Το Χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων
10:34 - 27 Οκτωβρίου 2016
Πολύ πρόσφατα η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου είχε ετοιμάσει μία μελέτη για το χρέος των εγχώριων νοικοκυριών (Ε.Ν.) και των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων (Χ.Ε.). Η έκθεση παρουσιάζει μια συνοπτική ανάλυση του επιπέδου του χρέους και της οικονομικής κατάστασης των δανειοληπτών, δηλαδή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
• Στην μελέτη αναφέρετε ότι τα νοικοκυριά και οι μη Χρ. Επ. εξακολουθούν να είναι υπερχρεωμένες, αλλά με μία ελαφριά μείωση
• Το χρέος του μη χρηματοοικονομικού ιδιωτικού τομέα έφθασε στο 354,2% του ΑΕΠ στο τέλος Μαρτίου 2016, έχοντας σημειώσει πτώση από 357,6% το προηγούμενο τρίμηνο
• Οι δείκτες χρέους των νοικοκυριών και των μη Χρ. Επ. παρουσιάζουν σταδιακή πτώση στο 127,3% και 226,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα στο τέλος Μαρτίου 2016 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους
• Οι τραπεζικές χορηγήσεις μειώθηκαν στο 243,1% του ΑΕΠ στο τέλος Μαρτίου 2016, σε σύγκριση με 252,0% στο τέλος Μάρτιου 2015 αλλά παρατηρείται σταθεροποίηση στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των μη Χρ. Επ.
• Οι τιμές στον τομέα των ακινήτων συνέχισαν την πτωτική πορεία, ωστόσο ο ρυθμός μείωσης επιβραδύνεται και οι τιμές σταθεροποιούνται στο κατώτατό επίπεδο, όπου παράλληλα υπάρχουν μερικές ενδείξεις εγχώριας ζήτησης και ζήτησης από το εξωτερικό, που πιθανή εξέλιξη να είναι η μείωση των δανειστικών επιτοκίων
• Το ΑΕΠ το 2016 έχει αυξηθεί κατά 2,7% σε σταθερές τιμές
Όλες οι ποιο πάνω αναφορές, καταδεικνύουν ότι η Κυπριακή οικονομία έχει εισέλθει σε πορεία σταδιακής ανάκαμψης μετά από τρία χρόνια συρρίκνωσης. Παρά την ανάκαμψη που παρατηρείται στην εγχώρια οικονομία, η συνολική αύξηση των δανείων εξακολουθεί να επηρεάζεται αρνητικά από τη συνεχή απομόχλευση στον ιδιωτικού τομέα και από τις προσπάθειες των τραπεζών να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους. Βασική προτεραιότητα στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων, είναι η αντιμετώπιση του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας της ΚΤΚ για τις χορηγήσεις των τραπεζών, η καθαρή ζήτηση δανείων, τόσο από νοικοκυριά όσο και από επιχειρήσεις, συνέχισε να καταγράφει άνοδο κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2016, η οποία αναμένεται να συνεχισθεί και κατά το τρίτο τρίμηνο του 2016, με εξαίρεση την καθαρή ζήτηση δανείων από νοικοκυριά για καταναλωτικούς και λοιπούς σκοπούς, που αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητη.
Σύμφωνα με την Έρευνα, ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση της ζήτησης για τα νοικοκυριά ήταν η μείωση του γενικού επιπέδου των επιτοκίων και η αυξημένη ανάγκη για την αναδιάρθρωση του χρέους των νοικοκυριών. Για τις επιχειρήσεις, οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση της ζήτησης ήταν η μείωση του γενικού επιπέδου των επιτοκίων, η ανάγκη αύξησης των αποθεμάτων και κεφαλαίων κίνησης και η μείωση της εναλλακτικής χρηματοδότησης που σχετίζεται με τα δάνεια από άλλα τραπεζικά ιδρύματα.
Τα εργαλεία που ήδη εφαρμόζονται για τη διασφάλιση συνετής δανειοδοτικής συμπεριφοράς είναι τα όρια που τέθηκαν στο ποσοστό δανείου προς την αξία των εξασφαλίσεων (ΔπΑ) (loan to value ratio - LTV) και στον δείκτη εξυπηρέτησης δανεισμού προς το εισόδημα του δανειολήπτη (debt service to income ratio - DSTI3). Το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό ΔπΑ ορίζεται στο 80% για την πρώτη κατοικία και στο 70% για όλες τις άλλες περιπτώσεις χρηματοδότησης ακινήτων.
Τα Ακίνητα
Όσον αφορά τα οικιστικά ακίνητα, τα οποία θεωρούνται σημαντικό μη-χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο των νοικοκυριών της Κύπρου, η μελέτη αναφέρει ότι οι τιμές συνέχισαν τη διόρθωσή, υποχωρώντας κατά 1,6% το πρώτο τρίμηνο του 2016 συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2015. Πιο πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι τιμές έχουν φτάσει στο κατώτατο επίπεδό τους. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων που έχουν αναδιαρθρωθεί ως ποσοστό του συνόλου των δανείων σε ιδιώτες, ακολούθησε αυξητική τάση από το προηγούμενο έτος και έφθασε στο 25,6% τον Ιούνιο του 2016, σημειώνοντας μείωση τους δύο τελευταίους μήνες του έτους. Το χρέος των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ έφθασε στο 127,3% τον Μάρτιο του 2016 από το επίπεδο του 129,3% το τέταρτο τρίμηνο του 2015, σημειώνοντας σταθερή μείωση. Η εξέλιξη αυτή δείχνει ότι μολονότι τα εγχώρια νοικοκυριά παραμένουν υπερχρεωμένα, είναι εμφανή τα σημάδια βελτίωσης. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών, μειώθηκαν οριακά, φτάνοντας στο 54,4% το πρώτο τρίμηνο του 2016, από 55,9% το προηγούμενο τρίμηνο. Στο τέλος Μαρτίου 2016, τα δάνεια εξακολούθησαν να αποτελούν το σημαντικότερο ποσοστό του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων των νοικοκυριών (87,6%). Τα μετρητά και οι τραπεζικές καταθέσεις συνέχισαν να συνιστούν το μεγαλύτερο ποσοστό των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού των νοικοκυριών (64,0%), παραμένοντας σχετικά αμετάβλητα, τόσο σε αξία όσο και σε ποσοστό, από το προηγούμενο έτος. Με βάση τη μεθοδολογία της ΕΚΤ, οι καταθέσεις από τα εγχώρια νοικοκυριά συνέχισαν να αυξάνονται, καταγράφοντας ετήσια αύξηση της τάξης του 1,5% τον Ιούνιο του 2016, έχοντας παρουσιάσει θετικά ετήσια ποσοστά αύξησης από τον Σεπτέμβριο του 2015.
Συνολικός εγχώριος ιδιωτικός τομέας
Το Χρέος
Οι τραπεζικές χορηγήσεις προς τον εγχώριο μη χρηματοοικονομικό ιδιωτικό τομέα σημείωσαν πτώση ως ποσοστό του ΑΕΠ, φθάνοντας στο επίπεδο του 243,1% στο τέλος Μαρτίου του 2016 σε σύγκριση με 249,3% στο τέλος Δεκεμβρίου του 2015.
• Οι τράπεζες είναι σημαντικά εκτεθειμένες για τα δάνεια προς τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις στον ευρύτερο τομέα των ακινήτων (δηλαδή δάνεια προς τον κατασκευαστικό τομέα, τον τομέα ανάπτυξης ακίνητης περιουσίας και κατασκευαστικές εργασίες στον τομέα της βιομηχανίας), με τα δάνεια σε αυτό τον τομέα να αντιπροσωπεύουν το 22,2% του συνόλου των δανείων στο τέλος Ιουνίου του 2016.
• Τα δάνεια προς τον τομέα του χονδρικού και λιανικού εμπορίου αποτελούν τη δεύτερη υψηλότερη έκθεση των τραπεζών σε μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και αντιπροσωπεύουν το 9,5% του συνόλου των δανείων στο τέλος Ιουνίου του 2016.
• Ακολουθούν τα δάνεια στον τομέα του χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων με ποσοστό 6,9% του συνόλου. Με βάση τα μη ενοποιημένα στατιστικά στοιχεία, το υψηλότερο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων ως ποσοστό του συνόλου των δανείων στο τέλος του Ιουνίου του 2016 αφορά δάνεια προς τον κατασκευαστικό τομέα
• Εξετάζοντας τις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις σε κάθε τομέα, το υψηλότερο επίπεδο13 καταγράφηκε στον τομέα των κατασκευών (79,3% του συνόλου των δανείων ανά κατηγορία) τον Ιούνιο του 2016, στον τομέα των τεχνών, ψυχαγωγίας και αναψυχής (74,4%) και στον τομέα γεωργίας, δασονομίας και αλιείας (74,2%)
• Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τον ευρύτερο τομέα των ακινήτων έχουν αυξηθεί τα τελευταία τρίμηνα, καθώς η οικονομική κατάσταση των εταιρειών ανάπτυξης γης και κατασκευών έχει επιδεινωθεί λόγω της ασθενούς μακροοικονομικής κατάστασης των προηγούμενων ετών και ενός πολύ δύσκολου λειτουργικού περιβάλλοντος, άρχισε να παρατηρείται μια αισθητή βελτίωση.
Με βάση τα ενοποιημένα στοιχεία προληπτικής εποπτείας, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων ως ποσοστό επί του συνόλου των χορηγήσεων έφθασε το 49,4% τον Ιούνιο του 2016 παρουσιάζοντας αύξηση από 48,5% το προηγούμενο τρίμηνο. Ωστόσο, ο δείκτης αυξήθηκε λόγω της μεγαλύτερης μείωσης στις συνολικές χορηγήσεις, συγκριτικά με τη μείωση στις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις. Στην πραγματικότητα, σε απόλυτους αριθμούς, οι συνολικές μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου 2016 μειώθηκαν κατά €1,1 δις, στα €27,7 δις.
Παράλληλα, ο λόγος των προβλέψεων προς τις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων (δείκτης κάλυψης) παρουσίασε αύξηση στο 38,8% στο τέλος Ιουνίου του 2016 σε σύγκριση με 37,8% που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016. Με βάση τα μη ενοποιημένα στατιστικά στοιχεία, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων και ο δείκτης κάλυψης ανήλθαν στο 57,5% και 36,7%, αντίστοιχα, στο τέλος Ιουνίου του 2016. Το ποσοστό των χορηγήσεων που έχουν αναδιαρθρωθεί ως ποσοστό του συνόλου των δανείων στον εγχώριο ιδιωτικό τομέα, ανήλθε στο 31,4% τον Ιούνιο του 2016, σημειώνοντας αύξηση από το τέλος του προηγούμενου τριμήνου (30,3%). Αναμένεται ότι το ποσοστό των αναδιαρθρωμένων δανείων θα συνεχίσει να αυξάνεται, με ανάλογη μείωση στις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις.
Πηγή: ΚΤΚ