ΥΠΟΙΚ – ΚΤ: Τέσσερα χρόνια είναι πολλά για την Λαϊκή
14:15 - 08 Φεβρουαρίου 2017
Συντόμευση και ολοκλήρωση της διαδικασίας εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας το συντομότερο δυνατό ζήτησε ο υπουργός Οικονομικών, Χάρης Γεωργιάδης και εξέφρασε την άποψη ότι η εν λόγω διαδικασία έχει διαρκέσει πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο και ότι έχει σημειωθεί σημαντική καθυστέρηση.
Μιλώντας ενώπιον της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, ο κ. Γεωργιάδης διευκρίνισε ότι αν και η προσωπική του άποψη δεν επηρεάζει τις αποφάσεις της Αρχής Εξυγίανσης, εντούτοις τα περιουσιακά στοιχεία θα έπρεπε να αποδοθούν με τον τρόπο που θα μπορούσαν να αποδοθούν στους πιστωτές το συντομότερο δυνατόν.
«Μια διαδικασία εξυγίανσης, όπως και η νομοθεσία με ξεκάθαρο τρόπο περιγράφει, δεν μπορεί να είναι μία μόνιμη κατάσταση, εξυπηρετώντας άλλους σκοπούς εκτός από την εξυγίανση», εξήγησε ο υπουργός.
Εξάλλου, υπενθυμίζοντας ότι η διαχείριση της Τράπεζας Κύπρου διήρκησε 4 μήνες - την περίοδο που βρισκόταν σε κίνδυνο ακόμα και η ύπαρξη της Τράπεζας- ενώ θα έπρεπε να διαρκούσε 1-2 μέρες, απηύθυνε την ενθάρρυνση προς την Αρχή Εξυγίανσης για επίσπευση και ολοκλήρωση των διαδικασιών για την εξυγίανση της Λαϊκής.
Παράλληλα, εξήγησε ότι η εκτελεστική εξουσία δεν έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα για το κατά πόσο τα περιουσιακά στοιχεία της Λαϊκής θα τεθούν προς πώληση.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Χρυστάλλα Γιωρκάτζη, απαντώντας στην κριτική για καθυστέρηση στην πώληση περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας σε άλλες χώρες, μεταξύ άλλων σε Ελλάδα, Μάλτα, Σερβία, Ρουμανία και Ουκρανία, με αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας τους, ανέφερε ότι η εντολή της Αρχής Εξυγίανσης είναι να πωληθούν τα περιουσιακά στοιχεία εκ του νόμου και όχι η επιλογή ποιων στοιχείων θα πωληθούν.
«Με αφορμή τη διατήρηση ή μη της Επενδυτικής Τράπεζας της Ελλάδος (IBG) εκτός των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να πωληθούν, είναι φανερό ότι υπάρχει παρεξήγηση ως προς το ποια η εντολή της Αρχής Εξυγίανσης», σημείωσε η Διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας, διευκρινίζοντας ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν φέρει ένσταση, εφόσον εξευρεθεί νομικά εφικτός τρόπος για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων στους πιστωτές.
Επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει νομικά εφικτός τρόπος για μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων στους πιστωτές της Τράπεζας, μετά και από την σχετική γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία, εξήγησε ότι η εντολή για την εξυγίανση μίας τράπεζας είναι αν δεν τεθούν προς πώληση τα περιουσιακά στοιχεία, τότε να ακολουθηθεί η διαδικασία της εκκαθάρισης, έτσι ώστε ο εκκαθαριστής να διαμοιράσει τα περιουσιακά στοιχεία.
«Τα προβλήματα που υπάρχουν με τα περιουσιακά στοιχεία είναι πολλά και χρειάζεται συνεργασία και άδεια από άλλες εποπτικές αρχές, ενώ έχει τεθεί χρονοδιάγραμμα βάσει νόμου, σύμφωνα με το οποίο, αν δεν μπορούν τα περιουσιακά στοιχεία να πωληθούν, τότε να τεθούν υπό εκκαθάριση», επεσήμανε η κ. Γιωρκάτζη.
Υπερισχύει η ευρωπαϊκή οδηγία
Μη επιτρεπτή νομικά είναι η θέσπιση νομοθεσίας για μεταφορά της διαχείρισης ων περιουσιακών στοιχείων στους πιστωτές της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, διευκρινίστηκε εκ νέου ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής από εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας.
Εξηγώντας ότι είχε ζητηθεί η γνώμη της Γενικής Εισαγγελίας από το ΥΠΟΙΚ αν είναι νομικά επιτρεπτή μία τέτοια νομοθεσία, ανέφερε ότι σε περίπτωση που δεν επρόκειτο για εναρμονιστικό νομοσχέδιο, η Βουλή θα είχε τη δυνατότητα να αλλάξει τη νομοθεσία.
Σημειώνοντας ότι η οδηγία και ο εναρμονιστικός νόμος υπερισχύει οποιουδήποτε άλλου νόμου, ο εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας επεσήμανε ότι η ουσία της γνωμάτευσης είναι ότι δεν μπορεί να διοριστεί διαχειριστής υπό εξυγίανση ιδρύματος κάποιος πιστωτής, που έχει υποστεί δυσμενή μεταχείριση, καθώς κάτι τέτοιο «απαιτεί νομικά εχέγγυα που ο πιστωτής δεν πληροί, μιας και δεν είναι αμερόληπτος ως προς αυτή τη διαχείριση» Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι ο εναρμονιστικός νόμος είναι πολύ συγκεκριμένος ως προς το τι μπορεί να κάνει ένας διαχειριστής, σημειώνοντας ότι δεν μπορεί να γίνει μεταφορά περιουσιακών στοιχείων πέραν των επιτρεπτών ορίων της νομοθεσίας. Από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι είχε διαπιστωθεί εδώ και πολύ καιρό αυτό που η Νομική Υπηρεσία υποδεικνύει στην γνωμάτευσή της και ότι ήταν γνωστά και ξεκάθαρα τα όρια της νομοθεσίας.
Συλλογική, όχι μονοπρόσωπη Αρχή Εξυγίανσης
Ορθότερη υπό τις περιστάσεις χαρακτήρισε ο υπουργός Οικονομικών την υφιστάμενη σύνθεση της Αρχής Εξυγίανσης.
«Όπως έχει διαμορφωθεί οριστικά η σύνθεση της Αρχής Εξυγίανσης, οι αρμοδιότητες έχουν ανατεθεί στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει την τεχνογνωσία για λήψη αποφάσεων, χωρίς, όμως να λαμβάνονται αποφάσεις μονοπρόσωπα, αλλά συλλογικά».
Χαρακτηρίζοντας «το πιο σοβαρό σφάλμα την ύπαρξη μονοπρόσωπης Αρχής Εξυγίανσης, δηλαδή ένας άνθρωπος να έχει την ευθύνη και αρμοδιότητα να λαμβάνει αποφάσεις τέτοιας βαρύτητας», διευκρίνισε ότι οι αποφάσεις πρέπει να συνδυάζουν τη συλλογικότητα με την αποτελεσματικότητα, λέγοντας ότι δεν ήταν η πλέον αποτελεσματική μορφή η προσωρινή συμμετοχή ΥΠΟΙΚ, ΚΤ και ΕΚΚ στην Αρχή Εξυγίανσης.
Από την πλευρά της η διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας τόνισε ότι δεν υπάρχει ένσταση για ανάθεση της αρμοδιότητας της Αρχής Εξυγίανσης σε άλλη Αρχή, υπενθυμίζοντας ότι τον Μάρτιο του 2016, θεσπίστηκε νέος νόμος για εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων, μεταφέροντας στο εθνικό δίκαιο ευρωπαϊκή οδηγία.
Η εν λόγω οδηγία παρέχει τη διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη για επιλογή του διορισμού της Αρχής Εξυγίανσης ανάμεσα στην Εθνική Κεντρική Τράπεζα, στο αρμόδιο Υπουργείο, στη Διοικητική Αρχή και στην αρμόδια εποπτική αρχή.