Η επιβίωση των επιχειρήσεων = Η επιβίωση των τραπεζών δ’
09:08 - 27 Μαρτίου 2017
Στα προηγούμενα Μέρη εξετάσαμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός και ο επιχειρηματικός κλάδος αντίστοιχα, την αλληλεξάρτηση των δύο κλάδων και τις άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας και αναφερθήκαμε στη μοναδική λύση της συλλογικότητας, της συναίνεσης και του συμβιβασμού. Αξιολογήσαμε στο τελευταίο άρθρο την κομβική σημασία του χρονικού σημείου λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση των επιχειρηματικών προβλημάτων και τη μεγάλη επιλογή συναινετικών, εξωδικαστικών λύσεων.
Σε αυτό το μέρος θα εξετάσουμε ένα εργαλείο, που έχει πρόσφατα νομοθετηθεί, το οποίο όταν κατανοηθεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για την επίτευξη συνετών λύσεων.
Μέρος Δ’
Ο Θεσμός της «Εξέτασης» («Examinership»)
Η διαδικασία της «Εξέτασης» («Examinership») τέθηκε σε εφαρμογή ως ένα από τα βασικά εργαλεία του Πλαισίου Αφερεγγυότητας προκειμένου να δημιουργήσει τις συνθήκες για τη διάσωση εν δυνάμει βιώσιμων επιχειρήσεων που έχουν επηρεαστεί αρνητικά από τις συνέπειες και τα κατάλοιπα της χρηματοοικονομικής κρίσης και έχουν, ως αποτέλεσμα, καταστεί αφερέγγυες.
Η διάσωση των εν λόγω επιχειρήσεων όχι μόνο υποστηρίζει την οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα της χώρας, αλλά διαφυλάσσει επίσης την επιχειρηματικότητα και ενισχύει την αγορά εργασίας και τη διασφάλιση θέσεων εργασίας.
Πρόκειται δηλαδή για ένα εξαιρετικά εποικοδομητικό θεσμό, ο οποίος έχει δοκιμαστεί στο εξωτερικό, και ειδικά στην Ιρλανδία, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά στην αναζωογόνηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στη διαφύλαξη της παραγωγικής και εργοδοτικής ικανότητας των εταιρειών που πλήγηκαν από την κρίση.
Ο χρήσιμος αυτός θεσμός δεν έχει τύχει της αναμενόμενης χρήσης και εκμετάλλευσης από τον επιχειρηματικό και τον τραπεζικό κόσμο της Κύπρου, ενδεχομένως επειδή δεν έχουν γίνει πλήρως αντιληπτές οι θετικές πτυχές του και τα οφέλη προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Λίγο ο φόβος του αγνώστου, λίγο η ανησυχία της ενδεχόμενης κακόπιστης κατάχρησης, λίγο η αντίληψη ότι, αφού πρόκειται, εν μέρει, για δικαστική διαδικασία, θα έχει συγκρουσιακό χαρακτήρα και θα στιγματίσει την εταιρεία, και λίγο η αβεβαιότητα σε σχέση με την έγκαιρη αντιμετώπιση και την επαρκή κατανόηση από τα Δικαστήρια, έχουν αποτρέψει μέχρι τώρα επιχειρήσεις, τράπεζες και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να επωφεληθούν από τις πρόνοιες της διαδικασίας.
Αυτή άλλωστε ήταν και η Ιρλανδική εμπειρία στο ξεκίνημα του θεσμού, ο οποίος όμως σταδιακά εδραιώθηκε και χρησιμοποιήθηκε με συλλογικότητα και τη συνεργασία των εμπλεκομένων, και όχι συγκρουσιακά, με οικονομικό και κοινωνικό όφελος για όλους.
Ας βάλουμε λοιπόν τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση.
Εντός του πλαισίου του περί εταιρειών Νόμου (ΚΕΦ 113), η νομοθεσία έχει θεσπίσει συγκεκριμένες διαδικασίες οι οποίες υποβοηθούν, υπό την αιγίδα του Δικαστηρίου, τη συνομολόγηση συναινετικού συμβιβασμού, που αποβλέπει στο να καταστήσει μία αφερέγγυα εταιρεία σε βιώσιμη, στην αναδιάρθρωση του εταιρικού χρέους και στη διάσωση και αποκατάσταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο μηχανισμός αυτός λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των πιστωτών, αφού το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι καλύτερο παρά αν η εταιρεία υπόκειτο σε διαδικασία εκκαθάρισης.
Η σχετική διαδικασία διαλαμβάνει την εμπλοκή ανεξάρτητων, διαπιστευμένων τεχνοκρατών σε κάθε στάδιό της. Στο αρχικό στάδιο ετοιμάζεται, στη βάση των δεδομένων της επιχείρησης, Έκθεση Ανεξάρτητου Εμπειρογνώμονα η οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο μαζί με την αίτηση για το διορισμό Εξεταστή και πρέπει να καταδεικνύει ότι η εταιρεία έχει εύλογη προοπτική επιβίωσης ως δρώσα οικονομική μονάδα, αφού η βασική προϋπόθεση του Νόμου προνοεί ότι το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα για το διορισμό αδειοδοτημένου συμβούλου αφερεγγυότητας ως Εξεταστή, εφόσον ικανοποιηθεί ότι υπάρχει αυτή η εύλογη προοπτική επιβίωσης.
Με την υποβληθείσα αίτηση για διορισμό Εξεταστή, από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος (η ίδια η εταιρεία, πιστωτές, μέτοχοι με συμμετοχή τουλάχιστον 10%, εργοδοτούμενοι και εγγυητές οποιωνδήποτε υποχρεώσεων), ξεκινά περίοδος προστασίας της εταιρείας για μέγιστο διάστημα 4 μηνών (που μπορεί να παραταθεί από το Δικαστήριο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, για μέγιστο διάστημα ακόμα δύο μηνών).
Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου κανένα νομικό ή εκτελεστικό μέτρο (πχ νομικές αγωγές, εκκαθάριση, ρευστοποίηση εξασφαλίσεων) ή ενέργεια (πχ διορισμός Παραλήπτη / Διαχειριστή) δύναται να ξεκινήσει εναντίον της εταιρείας και των εγγυητών της, παρέχοντας έτσι μία περίοδο «παγώματος της υφιστάμενης κατάστασης», επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο την απερίσπαστη προσπάθεια εξευρέσεως συναινετικών λύσεων χωρίς να διακυβεύεται η απρόσκοπτη συνέχιση της διαδικασίας αλλά και χωρίς να διαφοροποιούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των πιστωτών της εταιρείας.
Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας «οριοθετούνται και παγώνουν» (ring-fenced) και κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει προνομιακής μεταχείρισης ή να ενεργήσει με τρόπο που να επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα των άλλων πιστωτών. Το εργαλείο αυτό είναι λοιπόν ιδιαίτερα χρήσιμο όταν μία εν γένει βιώσιμη εταιρεία προσπαθεί να εξυγιανθεί αλλά αντιμετωπίζει δυσκολίες λόγω της άρνησης συμμετοχής κάποιων από τους εμπλεκομένους ή της ενδεχόμενης «επιθετικότητας» που επιδεικνύει μειοψηφία πιστωτών, συνήθεις ενέργειες που παρεμποδίζουν την προσπάθεια συμβιβασμού.
Ο διορισθείς Εξεταστής οφείλει να συλλέξει, να αναλύσει και να αξιολογήσει τη διαθέσιμη πληροφόρηση, να εξετάσει εναλλακτικές προτάσεις, και να ετοιμάσει και να στοιχειοθετήσει προτάσεις για συμβιβασμό ή σχέδιο διακανονισμού, ενώ η λειτουργία της εταιρείας συνεχίζει κανονικά. Οι εν λόγω προτάσεις τίθενται σε πλειοψηφική (σε αξία) ψηφοφορία των πιστωτών ή ξεχωριστών τάξεων των πιστωτών.
Ακολούθως, οι προτάσεις επιβεβαιώνονται από το Δικαστήριο και καθίστανται δεσμευτικές για όλους. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη:
i. Τις αρχές της επιείκειας προκειμένου να μην επηρεάζονται με άδικο τρόπο τα συμφέροντα οποιουδήποτε μέρους
ii. Τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας
iii. Τη διάσωση θέσεων εργασίας και
iv. Το γεγονός ότι οι πιστωτές δεν θα πρέπει να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από ότι θα ήταν εάν η εταιρεία βρισκόταν υπό διαδικασία εκκαθάρισης.
Είναι ξεκάθαρο ότι η συλλογικότητα της προσπάθειας, που έχει και την επιβεβαίωση του Δικαστηρίου η οποία καθιστά τις προτάσεις δεσμευτικές για όλους, ωφελεί όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήτοι την ίδια την επιχείρηση, τις τράπεζες, τους εργαζομένους, τους προμηθευτές και τους λοιπούς πιστωτές (πχ τις κρατικές υπηρεσίες), αφού όλοι είναι κερδισμένοι, χωρίς να παραβλάπτονται με άδικο τρόπο τα συμφέροντά τους.
Η ανεξάρτητη τεχνοκρατική αξιολόγηση και οι επακόλουθες προτάσεις έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την εξυγίανση, την επαναφορά και την ενίσχυση της βιωσιμότητας της εταιρείας, την συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τη διατήρηση θέσεων εργασίας, και την σταδιακή εξυπηρέτηση των δανειακών και λοιπών υποχρεώσεων της επιχείρησης. Η εναλλακτική επιλογή, αυτή της σύγκρουσης, της διαμάχης και των αμφισβητήσεων μέσω δικαστικών ενεργειών, εκκαθάρισης, διορισμού Παραλήπτη / Διαχειριστή, εκποίησης ενυπόθηκης περιουσίας και άλλων μέτρων, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των βιώσιμων επιχειρήσεων ούτε και των τραπεζών και επηρεάζει δυσμενώς ολόκληρη την παραγωγική αλυσίδα (προσωπικό, προμηθευτές, κρατικές υπηρεσίες κλπ).
Είναι προφανές λοιπόν ότι οι επιχειρηματίες και οι τράπεζες πρέπει να ξεπεράσουν τις όποιες ανησυχίες και αναστολές τους αναφορικά με το θεσμό της «Εξέτασης». Με συλλογικότητα και πνεύμα συναίνεσης και συμβιβασμού οφείλουν να αναζητήσουν την έγκυρη, έγκαιρη και ανεξάρτητη στήριξη των καταρτισμένων τεχνοκρατών προκειμένου να ευοδωθούν οι στόχοι τους που, σε τελική ανάλυση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι.
Επισημαίνεται ότι, πέραν του θεσμού της «Εξέτασης», ο περί εταιρειών Νόμος (ΚΕΦ 113) παρέχει ακόμα μία επιλογή, μέσω των άρθρων 198-201, «Διακανονισμοί και Αναδιοργανώσεις», για συμβιβασμό ή διακανονισμό, μέσω Δικαστηρίου, μεταξύ εταιρείας και των πιστωτών της. Το σχέδιο συμβιβασμού / διακανονισμού τίθεται, όπως και με τη διαδικασία της «Εξέτασης», σε πλειοψηφική ψηφοφορία των πιστωτών και ακολούθως καθίσταται δεσμευτικό για όλους, αν επικυρωθεί από το Δικαστήριο. Οι υπόλοιπες όμως προϋποθέσεις και πρόνοιες του θεσμού της «Εξέτασης» δεν έχουν εφαρμογή στα εν λόγω άρθρα.
Μέρος Ε’
Σύνοψη: Τελικά, υπάρχει λύση; Θα τα καταφέρουν;
Η απλή απάντηση είναι πως ναι, υπάρχει λύση, ναι, μπορούν να τα καταφέρουν…
Αλλά … υπό προϋποθέσεις. Ας συνοψίσουμε.
Μέσα από τη σειρά των τελευταίων άρθρων έχει τεκμηριωθεί το επιχείρημα ότι η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία των τραπεζών να μειώσουν τις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις τους και, ως αποτέλεσμα, να επικεντρωθούν στο λόγο ύπαρξής τους (raison d’ etre) που είναι η υπεύθυνη και λελογισμένη χρηματοδότηση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας της χώρας.
Έχει επίσης επεξηγηθεί ότι η «σύγκρουση» μεταξύ τραπεζών και εν δυνάμει βιώσιμων επιχειρήσεων καταστρέφει αξία και μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις τόσο για τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες όσο και για την αγορά ακινήτων και για την ευρύτερη οικονομία.
Οι στόχοι επιβίωσης των επιχειρήσεων και των τραπεζών είναι εξ ορισμού αλληλένδετοι και θεμελιώδους σημασίας για την οικονομία της χώρας μας. Για την επίτευξή τους όμως υπάρχουν προϋποθέσεις για τις οποίες έχουμε όλοι συλλογική ευθύνη. Ευθύνη για
- την απαλλαγή από τα αναχρονιστικά και περιοριστικά πρότυπα του παρελθόντος
- την απελευθέρωση από τις παλιές, βαθιά ριζωμένες συνήθειες και τις παρωχημένες αντιλήψεις
- τον επαναπροσδιορισμό ενός ριζικά διαφορετικού μοντέλου-υποδείγματος (paradigm shift) για την επίλυση των διαφορών και των επιχειρηματικών δυσκολιών και τη δημιουργία κουλτούρας εταιρικής διάσωσης, με βασικά συστατικά
1. τη διαβούλευση, τη συνεργασία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη
2. την έγκαιρη τεχνοκρατική παρέμβαση εμπειρογνωμόνων, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της εξυγίανσης και της αποκατάστασης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, και
3. εντός αυτού του πλαισίου, την εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων πρακτικών εργαλείων και τεχνικών, εξωδικαστικών και δικαστικών.
Η επιτυχία του νέου υποδείγματος «συνεργασίας – δράσης – πρακτικών λύσεων» είναι το βασικό θεμέλιο για την επίτευξη του στόχου, προαπαιτεί όμως, και στην πραγματικότητα λειτουργεί συνδυαστικά με, και ενισχύεται από, ένα αποτελεσματικό θεσμικό δικαστικό και εκτελεστικό σύστημα για την αναγκαστική ανάκτηση οφειλών. Με αυτό τον τρόπο θα αποδίδονται τα περιουσιακά στοιχεία των μη βιώσιμων και των μη συνεργάσιμων επιχειρήσεων και των στρατηγικών κακοπληρωτών πίσω στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας, γρήγορα και αποδοτικά.
Η πώληση δανειακών χαρτοφυλακίων, όπως επίσης η δημιουργία εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (asset management company), ουσιαστικά ευφημισμός για την «κακή τράπεζα», είναι επιπρόσθετοι μηχανισμοί οι οποίοι ενδεχομένως να μας απασχολήσουν πολύ σύντομα, ως οικονομία και ως κοινωνία, προκειμένου να συμπληρωθεί η εργαλειοθήκη για την οριστική, και σύντομη, επίλυση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων.
Τόσο το δικαστικό – εκτελεστικό σύστημα, όσο και η πώληση δανειακών χαρτοφυλακίων και η σύσταση εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, είναι αυτόνομα θέματα τα οποία χρήζουν ανεξάρτητης ανάλυσης και σχολιασμού σε μελλοντικά άρθρα.