Αρνητική απόκλιση παραγωγής σε μεγάλες οικονομίες
12:33 - 09 Ιουνίου 2016
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων της PwC, οκτώ χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, πολλές μεγάλες οικονομίες εξακολουθούν να καταγράφουν σημαντική αρνητική απόκλιση παραγωγής. Η απόκλιση αυτή υποδεικνύει το μέγεθος της επιπλέον ικανότητας μίας οικονομίας, εκτιμούν οι οικονομολόγοι, υπολογίζοντας πόσο απέχει από το να λειτουργεί με βάση τις πραγματικές της δυνατότητες σε ό,τι αφορά τα επίπεδα παραγωγής.
«Στις G7, η μεγαλύτερη απόκλιση καταγράφεται στην Ιταλία, ενώ η Γαλλία και η Ιαπωνία εξακολουθούν να είναι πίσω από τον σταθμισμένο μέσο όρο του ΑΕΠ για τη συγκεκριμένη ομάδα. Μόνο η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονται κοντά στην πλήρωση του κενού», τονίζεται στην ανακοίνωση της PwC.
Ο Richard Boxshall, Ανώτερος Οικονομολόγος της PwC, δηλώνει σχετικά: «Δεν αναμένουμε σύντομα κάποια διαφοροποίηση, εφόσον το βασικό μας σενάριο προβλέπει για φέτος παγκόσμια ανάπτυξη της τάξης του 2,5-3% περίπου. Πρόκειται για την πέμπτη χρονιά κατά την οποία καταγράφεται αρνητική απόκλιση παραγωγής, όπως υπολογίζεται σε όρους αγοραίων συναλλαγματικών ισοτιμιών» .
«Ανά χώρα, τα φετινά στοιχεία παρουσιάζονται ανάμεικτα. Ενθαρρυντική υπήρξε η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη με 0,6% σε τριμηνιαία βάση για το πρώτο τρίμηνο του έτους, ποσοστό ψηλότερο από το αναμενόμενο και λίγο ψηλότερο από την τάση», προστίθεται.
Αντίθετα,σημειώνεται, «οι ΗΠΑ κατέγραψαν υποτονική ανάπτυξη 0,1% σε τριμηνιαία βάση, ενώ επιβράδυνση της ανάπτυξης σημειώθηκε και στο Ηνωμένο βασίλειο με 0,4% το πρώτο τρίμηνο, ποσοστό λίγο χαμηλότερο από την τάση».
Τι θα μπορούσε λοιπόν να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη; Μια ελκυστική ενδεχομένως προσέγγιση είναι η αύξηση των επενδύσεων σε υποδομές, εκτιμούν οι οικονομολόγοι της PwC. «Η αποτελεσματικότητα της όλης διαδικασίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ώστε πέρα από την ενίσχυση της βραχυπρόθεσμης ζήτησης να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα μια πιο ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς», επισημαίνεται.
Με βάση την εμπειρία τους σε έργα υποδομών, οι οικονομολόγοι της PwC έχουν καθορίσει τέσσερις αρχές τις οποίες οι υπεύθυνοι διαμόρφωσης πολιτικής καλούνται να λάβουν σοβαρά υπόψη κατά την επιλογή των επενδύσεων:
• Η επένδυση ικανοποιεί μια ανάγκη: Τον οροσδιορισμό υφιστάμενων και μελλοντικών αναγκών, ενίσχυση της βασικής ανάλυσης με μια σειρά τόσο αισιόδοξων όσο και απαισιόδοξων σεναρίων
• Διασφάλιση συνέπειας με άλλους στόχους: Τα έργα υποδομής θα πρέπει να εντάσσονται στην ευρύτερη ατζέντα πολιτικής της κυβέρνησης, περιλαμβανομένων κοινωνικών, περιβαλλοντικών καθώς και οικονομικών στόχων.
• Οικονομική αποδοτικότητα της επένδυσης: Για τις κυβερνήσεις με χαμηλή σχετικά καθαρή χρεωστική θέση και υγιή δημόσια οικονομικά (π.χ. Γερμανία και Καναδάς), η εκπόνηση ενός προγράμματος ανάπτυξης υποδομών φαίνεται να αποτελεί μια λογική προσέγγιση για ενίσχυση της συνολικής ζήτησης και της μακροπρόθεσμης προσφοράς. Αλλά ακόμη και σε χώρες όπου το δημοσιονομικό έλλειμμα παραμένει σχετικά ψηλό – όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο – ίσως να ήταν θεμιτή η ιεράρχηση των επενδύσεων σε υποδομές σε σχέση με τις τρέχουσες δαπάνες.
• Η επένδυση θα είναι προς όφελος της ευρύτερης οικονομίας: Στην αξιολόγηση του πιθανού αντικτύπου θα πρέπει να συνεκτιμούνται τόσο οι μακροπρόθεσμες όσο και οι άμεσες και έμμεσες συνέπειες της μη υλοποίησης του έργου.
Ο Richard Boxshall καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Ως απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30, οι ΗΠΑ ίδρυσαν τη Διοίκηση Δημοσίων Έργων (PWA), επενδύοντας $6 δις σε υποδομές σε διάστημα μερικών ετών (ποσό που αντιστοιχούσε το 1933, έτος ίδρυσης της PWΑ, στο 11% του ΑΕΠ της χώρας), ώστε να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και την παραγωγικότητα. Τέτοιου είδους επενδύσεις προτείνονται και σήμερα ως το κλειδί για αξιοποίηση των συνθηκών χαμηλής ανάπτυξης, ωστόσο η αποτελεσματικότητα της εν λόγω πολιτικής θα εξαρτηθεί εν τέλει από τον αριθμό των έτοιμων προς υλοποίηση έργων στις διάφορες οικονομίες, που ικανοποιούν τις αρχές που παρατίθενται πιο πάνω».