21 Νοεμβρίου η απολογία κατηγορουμένων στην 1η ποινική υπόθεση της BoC
13:15 - 04 Νοεμβρίου 2016
Με την κατάθεση του καθηγητή Kern Alexander, μάρτυρα υπεράσπισης της Τράπεζας Κύπρου, αρχίζει την 21η Νοεμβρίου ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, η διαδικασία της απολογίας των κατηγορουμένων στην πρώτη ποινική υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου, που αφορά στην κατηγορία της χειραγώγησης της αγοράς.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση, εκτός από την Τράπεζα Κύπρου ως νομικό πρόσωπο, είναι επίσης και τα πρώην στελέχη της, Θεόδωρος Αριστοδήμου, Αντρέας Αρτέμη, Ανδρέας Ηλιάδης, Γιάννης Πεχλιβανίδης και Γιάννης Κυπρή.
Κατά τη ακροαματική διαδικασία της Παρασκευής, 4 Νοεμβρίου, οι κατηγορούμενοι ενημέρωσαν το δικαστήριο για τον τρόπο με τον οποίο θα απολογηθούν.
Πρώτη θα απολογηθεί η Τράπεζα Κύπρου κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε την 21η Νοεμβρίου στις 10.30 το πρωί. Σύμφωνα με τον δικηγόρο της Πόλυ Πολυβίου, η Τράπεζα θα καλέσει μόνο ένα μάρτυρα, τον καθηγητή σε διάφορα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια Kern Alexander, ο οποίος θα καταθέσει ως εμπειρογνώμονας.
Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι επέλεξαν να απολογηθούν δίνοντας ένορκη μαρτυρία, ενώ έχουν και το δικαίωμα της κλήτευσης μαρτύρων υπεράσπισης.
Το Δικαστήριο όρισε επίσης δικάσιμους για την απολογία των κατηγορουμένων στις 22/11, 23/11, 1/12 και 2/12 στις 10:30 το πρωί.
Κατά την έναρξη της διαδικασίας, ο δικηγόρος υπεράσπισης Κρις Τριανταφυλλίδης εξέφρασε τη διαφωνία του με την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του νομικού ερωτήματος που παραπέμφθηκε ενώπιον του από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας μετά από αίτημα της πλευράς της υπεράσπισης στην εν λόγω υπόθεση.
Το Ανώτατο, με ομόφωνη απόφαση του έκρινε ότι επίμαχη κανονιστική διοικητική πράξη (ΚΔΠ 406/2011) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ) περί Μεθόδων Χειραγώγησης της Αγοράς έχει ήδη καταργηθεί και αντικατασταθεί από το αρμόδιο όργανο, μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο γεγονότων που αποτέλεσαν κοινό υπόβαθρο, και δεν παραμένει οτιδήποτε άλλο προς άσκηση “παρεμπίπτοντος ελέγχου”.
Το Ανώτατο ανέφερε επίσης ότι το ζήτημα των συνεπειών που προκύπτουν από την κατάργηση του κανονισμού, πάνω στον οποίο εδράζεται η κατηγορία της χειραγώγησης της αγοράς, δεν έχει την έννοια του “παρεμπίπτοντος ελέγχου” ατομικής διοικητικής πράξης, ούτε την έννοια της μη εφαρμογής ισχύοντος Κανονισμού λόγω αντισυνταγματικότητας ή ulta vires.
Επί αυτού του σημείου της απόφασης, ο κ. Τριανταφυλλίδης εξέφρασε τη θέση, με την οποία συμφώνησε και ο συνήγορος υπεράσπισης Ευστάθιος Ευσταθίου, ότι το Κακουργιοδικείο θα πρέπει να εξετάσει σε αυτό το στάδιο τις νομικές συνέπειες που προκύπτουν από την κατάργηση αυτού του κανονισμού.
Όπως είπε, αν από την εξέταση των συνεπειών που προκύπτουν από την κατάργηση του κανονισμού υπάρχει το ενδεχόμενο να αθωωθούν τρεις άνθρωποι τότε αυτό θα πρέπει να γίνει άμεσα και όχι στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας.
Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Πωλίνα Ευθυβούλου είπε ότι η ποινική δίκη οφείλει να κινείται στις ράγες της ποινικής δικονομίας και πως δεν υπάρχει η δυνατότητα για εξέταση αυτού του ζητήματος στο παρόν στάδιο.
Είπε επίσης ότι όλοι οι παράγοντες της δίκης, αρχίζοντας από τους δικαστές, την κατηγορούσα αρχή, τους συνηγόρους υπεράσπισης και τους ίδιους τους κατηγορούμενους, θα πρέπει να έχουν ένα και μόνο στόχο: Την απόδοση της δικαιοσύνης χωρίς να τίθενται συνεχώς εμπόδια που ενδεχομένως να οδηγούν σε παρεκκλίσεις.
«Σ’ αυτό το στάδιο ανέμενα να δηλώσουν οι κατηγορούμενοι τι θα πράξουν και πώς θα προχωρήσει η δίκη», είπε προσθέτοντας ότι στο τέλος μπορούν να τεθούν όλα τα επιχειρήματα.
Σε παρέμβαση του, ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε ότι δεν δέχεται τον ισχυρισμό της κατηγορούσας αρχής ότι ο ίδιος ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και της απονομής της δικαιοσύνης. «Μαθήματα από την κατηγορούσα αρχή πώς κάμνω τη δουλειά μου ως δικηγόρος υπεράσπισης δεν δέχομαι», είπε.
Αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου Λένα Δημητριάδου είπε ότι το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί στο τέλος και όχι σ’ αυτό το στάδιο της υπόθεσης.
Το Κακουργιοδικείο με ενδιάμεση απόφαση του στις 27 Απριλίου 2016 έκρινε ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε πέντε από τις έξι κατηγορίες εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και των πέντε ανώτατων στελεχών της, καλώντας τους σε απολογία.
Το Δικαστήριο είχε απαλλάξει τους κατηγορούμενους από την κατηγορία της συνωμοσίας για την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Το Δικαστήριο κάλεσε τους έξι κατηγορούμενους σε απολογία για τη 2η κατηγορία, δηλαδή αυτή της χειραγώγησης της αγοράς μεταξύ 14/06/2012 και 26/06/2012. Ότι δηλαδή παρέλειψαν να προβούν στις δέουσες ενέργειες έτσι ώστε να εκδοθεί δημόσια ανακοίνωση σημαντικού γεγονότος από την Τράπεζα Κύπρου για σημαντική αύξηση των κεφαλαιουχικών αναγκών της από τα €200 εκ. τα οποία είχε ανακοινώσει στις 10/05/2012.
Η Τράπεζα Κύπρου, ως νομικό πρόσωπο, ο Θεόδωρος Αριστοδήμου και ο Ανδρέας Ηλιάδης καλούνται σε απολογία για τις κατηγορίες 3 και 4 ότι κατά την Ετήσια Γενική Συνέλευση της Τράπεζας στις 19/6/2012 διέδωσαν πληροφορίες που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά μέσα ενώπιον των μετόχων. Παράλληλα, ο κ. Αριστοδήμου καλείται σε απολογία και για την 5η κατηγορία, ότι δηλαδή κατά την παροχή πληροφορίας στους μετόχους της Τράπεζας απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία σχετικά με το κεφαλαιουχικό έλλειμμα της Τράπεζας, ενώ ο κ. Ηλιάδης καλείται σε απολογία και για την 6η κατηγορία που αφορά επίσης απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων για το έλλειμμα της Τράπεζας κατά την Ετήσια Γενική Συνέλευση, ενώ ήταν Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής της.
Η υπόθεση αυτή καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 19/12/2014 και στις 30 Ιανουαρίου 2015 παραπέμφθηκε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας. Η εκδίκαση της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο άρχισε στις 27/02/2015.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ