Συλλογικές συμβάσεις στη μετα-μνημονιακή εποχή
14:41 - 14 Ιουνίου 2016
Στη μετα-μνημονιακή εποχή, η προστασία των συλλογικών συμβάσεων και η διασφάλιση των εργασιακών κεκτημένων απασχολούν έντονα τους εργαζομένους που μέχρι σήμερα είχαν τη σιγουριά της μονιμότητας χωρίς κανένα κίνδυνο αλλά και τους οργανισμούς λόγω των υψηλών μισθολογικών παροχών που λαμβάνουν οι υπάλληλοι λόγω των συβάσεων αυτών. Μια εργασιακή κουλτούρα με βαθιές ρίζες, στο Δημόσιο και Ημικρατικό Τομέα αλλά και σε Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που μέχρι ενός σημείου, ήταν αμοιβαίου οφέλους, εργαζομένων και πολιτείας.
Η κρίση που διέρχεται η οικονομία μας αλλά και οι θεσμικές αλλαγές που έχει επιφέρει η Τρόϊκα, έχουν αλλάξει βάσεις και κανόνες και καθιστούν αναγκαία την μετεξέλιξη και μεταρρύθμιση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί και αναπτύσσεται η οικονομία μας. Στο προσκήνιο προβάλλεται το αίτημα για ιδιωτικοποιήσεις και κατάργηση συλλογικών συμβάσεων –που επηρεάζει και τον Τραπεζικό Τομέα- και επικράτηση των ατομικών συμβάσεων.
Σε αυτό το επίπεδο, διαφαίνεται το πρόβλημα ότι τα εμπλεκόμενα μέρη δεν συμφωνούν μεταξύ τους και αντιδρούν στην ιδέα της νέας τάξης πραγμάτων που δεν υιοθετεί συλλογικές συμβάσεις και ως εκ τούτου ζητούν κυβερνητική παρέμβαση. Η εργοδοτική πλευρά θέτει τις θέσεις της με αριθμούς και αυστηρότητα στους κοινωνικούς εταίρους για να παρουσιάσει το αδιέξοδο του προβλήματος που υπάρχει.
Θα είχε όμως αυτή η κυβερνητική παρέμβαση, το σωστό περιεχόμενο;
Για να επιτευχθεί πραγματική στήριξη των επιχειρήσεων, σκοπός θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη με γνώμονα την παραγωγικότητα και την κερδοφορία. Συνεπώς, η όποια βοήθεια από την κυβέρνηση, για τους Δημόσιους και Ημικρατικούς οργανισμούς, θα πρέπει να αφορά κάθε παράγοντα που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα τους. Μόνο με τον ουσιώδη αυτό τρόπο θα καταστεί αποτελεσματική η προώθηση των απαραίτητων αλλαγών στη βάση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.
Για παράδειγμα, μπορεί να γίνει πρόνοια για να προστατεύονται τα χαμηλά αμειβόμενα επαγγέλματα ώστε να μην εμπίπτει η αμοιβή τους στα όρια της φτώχειας, να αξιολογηθεί το κάθε επάγγελμα και να γίνει σχετικός διαχωρισμός και ένταξη του κάθε επαγγέλματος σε κλίμακες, με ελάχιστο και μέγιστο εισόδημα και όχι περαιτέρω προσαυξήσεις λόγω χρόνων υπηρεσίας. Με τέτοιους τρόπους επιτυγχάνεται μείωση του ύψους της μισθοδοσίας των οργανισμών αυτών και προστασία των χαμηλόμισθων υπαλλήλων μέσω των συλλογικών συβάσεων που πραγματικά αυτοί την έχουν ανάγκη και όχι όπως συμβαίνει σήμερα, όπου καταλήγει οι συλλογικές συμβάσεις να προστατεύουν τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόσφατο σχέδιο πρόωρης αφυπηρέτησης σε Τραπεζικό Οργανισμό, όπου ασχέτως των αποζημιώσεων που θα επωφελούνταν οι εργαζόμενοι, εντούτοις δεν ενδιαφέρθηκαν να τερματίσουν την εργασία τους, διότι απλά, δεν ήταν προς όφελος τους, λόγω του ότι, στην τελική, οι μισθολογικές αυξήσεις και άλλου είδους παροχές που λαμβάνουν ανά έτος μέχρι την ημερομηνία αφυπηρέτησης τους, θα ήταν υψηλότερες.
Δυστυχώς, στο ερώτημα, εάν έχουμε μάθει από τα λάθη μας, η απάντηση είναι αρνητική. Εξακολουθούμε να δείχνουμε αδυναμία στη λήψη ριζοσπαστικών αποφάσεων ώστε να χορηγηθεί η σωστή θεραπεία που θα αναπτύξει την οικονομία μας και αυξάνουμε τις πιθανότητες λουκέτου σε εταιρείες με τη δικαιολογία ότι είναι ζημιογόνες.
Αρκεί να υπενθυμίσουμε το κλείσιμο του εθνικού μας αερομεταφορέα και την απώλεια εκατοντάδων θέσεων εργασίας, τη στιγμή που άλλες αεροπορικές εταιρείες, αναπτύσσουν τις εργασίες τους, μέσω Κύπρου. Έχουμε διαχειριστεί το κλείσιμο μίας Τράπεζας με τρόπο που έχει επιδράσει αρνητικά στην οικονομία του τόπου.
Τα μέτρα χρήζουν περαιτέρω αξιολόγησης, αφού όπως έχει διαφανεί, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν επαρκούν για την επίτευξη των απαιτούμενων στόχων, που είναι η ανάπτυξη και η ευελιξία στην αγορά.
Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων πρέπει να διατηρηθεί, καθώς και ο ρόλος των συλλογικών συμβάσεων, με τη διαφορά ότι απαιτείται να διαμορφωθούν και εκσυγχρονισθούν σύμφωνα με την νέα τάξη πραμάτων, καθώς η κατάσταση της οικονομίας μας, χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητες.
Συνεπώς, μόνο με τις σωστές θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τις σωστές επιχειρηματικές και πολιτικές αποφάσεις θα υπάρξει η προσδοκώμενη αλλαγή στην κουλτούρα. Μόνο έτσι η Κύπρος θα οδηγηθεί αποτελεσματικά και σταθερά, σε μία πορεία εξέλιξης και ανάπτυξης προς όφελος όλων των άμεσα ενδιαφερομένων.