PwC: Οι κυπριακές εταιρείες υπό την απειλή οικονομικού εγκλήματος
12:35 - 15 Ιουνίου 2016
Η υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων, το ηλεκτρονικό έγκλημα και το ξέπλυμα χρήματος είναι τα συχνότερα οικονομικά εγκλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες στην Κύπρο, επισημαίνει η Έρευνα Οικονομικού Εγκλήματος της PwC, τα τοπικά αποτελέσματα της οποίας παρουσιάστηκαν την Τρίτη 14 Ιουνίου, στο κεντρικό κτίριο του οργανισμού στη Λευκωσία.
Κατά τον χαιρετισμό του στο πλαίσιο της παρουσίασης, ο Διευθύνων Σύμβουλος της PwC, κ. Ευγένιος Ευγενίου, αναφέρθηκε στην ανάγκη καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος με την εφαρμογή κατασταλτικών μέτρων και αποτελεσματικής νομοθεσίας, τονίζοντας ωστόσο ότι «απαιτείται εκπαίδευση και αλλαγή κουλτούρας, η οποία ξεκινά πρώτα και πάνω απ’ όλα από τα ίδια τα κύτταρα της οικονομίας: τις επιχειρήσεις». Ο κ. Ευγενίου εξήγησε ότι «όλοι οι οργανισμοί, ανεξαρτήτως μεγέθους ή τομέα δραστηριοποίησης, αποτελούν δυνητικά θύματα οικονομικού εγκλήματος. Αυτό, ωστόσο που έχει περισσότερη σημασία, είναι η δυνατότητα που έχουν όλοι ανεξαιρέτως οι οργανισμοί, να λάβουν συγκεκριμένα προληπτικά μέτρα αντιμετώπισης του φαινομένου, με τρόπο που να αποτρέπουν τους κινδύνους αυτούς και να επηρεάζουν θετικά τη γενικότερη λειτουργία τους».
Την παρουσίαση παρακολούθησαν εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου και του Γραφείου Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος της Αστυνομίας Κύπρου, ο επικεφαλής του οποίου, κ. Χρίστος Χριστοδούλου, απηύθυνε χαιρετισμό. Ο κ. Χριστοδούλου σημείωσε ότι τα φαινόμενα οικονομικού εγκλήματος, και ιδιαίτερα του κυβερνοεγκλήματος στην Κύπρο παρουσιάζουν αυξητική τάση, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη για συντονισμένη προσπάθεια μεταξύ της Αστυνομίας και του ιδιωτικού τομέα, όπως είναι η PwC Κύπρου, για την αντιμετώπισή του.
Από την έρευνα της PwC εξάγεται το συμπέρασμα ότι περισσότερο συχνά οι εταιρείες πέφτουν θύματα υπεξαίρεσης περιουσιακών στοιχείων, με το 58% εξ αυτών να δηλώνουν ότι έχουν πέσει θύματα του εν λόγω εγκλήματος τα τελευταία δύο χρόνια. Το κυβερνοέγκλημα είναι το δεύτερο σε συχνότητα οικονομικό έγκλημα, επηρεάζοντας το 25% των εταιρειών στην Κύπρο. Ωστόσο, όπως καταδεικνύει η έρευνα, οι εταιρείες δεν λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας για να το αποτρέψουν, καθώς μόνο το 32% έχουν πλάνα για αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών.
Τρίτο σε συχνότητα κατατάσσεται το ξέπλυμα χρήματος, με ποσοστό 25% των κυπριακών εταιρειών να δηλώνουν ότι έχουν πέσει θύματα τα τελευταία δύο χρόνια, σε αντίθεση με το 11% του συνόλου των συμμετεχουσών εταιρειών στη Δυτική Ευρώπη.
Ακολουθούν η λογιστική και φορολογική απάτη (21% και 13% αντίστοιχα), η απάτη που αφορά υποθήκες (13%), η δωροδοκία και η διαφθορά (13%), η παράβαση της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό (8%), η παράβαση της νομοθεσίας που αφορά πνευματική ιδιοκτησία (4%), η εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών (4%) και η απάτη που αφορά δημόσιες συμβάσεις (4%).
Σύμφωνα με την έρευνα της PwC, από οικονομικής άποψης το 33% των κυπριακών οργανισμών που είχαν περιστατικό οικονομικού εγκλήματος, έχουν υποστεί χρηματοοικονομική επίπτωση άνω των 50.000 δολαρίων, με ένα 8% να δηλώνουν επιπτώσεις πέραν του 1 εκατομμυρίου δολαρίων.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης παρουσιάστηκε και η σημασία της κυβερνοασφάλειας (cybersecurity) για τις εταιρείες, καθώς αυτή αποτελεί περισσότερο επιχειρηματική ανάγκη παρά πρόκληση. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την έρευνα Global State of Information Security® που διεξήγαγε η PwC μαζί με άλλους εταίρους (CIO & CSO) το Μάιο του 2015 και στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 10.000 CEOs, CFOs, CIOs, CISOs, CSOs, VPs και ΙΤ directors, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ανέφεραν 75% απώλειες στα έσοδά τους λόγω περιστατικών έλλειψης ασφάλειας.
Στη φετινή παγκόσμια έρευνα, οι 6,337 συμμετέχοντες κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα τομέων δραστηριότητας σε 115 χώρες, ενώ η αντίστοιχη έρευνα για την Κύπρο διεξήχθη με τη συμμετοχή 90 εταιρειών και οργανισμών από τους τομείς των χρηματοπιστωτικών και επαγγελματικών υπηρεσιών, τεχνολογίας, μεταφορών και συγκοινωνιών.