Δημογραφία: Ένα ταμπού με αμείλικτες συνέπειες
12:19 - 11 Αυγούστου 2016
Μια από τις μακροπρόθεσμα καταστροφικότερες συνέπειες της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα αποτελεί η περαιτέρω επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων της χώρας.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι αρνητικές δημογραφικές προοπτικές μιας χώρας έχουν βαθύτατες συνέπειες σε ένα φάσμα τομέων που εκτείνεται από τη σταθερότητα του γεωπολιτικού συστήματος στο οποίο εντάσσεται, μέχρι την ομαλή λειτουργία της αγοράς εργασίας και του συνταξιοδοτικού της συστήματος, το θέμα παραμένει ταμπού. Οι αναφορές που γίνονται στα ΜΜΕ είναι σποραδικές, συχνά ελλιπείς σε τεκμηρίωση και άλλοτε υποτονικές ή σχεδόν υστερικές, με αποτέλεσμα το μείζον αυτό ζήτημα να συντηρείται σχετικά χαμηλά στην ατζέντα του δημοσίου διαλόγου.
Είναι γνωστό ότι τα δημογραφικά δεδομένα της Ελλάδας βρίσκονται σε οριακό σημείο εδώ και αρκετές δεκαετίες. Επί της ουσίας, κατά την προ κρίσης περίοδο, μετά βίας υπήρχε συντήρηση του πληθυσμού, σημειωνόταν δηλαδή περίπου ίσος αριθμός γεννήσεων και θανάτων κατ’ έτος, ενώ για κάποια έτη υπήρχε ήδη μικρή υστέρηση των γεννήσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ενώ από το 1950 έως το 1980 οι γεννήσεις κυμαίνονταν γύρω στις 150.000 το χρόνο, υπερβαίνοντας σημαντικά τους θανάτους, από τη δεκαετία του 1990 υποχώρησαν σε επίπεδα γύρω στις 100.000 και στα χρόνια της κρίσης μειώθηκαν αισθητά φθάνοντας σε επίπεδα γύρω στις 90.000. Ταυτόχρονα, το χάσμα ανάμεσα στο όριο αντικατάστασης των γενεών, που είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα και στον δείκτη γονιμότητας στην Ελλάδα, συνεχίζει να διευρύνεται. Για το έτος 2014 καταγράφονται 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, αριθμός εξαιρετικά χαμηλός που, αν συντηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα επί μακρόν, θα προκαλέσει βλάβες σε όλο σχεδόν το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ακόμη, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι θάνατοι από το 2011 και μετά είναι σταθερά περισσότεροι από τις γεννήσεις, ενώ το 2014 καταγράφονται 22.000 περισσότεροι θάνατοι.
Το δημογραφικό πρόβλημα εν μέρει συνέβαλε στη δημιουργία της κρίσης και στη συνέχεια τροφοδοτήθηκε από αυτήν. Το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας έφτασε σε οριακά επίπεδα λειτουργίας από το 2010 και έπειτα, την περίοδο δηλαδή που συνέπεσε η μαζική συνταξιοδότηση των μεγάλων σε γεννήσεις γενεών της δεκαετίας του 1950, με την ανάγκη περιορισμού των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Συνολικά, το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας αναμένεται να συνεχίσει να δέχεται πιέσεις, καθώς θα συνταξιοδοτούνται προοδευτικά οι μεγάλες γενιές της δεκαετίας του 1950 και του 1960. Επιπλέον, σύμφωνα με το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η γήρανση του πληθυσμού θα συνεχισθεί τα επόμενα χρόνια, με το ποσοστό των άνω των 65 ετών το 2025 να υπερβαίνει το 22% του συνολικού πληθυσμού.
Οι συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού στην οικονομική δραστηριότητα (παραγωγή – αγορά εργασίας), στα δημοσιονομικά, στο σύστημα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης και σε άμυνα και γεωπολιτική ισορροπία είναι προφανείς. Επιπλέον, μια κοινωνία με υπερβολικά μεγάλο αριθμό ηλικιωμένων τείνει να γίνει πιο συντηρητική, λιγότερο δυναμική και σαφώς λιγότερο ευεπίφορη στις αλλαγές και στους νεωτερισμούς.
Μια παράμετρος που προκαλεί περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης είναι η τάση μετανάστευσης νέων μορφωμένων ανθρώπων προς το εξωτερικό κατά την περίοδο της κρίσης. Σύμφωνα με έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, περισσότερα από 400.000 άτομα σε παραγωγική ηλικία έφυγαν από την Ελλάδα από το 2008 και μετά, σε αναζήτηση εργασίας. Πρόκειται κυρίως για νέους, μορφωμένους, με επαγγελματική εμπειρία, που κατευθύνονται προς τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ως επί το πλείστον. Αυτή η τάση, αν συνεχιστεί, ενδεχομένως να προκαλέσει μια απώλεια μεγαλύτερη και από την απώλεια περισσότερου του 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, η οποία έχει ήδη συντελεστεί κατά την περίοδο της κρίσης. Καθότι το ανθρώπινο κεφάλαιο, χτίζεται σε βάθος χρόνου, αναπληρώνεται δύσκολα και αποτελεί μια ήδη ολοκληρωμένη επένδυση, η οποία αντί να αποδώσει στην Ελλάδα συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ, θα συνεισφέρει τελικά στη μεγέθυνση κάποιας άλλης οικονομίας.
Τις προηγούμενες δεκαετίες η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα συνδυάστηκε, σχεδόν γραμμικά, με τη μείωση της γονιμότητας, ενώ τα χρόνια της κρίσης η μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ φαίνεται να οδηγεί σε μια νέα εντονότερη μείωση της γονιμότητας, η οποία συνδυάζεται με τη μετανάστευση νέων ανθρώπων προς το εξωτερικό. Η προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας στα νέα δεδομένα θα χρειαστεί χρόνο, καθώς για το επόμενο διάστημα θα συνυπάρχουν οι νοοτροπίες και τα πρότυπα διαβίωσης της προηγούμενης περιόδου με τις οικονομικές δυσχέρειες και τους περιορισμούς του παρόντος. Βεβαίως, τα περισσότερα σχετικά στοιχεία απαιτούν ακόμη επεξεργασία, αξιολόγηση και μελέτη, καθώς πρόκειται για δυναμικά φαινόμενα που βρίσκονται σε εξέλιξη, με πιθανώς σημαντικές διακυμάνσεις. Οι συνήθειες των ανθρώπων, τόσο ως προς την τεκνοποίηση, όσο και ως προς τη μετανάστευση, διαφοροποιούνται και προσαρμόζονται κατά τρόπο που δεν είναι εύκολα προβλέψιμος.
Επομένως, ουσιαστικά τίποτε δεν έχει ακόμη κριθεί. Το κλειδί στη διαχείριση της κατάστασης είναι προφανώς η ανασφάλεια που προκαλείται από την ανεργία, η οποία συμβάλλει καθοριστικά και ως γενεσιουργός αιτία, αλλά και ως βασικός παράγοντας ανατροφοδότησης του φαύλου κύκλου του προβλήματος, τόσο ως προς την υπογεννητικότητα, όσο και ως προς τη μετανάστευση. Δεν ωφελεί ούτε η κινδυνολογία, αλλά ούτε ο εφησυχασμός. Οι λύσεις που πρέπει να αναζητηθούν, εντός του υπάρχοντος περιοριστικού πλαισίου, δεν μπορεί να είναι άλλες από την καταπολέμηση της ανεργίας με κάθε μέσο και κατά προτεραιότητα, τη χορήγηση κινήτρων για αύξηση των γεννήσεων, την υποστήριξη των γονέων με κάθε δυνατό τρόπο, την αύξηση της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων του κοινωνικού κράτους και την ομαλή ενσωμάτωση των μεταναστών στο κοινωνικό σύνολο.
Δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο να αθροιστούν στα θύματα της κρίσης ούτε άλλοι άνεργοι, ούτε άλλοι μορφωμένοι νέοι που μετανάστευσαν, ούτε άλλα παιδιά που δεν γεννήθηκαν εξαιτίας εισοδηματικών δυσχερειών και έντονης κοινωνικής ανασφάλειας.