Η επιβίωση των επιχειρήσεων = η επιβίωση των τραπεζών β’
10:13 - 20 Μαρτίου 2017
Στο πρώτο Μέρος αναλύσαμε την εικόνα των Μη-Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων και παρουσιάσαμε τον τρόπο με τον οποίο η ανάκαμψη της οικονομίας και η επιβίωση των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ευρωστία των τοπικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Σε αυτό το μέρος θα εξετάσουμε το εύλογο ερώτημα, «Υπάρχει Λύση»;
Μέρος Β’
Η σύνδεση μεταξύ των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, των Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων και της Οικονομίας
(β) Υπάρχει Λύση;
Η Σοφία της Συλλογικότητας και της Συναίνεσης
Είναι προφανές ότι η τοπική οικονομία πρέπει να αντιμετωπίσει κατάματα και με αποφασιστικότητα το «θηρίο» των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ). Παρά την πρόοδο και την επιτάχυνση που έχει παρατηρηθεί τελευταίως, λόγω, εν μέρει, της ανταλλαγής σημαντικού ύψους χρέους με ακίνητα (debt to asset swaps) και επίσης μέσω των ρυθμίσεων επιχειρηματικών χορηγήσεων που έχουν επιτευχθεί, οι ΜΕΧ παραμένουν σε πολύ ψηλά επίπεδα και ο ρυθμός μείωσης του αποθέματος είναι προβληματικός (για παράδειγμα, μείωση μόλις 6,7% σε απόλυτους αριθμούς για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μεταξύ 31.12.2014 και 30.11.2016). Συνεπώς, πρέπει να εξευρεθούν ενεργητικοί, εποικοδομητικοί, και ενίοτε δραστικοί, τρόποι για ομαλοποίηση της κατάστασης.
Η αδράνεια και η απραξία δεν ωφελεί ούτε τις επιχειρήσεις, ούτε τις τράπεζες, ούτε και την ευρύτερη οικονομία. Τα συσσωρευμένα προβλήματα των τραπεζών και των επιχειρήσεων δεν θα διαλυθούν ως διά μαγείας. Ούτε και μπορεί να προσβλέπουμε στην εξομάλυνση του προβλήματος σε βάθος χρόνου σε συνάρτηση με την σταδιακή αναμενόμενη ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία σε κάθε περίπτωση παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη, και ενδεχομένως να μην έρθει ποτέ, υπό το βάρος του μεγάλου φορτίου των ανεπίλυτων ΜΕΧ.
Το μέγεθος του προβλήματος είναι τέτοιο, που ρεαλιστικά δεν μπορεί να αναμένεται αποκατάσταση χωρίς δράση. Η ανόρθωση των τραπεζών, των επιχειρήσεων και εν γένει της οικονομίας δεν πρέπει να αφεθούν στην τύχη ούτε και υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου. Πρέπει άμεσα και, ναι, με τόλμη και αποφασιστικότητα, να ενεργοποιηθούν όλοι οι διαθέσιμοι μηχανισμοί για να δημιουργηθεί η δυναμική που θα οδηγήσει πέραν από την παρούσα στασιμότητα και την τελμάτωση.
Είναι ευρέως γνωστό στον τραπεζικό και στον επιχειρηματικό τομέα ότι η πιθανότητα επιβίωσης μίας επιχείρησης και, ως αποτέλεσμα, της μετατροπής μίας μη εξυπηρετούμενης χορήγησης σε εξυπηρετούμενη, είναι αντιστρόφως ανάλογη με το χρονικό διάστημα μέχρι να ληφθούν δραστικά μέτρα «αναχαίτισης» και επίλυσης των προβλημάτων της επιχείρησης. Το αξίωμα είναι απλό, όσο περνά ο χρόνος χωρίς να λαμβάνονται μέτρα τόσο μειώνονται οι πιθανότητες διάσωσης. Η έγκαιρη παρέμβαση σώζει … επιχειρήσεις.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια επικρατεί στην ντόπια αγορά μια γενική δυσπιστία, και ενίοτε καχυποψία, μεταξύ δανειζομένων και τραπεζών και αντίστροφα. Επιπρόσθετα, δεν έχει καθιερωθεί στις τακτικές των τοπικών τραπεζών και επιχειρήσεων, αλλά και των λοιπών ενδιαφερομένων μερών όπως οι κρατικές υπηρεσίες (τμήμα φόρου εισοδήματος, κοινωνικές ασφαλίσεις), προμηθευτές, εργαζόμενοι κ.ά., η διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης όπου η επιχείρηση, όλες οι χρηματοδότριες τράπεζες και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, «κάθονται» στο ίδιο τραπέζι του διαλόγου, προκειμένου να διαμορφωθεί η βέλτιστη δυνατή αλλά και η πιο αποτελεσματική και γρήγορη λύση, που να ικανοποιεί όλες τις πλευρές.
Είναι επίσης γεγονός ότι οι επιχειρήσεις με υγιείς βάσεις, που έχουν όμως επηρεαστεί από τα οικονομικά δεδομένα, έχουν τη δυνατότητα να επιβιώσουν μόνο με την υποστήριξη του συνόλου των χρηματοδοτριών τραπεζών όσο και των λοιπών βασικών ενδιαφερομένων μερών.
Ως φυσικό επακόλουθο, η επιβίωση θα προέλθει μόνο μέσα από την επεξεργασία και αποδοχή συναινετικών προτάσεων με στόχο
1. την άμεση ενίσχυση της ρευστότητας, που, υπό συνθήκες ασφυξίας, η έλλειψή της μπορεί να επιφέρει το τέλος μίας επιχείρησης ανά πάσα στιγμή, και ακολούθως
2. την «επισκευή» των ισολογισμών τους και την αναδιάρθρωση των δανειακών και λοιπών υποχρεώσεών τους, και
3. την αναδιοργάνωση των λειτουργιών και των δομών των επιχειρήσεων που θα επιφέρει σταδιακά βελτιστοποίηση της ικανότητας παραγωγής επαναλαμβανόμενων κερδών και ταμειακών ροών.
Η προσπάθεια για εντοπισμό των επιχειρήσεων εκείνων που δύνανται, με σωστούς χειρισμούς, να καταστούν και πάλι βιώσιμες και να τεθούν σε αναπτυξιακή πορεία, πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα για τους τραπεζικούς οργανισμούς.
Ταυτόχρονα, προκειμένου η προσπάθεια να στεφθεί με επιτυχία, η δέσμευση των εν λόγω επιχειρήσεων για πλήρη συνεργασία με τους χρηματοδότες τους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Σε αντίθετη περίπτωση, η εναλλακτική δεν μπορεί να είναι άλλη από τη λήψη, αργά ή γρήγορα, επώδυνων δυναμικών μέτρων από τις τράπεζες για ανάκτηση των οφειλών, τα οποία όμως, καθότι χρονοβόρα και δαπανηρά, κατά κανόνα καταστρέφουν αντί να προσθέτουν αξία. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η αξία μίας επιχείρησης είναι, κατά κανόνα, πολύ μεγαλύτερη ως δρώσα οικονομική μονάδα με συνεχιζόμενες δραστηριότητες, παρά ως το άθροισμα των «μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων».
Είναι καίριας σημασίας να αναφερθεί επίσης, ότι, πέραν του χρόνου και τους κόστους, η «σύγκρουση» μέσω δικαστικών μέτρων ή και άλλων ενεργειών, για την αναγκαστική ρευστοποίηση ακίνητης περιουσίας, ενδεχομένως να δημιουργήσει απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνο για τις βιώσιμες επιχειρήσεις και τις τράπεζες, αφού το προϊόν της αναγκαστικής πώλησης θα είναι προφανώς χαμηλότερο από την αγοραία αξία, αλλά και για την ευρύτερη οικονομία ενόψει του μεγάλου όγκου των ΜΕΧ και των δεκάδων χιλιάδων ενυπόθηκων ακινήτων που δυνητικά θα κατακλύσουν, σωρευτικά, την αγορά.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (Νομισματική Πολιτική, Ενδιάμεση Έκθεση 2016), προκύπτει ότι την περίοδο 2010-2015 μία στις έξι επιχειρήσεις, κατά μέσο όρο, εμφανίζει χαρακτηριστικά «στρατηγικού κακοπληρωτή» στην Ελλάδα. Ο στρατηγικός κακοπληρωτής ορίζεται ως ο δανειολήπτης ο οποίος «έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει τις δανειακές του υποχρεώσεις αλλά επιλέγει συνειδητά να μην το πράξει προκειμένου να κατευθύνει τα διαθέσιμα κεφάλαιά του σε άλλες δραστηριότητες (κατανάλωση, επένδυση, αποταμίευση κλπ)». Παρά το γεγονός ότι παρόμοια μελέτη δεν έχει γίνει στην Κύπρο, είναι εύλογο κάποιος να υποθέσει ότι παρόμοιο φαινόμενο υπάρχει και στην τοπική αγορά, όπως και σε όλο τον κόσμο άλλωστε, χωρίς όμως να είναι γνωστό το μέγεθος του φαινομένου.
Τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να γίνονται ανεκτές από τις τράπεζες καθότι οι στρατηγικοί κακοπληρωτές στην ουσία εκμεταλλεύονται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τις αδυναμίες του δικαστικού και εκτελεστικού συστήματος αλλά και την απραξία ή και την ανοχή κάποιων τραπεζών, δημιουργούν συνθήκες αδικίας και αποτελούν ουσιαστική τροχοπέδη στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. Ούτε βέβαια είναι προς το συμφέρον των επιχειρήσεων η στρατηγική αθέτηση πληρωμών, καθότι πλέον όλη η συναλλακτική συμπεριφορά τους με όλα τα τραπεζικά ιδρύματα είναι ορατή, κλείνοντας έτσι τις τραπεζικές πόρτες στους οποιουσδήποτε μελλοντικούς αναπτυξιακούς και χρηματοδοτικούς σχεδιασμούς της επιχείρησης και του επιχειρηματία.
Σε ό,τι αφορά δε στις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, θα πρέπει να ενεργοποιηθούν οι εκτελεστικοί εκείνοι μηχανισμοί, όπως και στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, για την αναγκαστική ανάκτηση των οφειλών. Για να είναι αποδοτικοί και αποτελεσματικοί όμως οι εν λόγω μηχανισμοί (νομικές διαδικασίες, εκκαθάριση, διαχείριση, εκποίηση ακίνητης περιουσίας, ανάκτηση και ρευστοποίηση κινητής περιουσίας κλπ), και να επενεργούν ταυτόχρονα ως μοχλός πίεσης για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, αλλά και ως διαδικασία τάχιστης ρευστοποίησης και διανομής στους πιστωτές των περιουσιακών στοιχείων της μη βιώσιμης εταιρείας, αυτό προϋποθέτει θεσμικό πλαίσιο που να προάγει την εύρυθμη, τάχιστη και αποτελεσματική λειτουργία των εκτελεστικών μηχανισμών, θέμα για το οποίο θα αναφερθούμε σε μελλοντικό άρθρο.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι δύο στόχοι είναι άρρηκτα αλληλένδετοι:
- η αναδιάρθρωση και επιβίωση δυνητικά βιώσιμων επιχειρήσεων και
- η, έστω μερική, αντιμετώπιση του υψηλού μεγέθους των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων.
Οι δύο πιο πάνω στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν παρά μόνο με σύνεση, ψυχραιμία και επιμονή, μέσω ειλικρινούς και εποικοδομητικού διαλόγου και συναινετικών λύσεων
- εντός του πλαισίου του συλλογικού καλού της οικονομίας, της διατήρησης της παραγωγικής και εργοδοτικής δραστηριότητας, της δημιουργίας συνθηκών επιβίωσης και ευημερίας αμφοτέρων των μερών (επιχειρήσεων και τραπεζών) και, κατ’ επέκταση βεβαίως, των εργαζομένων, των προμηθευτών, του κράτους και της πραγματικής οικονομίας, και
- στη βάση έγκαιρης, αντικειμενικής τεχνοκρατικής ανάλυσης από διαπιστευμένους ειδικούς (εγκεκριμένους λογιστές, συμβούλους αφερεγγυότητας) και αξιολόγησης εναλλακτικών χρηματοοικονομικών και επιχειρησιακών δομών και προτάσεων.
Η ανωτέρω προσέγγιση προσδίδει στη διαδικασία όχι μόνο τεχνοκρατική εξειδίκευση, αλλά ενόψει των ενδεχόμενων ανώφελων διαφωνιών και συγκρουσιακών καταστάσεων του παρελθόντος, μεταξύ τράπεζας και επιχειρηματία, παρέχει την απαραίτητη αντικειμενικότητα, ανεξαρτησία, αξιοπιστία και, εν τέλει, επαναφέρει την απαραίτητη αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Είναι πραγματικότητα ότι η σοφία της συναίνεσης, της συλλογικότητας και του συμβιβασμού είναι η μόνη συνετή προοπτική η οποία μπορεί να δημιουργήσει μία γερή βάση προς την σωστή κατεύθυνση αφού όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα επωφεληθούν.
Συμπερασματικά,
- επιχειρήσεις και τράπεζες οφείλουν να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα και ακολούθως να την αποδεχτούν και να την αντιμετωπίσουν ως πρώτιστη προτεραιότητα
- οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες δεν βρίσκονται σε αντίθετες παρατάξεις. Τα συμφέροντά τους είναι αλληλένδετα.
Οι επιχειρήσεις χρειάζονται τις τράπεζες, οι τράπεζες χρειάζονται τις επιχειρήσεις, και η οικονομία χρειάζεται υγιείς επιχειρήσεις και τράπεζες
- οι πικρίες και τα κατάλοιπα του παρελθόντος δεν προσθέτουν καμία αξία για το μέλλον. Αντιθέτως, το μέλλον μπορεί να εδραιωθεί μόνο με συλλογικότητα και συνεργασία
- οι υπηρεσίες εμπειρογνωμόνων, με τεχνογνωσία και εμπειρίες τόσο από την τοπική όσο και από τη διεθνή αγορά, προσδίδουν στη διαδικασία αξιοπιστία, ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα και βοηθούν στη διαμόρφωση εξειδικευμένων και δοκιμασμένων λύσεων
- τώρα είναι λοιπόν η στιγμή. Το μέλλον είναι τώρα. Ας το δημιουργήσουμε.
Διαβάστε στα Επόμενα Μέρη τους τρόπους και τις τεχνικές με τις οποίες μπορεί να δημιουργηθεί το μέλλον …