Ξεχάστηκαν στην κρίση καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη
07:35 - 11 Ιανουαρίου 2017
Κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την καινοτομία παρουσιάζεται η Κύπρος. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΕ, τα οποία αναδημοσιεύει η EY, η απόδοση της Κύπρου στον τομέα της καινοτομίας αν και κορυφώθηκε το 2011 στο 95%, εντούτοις υποχώρησε σημαντικά στο 86,5% το 2015, με αποτέλεσμα η θέση της χώρας να βρεθεί κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε τομείς όπως τα έσοδα από το εξωτερικό για την απόκτηση άδειας και διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τις δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη στις επιχειρήσεις, τους διδακτορικούς φοιτητές εκτός ΕΕ, στους νέους απόφοιτους διδακτορικού τίτλους, όπως επίσης και στις αιτήσεις για απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
Από την άλλη, ισχυρότερες επιδόσεις σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο καταγράφηκαν στα κοινοτικά εμπορικά σήματα, στις διεθνείς επιστημονικές εκδόσεις, στις καινοτόμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και στο ποσοστό του πληθυσμού, που ολοκλήρωσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Εξαιρετικά χαμηλές παραμένουν οι δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη στην Κύπρο, οι οποίες το 2014 αντιπροσώπευαν μόλις το 0,48% του ΑΕΠ, σημειώνοντας μικρή αύξηση σε σχέση με το 0,46% το 2013. Οι μέσες δαπάνες στην ΕΕ για την έρευνα και την ανάπτυξη ανέρχονταν στο 2,03% του ΑΕΠ το 2014, πολύ χαμηλότερα από τον στόχο της ΕΕ 2020, ο οποίος ανέρχεται στο 3%.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, οι συνολικές δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη ανά κάτοικο ανήλθαν το 2014 στα €96,4 την ώρα που στην ΕΕ των 28 ανερχόταν στα €560,1.
Στον πάγο λόγω ύφεσης
Εξάλλου, σημειώνεται ότι εν μέρει λόγω της οικονομικής ύφεσης, οι προϋπολογισμοί για την έρευνα και την ανάπτυξη, καθώς και διάφορα μέτρα που σχετίζονται με την καινοτομία έχουν τεθεί σε αναμονή κατά τη διάρκεια του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση έλαβε το 2014 ο τομέας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, φτάνοντας στο 52,7% ή €43,6 εκατ. των συνολικών δαπανών, με τον δημόσιο τομέα να ακολουθεί με 13,7% ή €11,3 εκατ., την ώρα που το 16,3% ή €13,5 εκατ. διοχετεύθηκαν στον ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό τομέα.
Στην έρευνα επισημαίνεται ότι οι δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη από τον ιδιωτικό τομέα της Κύπρου θεωρούνται από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, καθώς το 2013 οι δαπάνες από τις επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν μόνο το 0,1% του κυπριακού ΑΕΠ, την στιγμή που ο μέσος ευρωπαϊκός όρος έφτανε το 1,3%. Παράλληλα, κατά την περίοδο 2007-2013 οι δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη από τον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν κατά μέσο όρο κάθε έτος με ρυθμό 4,1%.
Εντούτοις, αναγνωρίζεται ότι το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο του 2016, το RESTART, το νέο πλαίσιο προγραμμάτων για υποστήριξη ης Έρευνας, της Τεχνολογικής Ανάπτυξης και της Καινοτομίας, που συγχρηματοδοτούνται από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους.
Πρόβλημα ο δανεισμός
Υπενθυμίζοντας τα στοιχεία της Έκθεσης Doing Business 2015-2016 της Παγκόσμιας Τράπεζας, η έρευνα τονίζει ότι η Κύπρος κατατάσσεται 65η μεταξύ 140 οικονομιών, ενώ εκ των 36 προηγμένων χωρών, προηγείται μόνο της Σλοβακίας και της Ελλάδας. Σημειώνεται επίσης ότι παράγοντες που δυσχεραίνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κύπρο είναι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η ανεπαρκής ικανότητα για την καινοτομία και περιοριστικές ρυθμίσεις στην εργασία.
Παρά το υψηλό μορφωτικό επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού της Κύπρου, του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος και της ποιότητας ζωής, εντούτοις η πρόοδος της Κύπρου στον τομέα της επιχειρηματικότητας φαίνεται να έχει είναι μικρή. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η πρόσβαση σε δανεισμό, με τις αυξημένα ποσά μη εξυπηρετούμενων δανείων να περιορίζουν τη δυνατότητα των κυπριακών τραπεζών να εξασφαλίσουν δανεισμό στις επιχειρήσεις.
Την ίδια ώρα, αυξημένη παρουσιάζεται η παρουσία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην κυπριακή αγορά, καθώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας το 2015, το 99,8% του συνόλου των επιχειρήσεων ή 38.917 σε πραγματικούς αριθμούς ήταν μικρομεσαίες. Μάλιστα, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων απασχολούσε το 2015 λιγότερα από εννέα άτομα (92,4%), ενώ το 45,7% των υπαλλήλων εργάζονται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.