Με το νέο νομοσχέδιο, προτείνεται όπως τα €19 εκατ. αφαιρεθούν από τα €70 που οι τράπεζες καταβάλλουν στο κράτος, έτσι ώστε τα κυπριακά πιστωτικά ιδρύματα να μην βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση σε σύγκριση με τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα.
Βάσει του νομοσχεδίου, τα €70 εκατομμύρια κατανέμονται ως ακολούθως:
Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης €19
Ταμείο Εξυγίανσης €30 ή 25/60 του εναπομείναντος ποσού ήτοι €51 εκατ
Πάγιο Ταμείο του κράτους €21 εκατ ή 25/60 των €51 εκατ.
Ο ειδικός φόρος πιστωτικού ιδρύματος είχε θεσπιστεί το 2011 (0,11 τοις χιλίοις επί των καταθέσεων) με στόχο να εισρεύσουν στον κρατικό κορβανά κεφάλαια που θα χρησιμοποιούνταν για διάσωση προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Ωστόσο από το 2015 οι τράπεζες κλήθηκαν να καταβάλλουν επιπλέον ποσό στον ΕΤΕ (€19 εκατ ετησίως, συνολικά €110 εκατ μέχρι το 2021), ενώ το κυπριακό ταμείο ανακεφαλαιοποίησης κλήθηκε να καλύψει τη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση του Συνεργατισμού με €175 εκατ, ποσό το οποίο με βάση τα όσα αποφασίστηκαν θα ανακτηθεί μέσω του ειδικού φόρου. Βάσει του σχεδιασμού το ποσό αυτό θα ανακτηθεί το 2021.
Η ιδέα είναι η συνολική επιβάρυνση των τραπεζών να μην αυξηθεί και να παραμένει στα πλαίσια τα οποία προκύπτουν με βάση το τέλος που καταβάλλεται σήμερα, εξήγησε ο Διευθυντής Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στο Υπουργείο Οικονομικών, Ανδρέας Χαραλάμπους, ο οποίος ανέφερε πως μέχρι στιγμής τα €70 εκατ που εισπράττει το κράτος χρησιμοποιούνται για δημοσιονομικούς σκοπούς.
Σημείωσε πως ακόμη και με τη νέα διευθέτηση, δεδομένης της αυξητικής τάσης των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, επί των οποίων υπολογίζεται ο ειδικός φόρος, είναι πιθανόν οι κυπριακές τράπεζες να συνεχίζουν να πληρώνουν μεγαλύτερη εισφορά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τράπεζες της ευρωζώνης.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Αβέρωφ Νεοφύτου είπε ότι «επειδή ήδη το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι σε μεταβατική κατάσταση, η κυβέρνηση λέει να μην πληρώνουν διπλά οι τράπεζες της Κύπρου σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τράπεζες της ευρωζώνης».
Εκ μέρους του Συνδέσμου Τραπεζών, ο Μιχάλης Κρονίδης εξήγησε πως το κράτος δεν θα χάσει εισοδήματα με την τροποποίηση του νόμου, αφού τα έσοδα του κράτους από τα €60 εκατ που είχαν υπολογιστεί αρχικά, αυξήθηκαν στα €70 εκατ και ίσως να αυξηθούν περαιτέρω λόγω της αύξησης των καταθέσεων. Να σημειωθεί πως οι τράπεζες καταβάλλουν στο κράτος ετησίως συνολικά 0,15% επί των καταθέσεών τους (0,037% ανά τρίμηνο).
«Το όλο σκεπτικό είναι ότι επειδή συνεχίζονται να αυξάνονται τα έσοδα από την επιβολή ειδικού φόρου, υπάρχει η ευχέρεια τα ποσά να μην επηρεαστούν και η διαφορά αυτή να καλύψει την καταβολή του τέλος προς το ευρωπαϊκό ταμείο ανακεφαλαιοποίησης. Απλώς δίνεται η ευχέρεια να μειωθεί η ταυτόχρονη εισφορά (ΕΤΕ) που έχει τον ίδιο σκοπό», είπε.
Εξήγησε ότι ακόμη και σε περίπτωση κατάρρευσης μιας τράπεζας, το ταμείο που θα ενεργοποιηθεί θα είναι το ευρωπαϊκό και όχι το κυπριακό.
Αντιρρήσεις εξέφρασε η βουλευτής της Συμμαχίας Πολιτών, Άννα Θεολόγου, η οποία υποστήριξε πως το κράτος θα μπορούσε να εισπράττει αυτά τα ποσά και να τα επιστρέφει στις τράπεζες για σκοπούς επιδότησης τόκων δανείων σε πρόσωπα που λαμβάνουν ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή σε άλλες ευάλωτες ομάδες.
«Με αυτό τον τρόπο και οι τράπεζες θα είναι στον παρονομαστή που ζητούν αυτή τη στιγμή με βάση την κατάργηση του φόρου αλλά και ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας θα ελαφρυνθεί από δυσβάσταχτο βάρος των δανείων και εμείς θεωρούμε ότι είναι με ένα σπάρο δύο τριγόνια. Ας ελπίσουμε ότι η Κυβέρνηση θα το αντιληφθεί πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου», ανέφερε σε δηλώσεις της η κ. Θεολόγου.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ