Αρχίζει το QE χωρίς Κύπρο και Ελλάδα
07:56 - 09 Μαρτίου 2015
Αρχίζει τη Δευτέρα το πολυαναμενόμενο διευρυμένο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), συνολικού ποσού 1,1 τρισεκατομμυρίου ευρώ, το οποίο θα συμπεριλάβει τις αγορές κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά στα υφιστάμενα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι μιας υπέρμετρα παρατεταμένης περιόδου χαμηλού πληθωρισμού και παράλληλα να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.
Όπως ανακοίνωσε ο Πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι από τη Λευκωσία, μετά τη συνεδρία του ΔΣ της Τράπεζας στις 5 Μαρτίου, η ΕΚΤ θα ξεκινήσει στις 9 Μαρτίου τις αγορές στη δευτερογενή αγορά τίτλους του δημόσιου τομέα σε ευρώ, ενώ θα συνεχίσει τις αγορές που ξεκίνησαν το 2014 τίτλων που έχουν εκδοθεί έναντι περιουσιακών στοιχείων (Asset Backed Securities – ABS), καθώς και καλυμμένες ομολογίες.
Σύμφωνα με τον κ. Ντράγκι, οι αγορές περιουσιακών στοιχείων θα ανέρχονται συνολικά σε 60 δισεκατομμύρια ευρώ μηνιαίως και προβλέπεται ότι θα διενεργούνται τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016 και σε κάθε περίπτωση έως ότου το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ “διαπιστώσει μια σταθερή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού η οποία συνάδει με την επιδίωξή του να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα”.
Χώρες, όπως η Κύπρος οι οποίες βρίσκονται σε πρόγραμμα για να επωφεληθούν από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), πρέπει να έχουν θετική αξιολόγηση από μέρους της Τρόικας ή από τους θεσμούς.
Όπως ανέφερε στο πλαίσιο της διάσκεψης Τύπου με τον κ. Ντράγκι η Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Χρυστάλλα Γιωρκάτζη, όταν υπάρξει θετική αξιολόγηση στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της, τότε η Κύπρος θα μπορεί να επωφεληθεί αμέσως του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ενώ σημείωσε ότι σύμφωνα με τις παραμέτρους του προγράμματος της ΕΚΤ, η κυπριακή οικονομία θα μπορεί να επωφεληθεί μέχρι και 500 εκατομμύρια ευρώ καθ` όλη τη διάρκεια του προγράμματος.
Οι αγορές κυπριακών κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ θα βοηθήσουν στο να μειωθούν οι αποδόσεις τους, οι οποίες σήμερα κυμαίνονται πλησίων του 5%, με αποτέλεσμα η Κύπρος να μπορεί να δανειστεί εκ νέου από τις αγορές χρέους με χαμηλό κόστος δανεισμού.
Με τις αγορές που θα διενεργεί η ΕΚΤ, οι οργανισμοί που προέβησαν στην πώληση τίτλων θα μπορούν να αγοράσουν άλλα περιουσιακά στοιχεία και να διευρύνουν την παροχή πιστώσεων στην πραγματική οικονομία, κάτι που συμβάλλει σε χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Οι αγορές θα γίνονται σε τίτλους δημοσίου τομέα που να αξιολογούνται στην επενδυτική κατηγορία ενώ ειδικές προϋποθέσεις θα εφαρμόζονται στην περίπτωση κρατών-μελών υπό πρόγραμμα σταθερότητας. Κάθε Εθνική Τράπεζα θα μπορεί να αγοράζει τα κρατικά ομόλογα της χώρας της από τη δευτερογενή αγορά, αναλαμβάνοντας 80% του ρίσκου με το υπόλοιπο 20% να κατανέμεται στην ΕΚΤ. Τα ομόλογα που θα αγοράζονται θα είναι διάρκειας από δύο έτη στα τριάντα έτη.
Όπως και στην περίπτωση των άμεσων νομισματικών συναλλαγών (OMT) και του προγράμματος ABS ισχύει η οροφή του 25% για κάθε έκδοση ομολόγων και του 33% για το συνολικό εκδοθέν χρέος.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, “το Διοικητικό της Συμβούλιο έλαβε την απόφαση αυτή σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι περισσότεροι δείκτες πραγματικού και αναμενόμενου πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ έχουν μετατοπιστεί προς τα ιστορικώς κατώτατα επίπεδά τους. Καθώς οι ενδεχόμενες δευτερογενείς επιδράσεις στον καθορισμό των μισθών και των τιμών ενείχαν τον κίνδυνο να επηρεάσουν αρνητικά την εξέλιξη των τιμών μεσοπρόθεσμα, κατέστη αναγκαία μια σθεναρή αντίδραση της νομισματικής πολιτικής”.
“Οι αγορές περιουσιακών στοιχείων παρέχουν νομισματική στήριξη στην οικονομία σε ένα πλαίσιο όπου τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί στο κατώτερο όριό τους και οδηγούν δε σε περαιτέρω χαλάρωση των νομισματικών και των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, μειώνοντας το κόστος πρόσβασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε χρηματοδότηση”, σημειώνει.
Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με την ΕΚΤ, τείνει να στηρίζει τις επενδύσεις και την κατανάλωση και, εντέλει, συμβάλλει στην επάνοδο των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα πλησίον του 2%.
Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο ετήσιος πληθωρισμός (βάσει του ΕνΔΤΚ) της ζώνης του ευρώ ήταν -0,3% τον Φεβρουάριο του 2015, έναντι -0,6% τον Ιανουάριο.
“Τα αρνητικά αποτελέσματα αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τον αντίκτυπο της σημαντικής πτώσης των τιμών του πετρελαίου από τον Ιούλιο του 2014. Με βάση τις σημερινές πληροφορίες και τις ισχύουσες τιμές των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί του πετρελαίου, ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού (βάσει του ΕνΔΤΚ) αναμένεται να παραμείνει σε πολύ χαμηλά ή αρνητικά επίπεδα τους επόμενους μήνες”, επισήμανε ο κ. Ντράγκι στην συνέντευξη Τύπου στη Λευκωσία.
Επικαλούμενος τις μακροοικονομικές εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τη ζώνη του ευρώ του Μαρτίου 2015, ο κ. Ντράγκι είπε ο ετήσιος πληθωρισμός (βάσει του ΕνΔΤΚ) αναμένεται να διαμορφωθεί σε 0,0% το 2015, 1,5% το 2016 και 1,8% το 2017.
Σε σχέση με την ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ, ο κ. Ντράγκι είπε ότι είναι πιθανόν να συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις αναγκαίες προσαρμογές των ισολογισμών σε διάφορους τομείς και τον μάλλον βραδύ ρυθμό υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενώ προχώρησε σε αναθεώρηση προς τα πάνω της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης το 2015 και το 2016.
Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τη ζώνη του ευρώ του Μαρτίου 2015, το ετήσιο πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,5% το 2015, 1,9% το 2016 και 2,1% το 2017.