Τραπεζική Εποπτεία: Ανοίγματα σε κρατικά ομόλογα
12:54 - 18 Ιουλίου 2016
Η χρηματοοικονομική κρίση κατέδειξε την αλληλεξάρτηση μεταξύ κρατών και τραπεζών αφού η όποια οικονομική επιδείνωση ή/και πιστοληπτική υποβάθμιση του ενός επέφερε άμεσο και σημαντικό αντίκτυπο στο άλλο μέρος. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε το πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης με κύριο στόχο να περιορίσει την αλληλεξάρτηση μεταξύ κρατών και τραπεζών στην ευρωζώνη, να αποτρέψει τη διάσωση τραπεζών με χρήματα φορολογουμένων, να ενισχύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να διασφαλίσει την αξιοπιστία και την ασφάλεια των τραπεζών.
Η Τραπεζική Ένωση εδράζεται σε τρεις Πυλώνες:
Ο πρώτος Πυλώνας είναι ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριο του 2014 και αποτελεί το ευρωπαϊκό εποπτικό όργανο όλων των τραπεζών της ευρωζώνης.
Ο δεύτερος Πυλώνας είναι ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2016 και αποτελεί το σύστημα για την αποτελεσματική εξυγίανση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Ο τρίτος Πυλώνας είναι το Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων και αφορά τους ενιαίους κανόνες εγγύησης των καταθέσεων οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ τον Ιούλιο του 2015 αλλά και την καθιέρωση ενός Ενιαίου Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων που αναμένεται ότι θα υλοποιηθεί χρονικά σε τρεις φάσεις μέχρι το 2024.
Παρά το γεγονός ότι το πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης έχει τεθεί σε εφαρμογή μόλις πρόσφατα, έχει ήδη ξεκινήσει μια πρωτοβουλία για την περαιτέρω ενδυνάμωση του πλαισίου διαμέσου της μείωσης των κινδύνων. Ο δεύτερος και ο τρίτος Πυλώνας της Τραπεζικής Ένωσης εδράζονται στον επιμερισμό του κόστους εξυγίανσης των τραπεζών και του κόστους αποζημίωσης των καταθετών, μέσω ενιαίων ταμείων (Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης και σύντομα Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων) στα οποία συνεισφέρουν αναλογικά όλες οι τράπεζες της ευρωζώνης. Συνεπώς, ο επιμερισμός των κινδύνων (risk sharing) θα πρέπει να συνοδεύεται με ανάλογη μείωση των κινδύνων (risk reduction) στους οποίους είναι εκτεθειμένες οι τράπεζες κάθε χώρας της ευρωζώνης. Στο παρών αρχικό στάδιο οι αλλαγές στο εποπτικό πλαίσιο που συζητούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο αφορούν, μεταξύ άλλων, την απάλειψη διακριτικών ευχερειών για διαφοροποίηση στους κανονισμούς προληπτικής εποπτείας, την εναρμόνιση των κανονισμών λειτουργίας των εθνικών Ταμείων Προστασίας Καταθέσεων, την αποτελεσματική εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, την διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων και την διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου από ανοίγματα τραπεζών σε κρατικά ομόλογα.
Από όλες αυτές τις αλλαγές που συζητούνται θα επικεντρωθώ στην τελευταία. Το υφιστάμενο εποπτικό πλαίσιο δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια και ακολουθεί τα πρότυπα που καθορίζει η Επιτροπή της Βασιλείας. Για σκοπούς καθορισμού κεφαλαιακής επάρκειας, τα ανοίγματα που διατηρεί τράπεζα σε κρατικά ομόλογα χωρών της ευρωζώνης φέρουν μηδενικό κίνδυνο (0% συντελεστή σταθμισμένου κινδύνου) και θεωρούνται ανοίγματα υψηλής ποιότητας. Η απουσία κινήτρων για διασπορά του κινδύνου οδηγεί σε υψηλή συγκέντρωση επενδύσεων εγχώριων τραπεζών σε εθνικά ομόλογα, αυξάνει τους κινδύνους σε περίπτωση αθέτησης πληρωμών και δημιουργεί μια σχέση εξάρτησης υπερχρεωμένων κρατών με το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Η Επιτροπή της Βασιλείας έχει ξεκινήσει να μελετά το θέμα με στόχο να καταλήξει μέχρι το 2018 στην έκδοση νέων κατευθυντήριων γραμμών και στον καθορισμό νέων εποπτικών προτύπων. Στο παρόν στάδιο συζητούνται διάφορες επιλογές ως προς τον τρόπο ρύθμισης του θέματος, με δυο να είναι οι επικρατέστερες. Η πρώτη αφορά την υιοθέτηση συντελεστών στάθμισης πιστωτικού κινδύνου πέραν του 0% που ισχύει σήμερα για σκοπούς υπολογισμού της κεφαλαιακής επάρκειας. Πιθανότατα οι συντελεστές αυτοί να τεθούν σε χαμηλά επίπεδα ώστε να συνάδουν με τους συντελεστές στάθμισης πιστωτικού κινδύνου που ισχύουν για άλλες κατηγορίες ανοιγμάτων. Η δεύτερη αφορά την υιοθέτηση περιορισμών στα χρηματοδοτικά ανοίγματα τραπεζών σε κρατικά ομόλογα ώστε να περιοριστεί ο πιστωτικός κίνδυνος σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του κράτους. Τα επιτρεπόμενα όρια στα χρηματοδοτικά ανοίγματα πιθανόν να τεθούν σε χαμηλά επίπεδα ώστε να δίδεται ισχυρό κίνητρο για διασπορά του κινδύνου συγκέντρωσης μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων διαφόρων χωρών της ευρωζώνης. Μια τρίτη επιλογή πιθανόν να είναι κάποιος συνδυασμός των δυο πιο πάνω επιλογών.
Όποια και να είναι η κατάληξη και η τελική επιλογή του τρόπου ρύθμισης του θέματος, η υιοθέτηση αυστηρότερων εποπτικών κανόνων αναμένεται ότι θα επηρεάσει τόσο τις τράπεζες όσο και το κάθε κράτος μέλος της ευρωζώνης. Οι τράπεζες κατέχουν κρατικά ομόλογα κυρίως για σκοπούς διαχείρισης ρευστότητας, συμμόρφωσης με τις εποπτικές απαιτήσεις και χρήσης ως εξασφάλιση για πράξεις χρηματοδότησης. Η υιοθέτηση αυστηρότερων εποπτικών ρυθμίσεων πιθανόν να αναγκάσει τις τράπεζες να μειώσουν ή και να περιορίσουν τα ανοίγματα που διατηρούν σε ομόλογα χωρών της ευρωζώνης και δη σε ομόλογα της χώρας στην οποία δραστηριοποιούνται ή αποτελεί τη βάση των εργασιών τους.
Επιπλέον, αυτές οι ενέργειες προσαρμογής των τραπεζών στις νέες απαιτήσεις πιθανόν να επηρεάσουν και τις χρηματαγορές κρατικών ομολόγων, ειδικότερα τα επιτόκια δανεισμού, επομένως θα πρέπει και οι χώρες της ευρωζώνης να μελετήσουν προσεκτικά τις επιπτώσεις σε ότι αφορά τις μελλοντικές εκδόσεις κρατικών ομολόγων και την διαχείριση του δημοσίου χρέους γενικότερα. Λόγω των πιο πάνω αρνητικών επιπτώσεων, οι αλλαγές που θα επέλθουν το 2018 πιθανόν να συνοδεύονται από μια σχετικά μεγάλη μεταβατική περίοδο υιοθέτησης των νέων εποπτικών ρυθμίσεων ώστε τυχόν τρέχοντα «υπερβολικά» ανοίγματα τραπεζών σε εθνικά κρατικά ομόλογα να μειωθούν σταδιακά και δη μέχρι και την λήξη του κρατικού ομολόγου.
Παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης δεν μπορεί να απομονωθούν εντελώς από τον πιστωτικό κίνδυνο του κράτους στο οποίο δραστηριοποιούνται, η μείωση των ανοιγμάτων σε κρατικά ομόλογα αναμένεται ότι θα περιορίσει την αλληλεξάρτηση των δυο μερών και θα μειώσει τις επιπτώσεις που επιφέρει μια επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών.