Ελ. Υπηρεσία: Προειδοποιεί Cyta για συμφωνίες με αθλητικά σωματεία
10:16 - 19 Αυγούστου 2017
Αυστηρές προειδοποιήσεις προς Cyta εκφράζει με ανακοίνωση της η Ελεγκτική Υπηρεσία με αφορμή δημοσιεύματα που αφορούν πιθανές συνεργασίες της Αρχής με αθλητικά σωματεία για εξασφάλιση τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Σημειώνεται πως η Υπηρεσία Cytavision άρχισε διαπραγματεύσεις με τον ΑΠΟΕΛ, την ΟΜΟΝΟΙΑ, την ΑΝΟΡΘΩΣΗ και την ΚΟΠ για την αγορά/ανανέωση τηλεοπτικών δικαιωμάτων μετά το 2019, ενώ δημοσιεύματα στον Τύπο κάνουν σήμερα λόγο για έκτακτη συνεδρία του ΔΣ της Cyta την Δευτέρα (21 Αυγούστου) για λήψη τελικών αποφάσεων σε σχέση με τα τηλεοπτικά δικαιώματα των ομάδων ποδοσφαίρου. Παράλληλα, αναφέρεται πως πρόθεση της Cyta είναι όπως δοθεί χρηματικό ποσό €3 εκατ. στον ΑΠΟΕΛ και €1,7 εκατ. στην Ανόρθωση με τις δύο ομάδες να έχουν δικαίωμα σε πρόσθετες απολαβές – μπόνους €200 χιλιάδων εάν κατακτήσουν το πρωτάθλημα ή το κύπελλο.
Άμεση ήταν η απάντηση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας η οποία επικαλείται την πρόσφατη Έκθεση της για την Cyta σύμφωνα με την οποίαν ουδεμία τέτοια δαπάνη δεν πρέπει να αναλαμβάνεται από την Αρχή εάν τεκμηριωμένα αυτή δεν παρέχει οικονομική ανταποδοτικότητα (value for money). «Για τον σκοπό αυτό, έχουν καθοριστεί παράμετροι και κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του ανταλλάγματος για την απόκτηση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της κάθε ομάδας (π.χ. ο αριθμός των φιλάθλων της κάθε ομάδας, η κατάταξη στα τελευταία πρωταθλήματα, η τηλεθέαση των αγώνων) και να αξιολογούνται τα ωφελήματα που προέκυψαν από την χορηγία που δόθηκε παλαιότερα. Επίσης, κατά την διαδικασία της διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να καταγράφονται οι προτάσεις και οι αντιπροτάσεις προς την Αρχή».
Επίσης, η Υπηρεσία με αφορμή την κατασπατάληση του αποθεματικού του Ταμείου Συντάξεων της Cyta αλλά και τη δαπάνη (και τότε) δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για την Cytavision με αδιαφανείς διαδικασίες, όπως σημειώνεται στην Έκθεση της για το 2013, καταγράφει στην ανακοίνωση της τα ακόλουθα:
«Σημειώνουμε ότι με βάση τον περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμο (Κεφ. 302) τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου θεωρούνται ότι εργοδοτούνται στη δημόσια υπηρεσία με την έννοια του Ποινικού Κώδικα. Στο σύγγραμμα του κ. Μιλτιάδη Μιλτιάδους «Οι ασκούντες επιχείρηση οργανισμοί δημοσίου δικαίου» αναφέρεται ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ενός ημικρατικού οργανισμού έχουν ευθύνη για τις πράξεις τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και η ευθύνη τους μπορεί να είναι ποινική ή αστική. Όπως αναφέρεται, τα μέλη μπορεί να υπέχουν ποινική ευθύνη για τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων του Μέρους ΙΙΙ του Ποινικού Κώδικα («Αδικήματα εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας») όπως είναι η κατάχρηση εξουσίας. Όσον αφορά στην αστική ευθύνη, στο σύγγραμμα εξηγείται ότι αυτή μπορεί να προκύπτει από ευθύνες των μελών έναντι του ίδιου του Οργανισμού, όπως το καθήκον για επίδειξη δεξιότητας και επιμέλειας για το οποίο τα παραδείγματα που παρατίθενται περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις άφρονες επενδύσεις, την παραγνώριση επαγγελματικών συμβουλών, τις μη εξουσιοδοτημένες πληρωμές, τη συσσώρευση επισφαλών χρεών κλπ. Όπως εξηγείται, σε τέτοιες περιπτώσεις αστικής ευθύνης, ο Οργανισμός έχει δικαίωμα να καταχωρήσει αγωγή εναντίον του αμελούς μέλους του διοικητικού συμβουλίου για να επιδιώξει αποζημίωση. Είναι συνεπώς εισήγηση μας ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσει το θέμα και να υποβάλει σχετική εισήγηση στον Υπουργό Οικονομικών για το ενδεχόμενο παραπομπής του θέματος στον Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων ή για το ενδεχόμενο να αναζητηθούν από τα πρόσωπα αυτά αστικές ευθύνες για τυχόν ζημιά που υπέστη η Αρχή εξ αιτίας των πράξεων ή παραλείψεων τους».
Τέλος, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει πως «αναγνωρίστηκε ότι ουδείς μπορεί να παραμένει ατιμώρητος αν κατασπαταλά με άφρονα τρόπο, πόσο μάλλον με δόλιο τρόπο, την κρατική περιουσία που του εμπιστεύονται οι πολίτες. Σε αυτή τη γραμμή κινείται η Υπηρεσία μας».
Άμεση ήταν η απάντηση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας η οποία επικαλείται την πρόσφατη Έκθεση της για την Cyta σύμφωνα με την οποίαν ουδεμία τέτοια δαπάνη δεν πρέπει να αναλαμβάνεται από την Αρχή εάν τεκμηριωμένα αυτή δεν παρέχει οικονομική ανταποδοτικότητα (value for money). «Για τον σκοπό αυτό, έχουν καθοριστεί παράμετροι και κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του ανταλλάγματος για την απόκτηση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της κάθε ομάδας (π.χ. ο αριθμός των φιλάθλων της κάθε ομάδας, η κατάταξη στα τελευταία πρωταθλήματα, η τηλεθέαση των αγώνων) και να αξιολογούνται τα ωφελήματα που προέκυψαν από την χορηγία που δόθηκε παλαιότερα. Επίσης, κατά την διαδικασία της διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να καταγράφονται οι προτάσεις και οι αντιπροτάσεις προς την Αρχή».
Επίσης, η Υπηρεσία με αφορμή την κατασπατάληση του αποθεματικού του Ταμείου Συντάξεων της Cyta αλλά και τη δαπάνη (και τότε) δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για την Cytavision με αδιαφανείς διαδικασίες, όπως σημειώνεται στην Έκθεση της για το 2013, καταγράφει στην ανακοίνωση της τα ακόλουθα:
«Σημειώνουμε ότι με βάση τον περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμο (Κεφ. 302) τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου θεωρούνται ότι εργοδοτούνται στη δημόσια υπηρεσία με την έννοια του Ποινικού Κώδικα. Στο σύγγραμμα του κ. Μιλτιάδη Μιλτιάδους «Οι ασκούντες επιχείρηση οργανισμοί δημοσίου δικαίου» αναφέρεται ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ενός ημικρατικού οργανισμού έχουν ευθύνη για τις πράξεις τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και η ευθύνη τους μπορεί να είναι ποινική ή αστική. Όπως αναφέρεται, τα μέλη μπορεί να υπέχουν ποινική ευθύνη για τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων του Μέρους ΙΙΙ του Ποινικού Κώδικα («Αδικήματα εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας») όπως είναι η κατάχρηση εξουσίας. Όσον αφορά στην αστική ευθύνη, στο σύγγραμμα εξηγείται ότι αυτή μπορεί να προκύπτει από ευθύνες των μελών έναντι του ίδιου του Οργανισμού, όπως το καθήκον για επίδειξη δεξιότητας και επιμέλειας για το οποίο τα παραδείγματα που παρατίθενται περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις άφρονες επενδύσεις, την παραγνώριση επαγγελματικών συμβουλών, τις μη εξουσιοδοτημένες πληρωμές, τη συσσώρευση επισφαλών χρεών κλπ. Όπως εξηγείται, σε τέτοιες περιπτώσεις αστικής ευθύνης, ο Οργανισμός έχει δικαίωμα να καταχωρήσει αγωγή εναντίον του αμελούς μέλους του διοικητικού συμβουλίου για να επιδιώξει αποζημίωση. Είναι συνεπώς εισήγηση μας ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσει το θέμα και να υποβάλει σχετική εισήγηση στον Υπουργό Οικονομικών για το ενδεχόμενο παραπομπής του θέματος στον Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων ή για το ενδεχόμενο να αναζητηθούν από τα πρόσωπα αυτά αστικές ευθύνες για τυχόν ζημιά που υπέστη η Αρχή εξ αιτίας των πράξεων ή παραλείψεων τους».
Τέλος, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει πως «αναγνωρίστηκε ότι ουδείς μπορεί να παραμένει ατιμώρητος αν κατασπαταλά με άφρονα τρόπο, πόσο μάλλον με δόλιο τρόπο, την κρατική περιουσία που του εμπιστεύονται οι πολίτες. Σε αυτή τη γραμμή κινείται η Υπηρεσία μας».