Οικογένεια Σκλαβενίτη: Θέτει τις βάσεις για να αποτελέσει τη νέα ηγέτιδα δύναµη
11:19 - 24 Ιουλίου 2017
Υπήρξαν προχωρηµένες επαφές µε την παραπαίουσα αλυσίδα Βερόπουλος, οι οποίες δεν τελεσφόρησαν, καθώς και µια µικρής εµβέλειας συµφωνία συνεργασίας µε τη Μαρινόπουλος για το «φιλέτο» των 33 υπερµάρκετ της, η οποία δεν προχώρησε, µιας και το πρόβληµα της καταχρεωµένης αλυσίδας δεν θα λυνόταν µέσω µιας «µερικής διάσωσης».
Τότε, ύστερα από µια µακρά περίοδο υποτίµησης και διαρκούς συγκέντρωσης µεριδίων, µε τους δύο µεγάλους πολυεθνικούς «παίκτες», τις AB Βασιλόπουλος (όµιλος Delhaize-Ahold) και Lidl, να εξαπλώνονται θεαµατικά και τη Μαρινόπουλος να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, η οικογένεια Σκλαβενίτη αποδέχθηκε την πρόκληση, θέτοντας τις βάσεις ώστε να αποτελέσει τη νέα ηγέτιδα δύναµη της αγοράς σούπερ µάρκετ, αλλά και τον µεγαλύτερο εργοδότη της χώρας.
Μετά από µήνες διαπραγµατεύσεων, την προσφυγή στον πτωχευτικό κώδικα, τη µεσολάβηση και την καθοδήγηση τραπεζών, συµβούλων, νοµικών και της ίδιας της κυβέρνησης, η διαδικασία «απέδωσε» το δίκτυο της Μαρινόπουλος την 1η Μαρτίου 2017. Η διοίκηση του οµίλου, σε αποκλειστικές δηλώσεις της στο Fortune, παραδέχεται πως «υπήρξαν πράγµατι στιγµές που η προσπάθεια κινδύνευσε να αποτύχει. Ας µην ξεχνάµε πως η διαδικασία, εκτός από εξαιρετικά πολύπλοκη, ήταν πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδοµένα. Τα εµπόδια ήταν πάρα πολλά, αλλά ευτυχώς για όλους τα καταφέραµε χάρη στις προσπάθειες πολλών ανθρώπων που υπερέβαλαν εαυτούς και εργάστηκαν ασταµάτητα για πολλούς µήνες, προκειµένου να φέρουν σε πέρας ένα πραγµατικά δύσκολο εγχείρηµα. Σ’ αυτή την πολύµηνη προσπάθεια είχαµε την αµέριστη στήριξη των τραπεζών και των προµηθευτών, καθώς και τη συµπαράσταση της πολιτείας».
Το εγχείρηµα επικρίθηκε από πολλούς, προκάλεσε αντιδράσεις προµηθευτών και ανταγωνιστών, ενώ χαρακτηρίστηκε «διαταραχή» και «ρίσκο» από µερίδα παραγόντων της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά αντιµετωπίστηκε από την οικογένεια Σκλαβενίτη ως µια υποχρέωση «εθνικής σηµασίας», αλλά και ως µια ευκαιρία.
«Καταλαβαίνουµε απόλυτα τον προβληµατισµό σχετικά µε την ορθότητα της απόφασής µας. Και εµείς οι ίδιοι προβληµατιστήκαµε αν θα έπρεπε να προχωρήσουµε ή όχι. Κάθε φορά, όµως, που το συζητούσαµε καταλήγαµε στο ότι δεν µπορούσαµε να µείνουµε αµέτοχοι απέναντι στην κατάρρευση της Μαρινόπουλος, καθώς οι ζηµιές για την ελληνική οικονοµία θα ήταν τεράστιες» δηλώνουν στο Fortune. «Θεωρήσαµε, λοιπόν, πως ήταν χρέος µας να συµµετάσχουµε στην προσπάθεια, προκειµένου να διασωθούν οι 12.000 θέσεις εργασίας, να καταβληθεί σηµαντικό µέρος των οφειλών (που ξεπερνούσαν τα 700 εκατ. ευρώ) προς τους προµηθευτές και να µην υπάρξει απώλεια εσόδων για την εθνική οικονοµία − ειδικά αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο που διανύουµε».
Ταυτόχρονα, άδραξαν την ευκαιρία να αποκτήσουν πρόσβαση σε όλη τη χώρα στη βάση ενός «απόλυτα υπολογισµένου επιχειρηµατικού ρίσκου». Είναι γεγονός πως οι προµηθευτές, οι οποίοι υπέστησαν «κούρεµα» 50% επί των απαιτήσεών τους, συναίνεσαν τελικώς στη διαδικασία εξυγίανσης σε ποσοστό 75% και, παρά την «πίεση» που δέχθηκαν από τον υπόλοιπο ανταγωνισµό, βρίσκονται στο πλευρό της οικογένειας Σκλαβενίτη.
Εξάλλου, εκτός από τις µακροχρόνιες σχέσεις συνεργασίας µε τον όµιλο, δεν µπόρεσαν να αγνοήσουν το κρίσιµο µέγεθος που απέκτησε µετά την απόκτηση της Μαρινόπουλος.
Η προσπάθεια λειτουργικής ενσωµάτωσης και «αναζωογόνησης» του δικτύου ξεκίνησε ουσιαστικά και τυπικά την 1η Μαρτίου 2017. Σύµφωνα µε πληροφορίες, µέχρι στιγµής έχουν ανακαινιστεί περίπου 80 από τα 380 καταστήµατα της πρώην Μαρινόπουλος που βρίσκονται στην Ελλάδα, δίνοντας προτεραιότητα στα υπερµάρκετ και τα µεγάλα σούπερ µάρκετ. Τα συγκεκριµένα καταστήµατα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/3 των εκθεσιακών χώρων του νέου δικτύου, οι οποίοι συνολικά καταλαµβάνουν 400.000 τ.µ. Τα υπόλοιπα καταστήµατα του δικτύου θα ανακαινιστούν σταδιακά κατά τους επόµενους µήνες, ενώ έχουν προηγηθεί τεχνικές παρεµβάσεις, οι οποίες ήταν απαραίτητες για να µπορούν να λειτουργούν.
Η διοίκηση της Σκλαβενίτης κατάφερε σε λιγότερο από τρεις µήνες να τροφοδοτήσει το σύνολο των καταστηµάτων, όπως ακριβώς προέβλεπε το αρχικό πλάνο της. Η απόδοση αυτή της διαδικασίας έρχεται σταδιακά, µε τους ιθύνοντες του οµίλου να δηλώνουν ευχαριστηµένοι. «Αυτό που παρατηρούµε είναι η συνεχής βελτίωση των αποτελεσµάτων µας από τον Απρίλιο και µετά, γεγονός που σηµατοδοτεί τη σταδιακή επιστροφή των πελατών στα συγκεκριµένα καταστήµατα» αναφέρουν.
Πέρα από το «άνοιγµα» στο πανελλήνιο, ο όµιλος κρατά και τις θετικές επιδόσεις του original δικτύου του στην Αττική. Στη µάχη διεκδίκησης µεριδίων κατά το 2016 φαίνεται να καρπώθηκε και εκείνο οφέλη. Σύµφωνα µε πληροφορίες, ο κύκλος εργασιών της Σκλαβενίτης το 2016 αυξήθηκε κατά 7% σε σχέση µε το 2015, οπότε οι ενοποιηµένες πωλήσεις είχαν ανέλθει στο 1,74 δισ. ευρώ (συµπεριλαµβάνοντας το 60% της αλυσίδας Χαλκιαδάκης και το 70% της The Mart, πρώην Μakro).
Για πρώτη «χειρονοµία», η οποία εντυπωσίασε, πέρα από την ίδια την αγορά, τους Έλληνες πολίτες, ήταν η µισθολογική εξίσωση των πρώην εργαζοµένων της Μαρινόπουλος µε εκείνους της Σκλαβενίτης − προς τα πάνω. H «Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτη», δύο µήνες µετά την ενσωµάτωση των καταστηµάτων, ανακοίνωσε ότι από την 1η Μαΐου ο µηνιαίος µισθός των εργαζοµένων πλήρους απασχόλησης αυξάνεται µε χορήγηση εταιρικής παροχής, ώστε να ανέρχεται στο ποσό των 860 ευρώ. Αναλογική είναι και η αύξηση προς τους ωροµίσθιους και τους εργαζοµένους µερικής απασχόλησης. Έτσι, ο όµιλος έδωσε εκ νέου το στίγµα του ως ένας από τους πιο συνεπείς εργοδότες, σε µια χώρα µε περισσότερο από ένα εκατοµµύριο ανέργους και εκατοµµύρια υποαµειβόµενους εργαζοµένους.
Σήµερα απασχολεί 22.980 εργαζοµένους και αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση ως ο µεγαλύτερος εργοδότης στην Ελλάδα, σύµφωνα µε πρόσφατη έρευνα της ICAP, ξεπερνώντας τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ και τις τράπεζες. Εξάλλου, από την αρχή της οικονοµικής κρίσης η Σκλαβενίτης επέλεξε να διασφαλίσει τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας και να δηµιουργήσει νέες. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι από την πρώτη ηµέρα λειτουργίας της η επιχείρηση δεν προέβη ποτέ σε µείωση του βασικού µισθού.
Η διοίκηση της Σκλαβενίτης αναγνωρίζει και κάτι ακόµη: το νέο µέγεθος της επιχείρησης επιβάλλει αλλαγές στην εσωτερική οργάνωσή της, προκειµένου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Και παρότι δεν υπεισέρχεται σε λεπτοµέρειες γι’ αυτήν τη νέα στρατηγική, είναι αυτονόητο πως στο τραπέζι της οµάδας διοίκησης έχουν τεθεί υπό εξέταση διάφορες κινήσεις και πρακτικές. Εάν, λοιπόν, έως πρότινος η εταιρεία δεν αισθάνθηκε την ανάγκη έντονης επικοινωνίας µε το καταναλωτικό κοινό ώστε να µεταδώσει το όραµά της και να γνωστοποιήσει την πολιτική της, ενδεχοµένως το νέο της µέγεθος και το γεωγραφικό «άνοιγµα» να φέρουν αλλαγές και σ’ αυτό το επίπεδο.
ΠΗΓΗ: fortunegreece.com