Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Ανησυχίες για μισθολογικές αναβαθμίσεις
14:27 - 18 Μαρτίου 2016
Την έντονη ανησυχία του για τις τάσεις που παρατηρούνται εκφράζει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, με την επαναφορά πρακτικών παραχώρησης μισθολογικών αυξήσεων με μη ορθολογιστικό τρόπο, που πιθανόν να οδηγήσουν και πάλι σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό και να παρεμποδίσουν την προσπάθεια μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού της οικονομίας.
Σημειώνεται ότι, το Συμβούλιο, καθηκόντως έχει ζητήσει από το Υπουργείο Οικονομικών ενημέρωση για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις από (α) τις προωθούμενες αλλαγές στην Εθνική Φρουρά και (β) την τυχόν αλλαγή των κλιμάκων των νοσηλευτών. Διευκρινίζεται ότι, στις επιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να συμπεριληφθεί και το επιπρόσθετο δημοσιονομικό κόστος, λόγω των αυξημένων συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, που θα προκύψουν.
Υπενθυμίζεται ότι, το Συμβούλιο ανέδειξε τους σχετικούς κινδύνους στις τελευταίες εκθέσεις του, οι οποίοι αφορούν τόσο την προσπάθεια επίτευξης δημοσιονομικής σταθερότητας όσο και της μεταρρύθμισης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ζήτησε, επιπλέον, τη διεξαγωγή επιστημονικής μελέτης για όλο τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με στόχο τη δημιουργία ενός ορθολογιστικού και δίκαιου μηχανισμού ανταμοιβής των εργαζομένων.
Δημιουργία προηγουμένων
Συγκεκριμένα, στην Εαρινή Έκθεση του 2015 έγινε ειδική αναφορά «στις ρυθμίσεις που τροχοδρομούνται για την εξαγορά των προνομίων που για δεκαετίες παραχώρησε το Κράτος στους αχθοφόρους των λιμανιών Λεμεσού και Λάρνακας. Το Συμβούλιο εκφράζει την έντονη ανησυχία του για τη δημιουργία προηγουμένου καταβολής ιδιαίτερα ψηλών αποζημιώσεων ή παραχώρησης άλλων ωφελημάτων, σε συγκεκριμένες ομάδες, με αντάλλαγμα την ανάκληση της παραχώρησης των προνομίων που τους παραχωρήθηκαν». Αν και το συγκεκριμένο κόστος δεν αποτελούσε από μόνο του κίνδυνο για τα δημόσια οικονομικά, εντούτοις η δημιουργία προηγουμένου φαίνεται ν’ αποτελεί τόσο δημοσιονομικό κίνδυνο, όσο και τροχοπέδη στις μεταρρυθμίσεις που προγραμματίζονται.
Η δημιουργία προηγούμενων μπορεί να καταστεί επικίνδυνη για τα δημόσια οικονομικά εάν οι παραχωρήσεις στις αυξήσεις γίνονται εκτός, ενός ολοκληρωμένου και επιστημονικά καταρτισμένου μηχανισμού καθορισμού αμοιβών.
Για παράδειγμα, εκπρόσωποι των νοσηλευτών, εκτός από την αναβάθμιση των κλιμάκων έχουν επικαλεστεί στοιχεία του ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη) που αναφέρουν ότι ο αριθμός των νοσηλευτών στην Κύπρο είναι σχεδόν μισός του απαραίτητου, που είναι 9 νοσηλευτές ανά 1000 κατοίκους.
Πράγματι, στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι το 2012 στην Κύπρο υπήρχαν 4,7 νοσηλευτές ανά χίλιους κατοίκους σε σχέση με 8 που ήταν ο μέσος όρος της ΕΕ. Αν δηλαδή γίνει μισθολογική αναβάθμιση των νοσηλευτών και αύξηση του αριθμού τους σε αυτά τα επίπεδα, τότε το κόστος θα είναι πολύ πιο αυξημένο και σχεδόν 2,5 μέχρι 3 φορές πολλαπλάσιο του σημερινού. Επιπρόσθετα, όπως προαναφέρθηκε, αυτό θα δημιουργήσει και προηγούμενο. Τις Εκθέσεις ΟΟΣΑ πιθανόν να επικαλεστούν άλλα οργανωμένα σύνολα, όπως για παράδειγμα οι ιατροί.
Όπως σημειώνεται, σε άλλη έκθεση του ΟΟΣΑ (Doctors' and nurses' salaries) φαίνεται ότι οι απολαβές των ιατρών κυμαίνονται μεταξύ του διπλάσιου και τετραπλάσιου των νοσηλευτών. Μάλιστα στην ίδια Έκθεση καταγράφεται ότι στις περισσότερες χώρες οι νοσηλευτές αμείβονται πολύ χαμηλότερα (έως και το μισό) απ’ ότι οι εργαζόμενοι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ανάγκη για εξορθολογισμό
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο υποδεικνύει πως τα πιο πάνω στοιχεία, δεν καταγράφονται για να υποδειχθεί το ακριβές ύψος των απολαβών ή και ο αναγκαίος αριθμός οποιασδήποτε ομάδας εργαζομένων. Αυτό δεν αποτελεί στόχο ούτε και αρμοδιότητα του Συμβουλίου. Αυτό που τονίζεται είναι αυτό που επανειλημμένα καταγράφεται στις Εκθέσεις του Συμβουλίου και τους κινδύνους που δημιουργούνται από την λήψη αποφάσεων με την επίκληση μεμονωμένων στοιχείων.
Συγκεκριμένα, στη Φθινοπωρινή Έκθεση του 2015 τονίστηκε ότι «η πολιτική των ισοπεδωτικών μέτρων και η συνέχιση της πρακτικής παραχώρησης αυξήσεων που δεν συνδέονται με την παραγωγικότητα, θα επηρεάσει αρνητικά τόσο την αποτελεσματικότητα του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα και κατ΄ επέκταση την πορεία των δημόσιων οικονομικών. Θα πρέπει ν’ αρχίσει άμεσα διάλογος για αυτά τα θέματα και παράλληλα ν’ αξιολογηθούν οι διαδικασίες κάλυψης διάφορων αναγκών της κυβέρνησης, όπως αυτές του ωρομίσθιου προσωπικού, των εκτάκτων υπαλλήλων με συμβόλαια αορίστου χρόνου και της αγοράς υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα και να επιλεχθούν οι καταλληλότερες και πλέον συμφέρουσες».
Στην Εαρινή Έκθεση του 2015 επικαλούμενο στατιστικά στοιχεία που αφορούσαν τον τομέα της Παιδείας το Συμβούλιο ανάφερε ότι «Οι αλλαγές στον τρόπο πρόσληψης, αξιολόγησης, ανέλιξης, εναλλαξιμότητας και στον καθορισμό του ύψους των συνολικών ωφελημάτων των εργαζομένων είναι αναγκαίο να γίνονται με ορθολογιστικό τρόπο και αφού ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως, η παραγωγικότητα και οι αντίστοιχοι μέσοι όροι στον ιδιωτικό τομέα και οι βέλτιστες πρακτικές σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Η συνέχιση των ισοπεδωτικών μέτρων σε συνδυασμό με την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων, εντός της ΕΕ, θα οδηγήσει στην έξοδο ικανών και απαραίτητων στελεχών, από το δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, κάτι το οποίο ισχύει και αντίστροφα».
Το Συμβούλιο καλεί για ακόμη μία φορά, όλους τους εμπλεκόμενους, πριν τις οποιεσδήποτε μισθολογικές διαφοροποιήσεις, να προχωρήσουν άμεσα στην ολοκλήρωση ενός ορθολογιστικού και δίκαιου μηχανισμού, ο οποίος μέσα από ξεκάθαρες και διαφανείς διαδικασίες, θα διασφαλίζει (α) την παροχή ικανοποιητικού βαθμού υπηρεσιών προς τον απλό πολίτη, (β) την καταβολή δίκαιων αμοιβών σε όλο το προσωπικό του Δημόσιου Τομέα, και (γ) τη δημοσιονομική σταθερότητα και την τήρηση του θεσμικού δημοσιονομικού πλαισίου, κάτι που αποτελεί βασική προϋπόθεση δημιουργίας συνθηκών για την ευημερία του συνόλου των πολιτών της χώρας.