ΔΝΤ: Εξαιρετικά μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος
07:22 - 06 Φεβρουαρίου 2017
Καθοριστικής σημασίας για το ελληνικό πρόγραμμα κρίνεται η συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ τη Δευτέρα (6 Φεβρουαρίου) καθώς θα συζητηθεί η έκθεση για την ελληνική οικονομία η οποία συντάχθηκε από την ομάδα της Ντέλιας Βελκουλέσκου και φέρει την έγκριση του Πολ Τόμσεν.
Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει και την επικαιροποιημένη ανάλυση για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η οποία διαπιστώνει ότι το χρέος παραμένει εξαιρετικά μη βιώσιμο παρά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που αποφασίσθηκαν τον Δεκέμβρη. Σημειώνεται ότι θα παραμείνει μη βιώσιμο ακόμη και αν η Ελλάδα εφαρμόσει όλα όσα έχει συμφωνήσει στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM.
Στην συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου του ΔΝΤ «θα φανεί ποιος θα είναι ο ρόλος του Ταμείου στο εγγύς μέλλον» υπογραμμίζει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Αλέξης Χαρίτσης, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εποχή», υπογραμμίζοντας πως η κυβέρνηση πρέπει να αποφύγει το «να μπούμε σε μια διαδικασία μακράς διαπραγμάτευσης».
«Βρισκόμαστε σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο, όπου πρέπει τα πράγματα να ξεκαθαρίσουν» υπογραμμίζει ο κ. Χαρίτσης.
«Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή προς ψήφιση τα ακραία μέτρα που ζητά το ΔΝΤ» δηλώνει ο γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, Πάνος Ρήγας, σε συνέντευξή του στην «Αυγή». Όσο και εάν Γερμανία και ΔΝΤ εμφανίζονται αμετακίνητοι στις θέσεις τους έχοντας ως ουρά και σύμμαχο τη ΝΔ, έχω την αίσθηση πως η συγκυρία και οι γεωπολιτικές συνθήκες είναι τέτοιες που θα τους αναγκάσουν να αφήσουν τους τακτικισμούς και το blame game και να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις τόσο μεταξύ τους, όσο και απέναντί μας» αναφέρει .
Πρωτοβουλίες για το κλείσιμο της αξιολόγησης το συντομότερο δυνατό συμφώνησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις επαφές που είχε στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής στη Μάλτα ενώ στο θέμα αυτό κοινή είναι η εκτίμηση κυβερνητικών παραγόντων και κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι επισημαίνεται στην έκθεση ΔΝΤ
Σε ότι αφορά το χρέος, βασική παραδοχή είναι ότι αυτό είναι «εξαιρετικά ασταθές» και ότι η συμφωνία του Eurogroup του Μαϊου είναι σε θετική κατεύθυνση ωστόσο τα μέτρα που συμφώνησαν οι Ευρωπαίοι δεν είναι αρκετά με αποτέλεσμα να θεωρεί πως η δυναμική του θα πάρει και πάλι την ανιούσα όταν το ελληνικό Δημόσιο θα αποπληρώνει πλέον τα δάνεια με χρηματοδότηση πιο ακριβή από τις αγορές.
Προκειμένου να μην ξεπερνά το 15% με 20% του ΑΕΠ η ετήσια δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους και παράλληλα να διατηρείται μία πτωτική δυναμική στη σχέση χρέους προς ΑΕΠ το Ταμείο μεταξύ άλλων προτείνει:
- Να δοθεί μία περίοδος χάρης αποπληρωμών ως το 2040
- επέκταση της ωρίμανσης των ελληνικών ομολόγων μέχρι το 2070.
- Να γίνει μεταφορά των πληρωμών τόκων που πρέπει να γίνουν μέχρι το 2040, οι οποίοι προτείνεται να κεφαλαιοποιηθούν και η αποπληρωμή τους να επιμηκυνθεί μέχρι το 2070
- Να μετατραπούν τα επιτόκια των δανείων από τον ESM και EFSF σε σταθερά για 30 χρόνια με ανώτατο επιτόκιο 1,5%.
- Να επιστραφούν τα κέρδη απ' τα περιθώρια του EFSF και των Κεντρικών Τραπεζών
Δημοσιονομικά – Φορολογικά
Σύμφωνα με το Ταμείο, η δημοσιονομική πολιτική που στηρίζεται σε υψηλούς φόρους, σε περιορισμένη φορολογική βάση και σε συγκυριακό και επιλεκτικό περιορισμό και δεν στηρίζεται σε μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Επιπλέον πρόκειται για πολιτική αντιαναπτυξιακή και γι' αυτό το λόγο θέτει θέματα αξιοπιστίας.
Παρατηρεί δε πως η φορολογική διοίκηση είναι αναποτελεσματική, τα φορολογικά χρέη είναι διαρκώς αυξανόμενα ενώ η φορολογική συμπεριφορά των πολιτών θεωρείται προβληματική.
Επισημαίνεται ότι περίπου το 50% του πληθυσμού είναι σε καθυστέρηση εις ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις του έναντι του δημοσίου. Συνολικά, τα χρέη των ιδιωτών προς το δημόσιο φτάνουν το 70% του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Η κύρια σύσταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ότι θα πρέπει να υιοθετηθούν πολιτικές ουδέτερες δημοσιονομικά που θα οδηγούν σε μείωση φόρων και διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ο εξορθολογισμός της δαπάνης για συντάξεις και αντιθέτως η εστίαση σε δαπάνες που απευθύνονται στις πλέον ευάλωτες ομάδες βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες για επενδύσεις και ανάπτυξη.
Συνταξιοδοτικό
Η πρώτη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ που αναμένεται να παρουσιαστεί επισήμως, είναι ότι: Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής είναι μη βιώσιμο διότι βασίζεται σε συντάξεις που δεν μπορούμε να αντέξουμε κι αυτό διότι στηρίζονται σε υψηλή φορολογία μιας περιορισμένης φορολογικής βάσης. Σύμφωνα με το Ταμείο, περισσότερα από τα μισά μέτρα που νομοθετήθηκαν τα τελευταία έξι χρόνια αφορούν τις δαπάνες. Αλλά από τα μέτρα που νομοθετήθηκαν μόνο το 1/4 αφορούσαν μειώσεις μισθών εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και στις συντάξεις. Κατά το ΔΝΤ, η μείωση των μισθών του δημοσίου και των συντάξεων ήταν περιορισμένη σε σχέση με άλλες δημοσιονομικές προσαρμογές.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση «οι μειώσεις στις συντάξεις ήταν 1% του ΑΕΠ όταν το συνταξιοδοτικό σύστημα έχει έλλειμμα περίπου 11% του ΑΕΠ».
Τράπεζες και ανακεφαλαιοποίηση
Σύμφωνα με το Ταμείο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν είναι επαρκείς για να μειώσουν τα χρέη προς τις τράπεζες και τα χρέη των ιδιωτών προς τις φορολογικές αρχές του δημοσίου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πιέσεις στην ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα.
Εις ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL's) επισημαίνεται ότι δεν έχουν υιοθετηθεί πλήρως οι κατευθύνσεις για μείωση των λεγόμενων κόκκινων δανείων, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγήσει σε περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης στον υγιή ιδιωτικό τομέα και σε εξασθένηση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών.
Το χρηματοοικονομικό σύστημα της χώρας, κατά το ΔΝΤ, χαρακτηρίζεται από αδύναμους ισολογισμούς τραπεζών, που έχουν προβλήματα στη διοίκηση τους. Η χαμηλή ποιότητα των κεφαλαίων εξάλλου είναι αυτή που διαρκώς δημιουργούνται ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι τράπεζες θα χρειαστούν περίπου 10 δισ.ευρώ (περίπου το 5,5% του ΑΕΠ της χώρας το έτος 2016) για πιθανή πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση από το 2018. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι από το 2010 έχουν διατεθεί άλλα 43 δισ.ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Στο πεδίο της έκθεσης που αφορά τον τραπεζικό τομέα σημειώνεται ότι η αλλοπρόσαλλη πολιτική της περιόδου 2015-2016 έχει οδηγήσει αφενός στη μείωση της συμμετοχής του δημοσίου στις τράπεζες στο 20%, από ποσοστό 60% που κατείχε το δημόσιο στις τράπεζες πριν την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση. Ως αποτέλεσμα, γράφει η έκθεση του ΔΝΤ, δεν θα πρέπει να αναμένονται σημαντικά έσοδα για το κράτος από την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών.
Αγορές
Το Ταμείο εκτιμά επίσης ότι οι ευρείες διαρθρωτικές δυσλειτουργίες που διέπουν την ελληνική αγορά εξακολουθούν να αποτρέπουν την χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Γι αυτό και συστήνει την επίσπευση των μεταρρυθμίσεων που εντάσσονται στη λεγόμενη «Εργαλειοθήκη 2» του ΟΟΣΑ, που μεταξύ άλλων προβλέπει την άρση των εμποδίων στις επενδύσεις όπως το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων.
Ανάπτυξη και πλεονάσματα
Η ανάκαμψη θεωρείται ασθενής και με κινδύνους. Η πρόβλεψη του ΔΝΤ είναι ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 0,4% το 2016 και θα φτάσει το 2,7% για το 2017, αλλά με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με το Ταμείο, η ανάπτυξη για το 2017 θα είναι 2,7% εφόσον: Η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί εγκαίρως, το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί πλήρως, η Ελλάδα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και θα αρθούν τα capital controls.
Παρ'όλα αυτά, μεσοπρόθεσμα το ΔΝΤ θεωρεί ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα κυμαίνεται γύρω στο 1%.
Σύμφωνα με την έκθεση, το αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδας θα πρέπει να προσανατολιστεί περισσότερο στις εξαγωγές, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι θα προσανατολιστούν στην ανάπτυξη εμπορεύσιμων κλάδων της ελληνικής οικονομίας (σσ, είτε εξαγωγές προϊόντω, είτε υπηρεσίες και προϊόντα σχετιζόμενα με τον τουρισμό).
Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 1% του ΑΕΠ το 2016 και θα φτάσει το 1,5% του ΑΕΠ το 2018.
Στην έκθεση για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, το Ταμείο αξιολογεί και τοποθετείται επί των απόψεων των Ευρωπαίων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Όπως σημειώνεται, βασική υπόθεση των Ευρωπαίων είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διατηρηθεί στο 3,5% για μια δεκαετία, μειούμενο σε ποσοστό3,2% το2030 και σταδιακά στο 1,5% το 2040.
Αυτά είναι πρωτοφανή πρωτογενή πλεονάσματα στην παγκόσμια δημοσιονομική πρακτική και προφανώς το Ταμείο τα θεωρεί μη βιώσιμα. Μάλιστα, στην έκθεση αναφέρεται ότι ακόμη και η εκτίμηση του ΔΝΤ για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 1% για πολλές δεκαετίες είαι αισιόδοξες με βάση τιςμετρήσεις.
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι θα πρέπει να μειωθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας πριν βγει στις αγορές και συμπληρώνει ότι οι χρηματοδοτικές αυτές ανάγκες θα πρέπει να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα και σίγουρα σε ποσοστό 15-20% του ΑΕΠ.
ΠΗΓΗ: imerisia.gr - newmoney.gr