Εργαλείο ανάπτυξης η πώληση περιουσιακών στοιχείων
08:47 - 27 Μαρτίου 2015
Την πώληση περιουσιακών στοιχείων αξιοποίησε το 74% των εταιρειών οι οποίες συμμετείχαν στην έρευνα της EY Global Corporate Divestment Study για χρηματοδότηση της ανάπτυξής τους.
Η έρευνα καταγράφει τα σημαντικότερα βήματα για σωστή και κερδοφόρα πώληση περιουσιακών στοιχείων και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι οργανισμοί οι οποίοι επανεξετάζουν συχνά τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου των περιουσιακών τους στοιχείων και οι οποίοι βασίζονται σε ορθά δεδομένα και αναλύσεις, έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να μεγιστοποιήσουν τόσο την ταχύτητα όσο και την αξία της πώλησης που σχεδιάζουν. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο, αυξάνουν τους πολλαπλασιαστές αποτίμησης των υπόλοιπων περιουσιακών τους στοιχείων.
Για τους σκοπούς της έρευνας λήφθηκαν συνεντεύξεις από 800 εκτελεστικά στελέχη επιχειρήσεων από την Αμερική, την Ασία, την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ινδία και την Αφρική. Σ’ αυτήν αναλύονται οι σημαντικότερες απορίες και ανησυχίες εταιρειών σε σχέση με την επανεξέταση του χαρτοφυλακίου τους και τις στρατηγικές πώλησης περιουσιακών στοιχείων ενώ παράλληλα παρέχονται πληροφορίες για μεγιστοποίηση της επιτυχίας τέτοιων πράξεων.
Από τα ευρήματα προκύπτει πως οι πράξεις πώλησης περιουσιακών στοιχείων που αποτιμούνται θετικά έχουν τρία κοινά χαρακτηριστικά:
Όταν δημιουργείται θετικός αντίκτυπος στην πολλαπλασιαστική αξία της υπόλοιπης εταιρείας
Όταν η τιμή πώλησης ξεπερνά τις προσδοκίες και
Όταν η πώληση ολοκληρώνεται πριν τα προβλεπόμενα χρονοδιαγράμματα
Οι απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα καταδεικνύουν ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στις πράξεις πώλησης περιουσιακών στοιχείων. Μόνο το 19% των ερωτηθέντων απάντησε πως πληρούνταν και τα τρία προαναφερόμενα κριτήρια σε πωλήσεις που διενήργησαν. Χαρακτηριστικό είναι πως 13% των συμμετεχόντων απάντησαν πως η πράξη την οποία διενήργησαν δεν πληροί κανένα από τα τρία κριτήρια, 34% απάντησε πως πληροί μόνο ένα κριτήριο και 34% πως πληροί δύο κριτήρια.
Παρά τα πιο πάνω ευρήματα, 66% των ερωτηθέντων απάντησαν πως καταγράφηκε αύξηση πολλαπλασιαστικής αξίας της υπόλοιπης επιχείρησης μετά την τελευταία πώληση ενώ το 74% δήλωσε πως θα προχωρούσε σε πώληση περιουσιακών στοιχείων για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη άλλων τομέων. Στην ερώτηση με ποιους τρόπους θα μπορούσαν να αυξήσουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων που είναι προς πώληση, 55% των συμμετεχόντων απάντησαν πως χρειάζονται καλύτερα εργαλεία ανάλυσης για να βελτιωθεί η εξέταση του χαρτοφυλακίου.
Πώληση λόγω μετοχικών πιέσεων
Ο επικεφαλής των υπηρεσιών Divestiture Advisory της ΕΥ παγκοσμίως Paul Hammes, σχολίασε πως περισσότερες από τις μισές εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένουν ότι οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων για στρατηγικούς λόγους θα αυξηθούν τους επόμενους 12 μήνες. «Το προηγούμενο έτος η δραστηριότητα στον κλάδο των Εξαγορών και Συγχωνεύσεων αυξήθηκε σημαντικά φτάνοντας σε επίπεδα προ παγκόσμιας κρίσης. Οι επιχειρήσεις είναι υπό συνεχή πίεση για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα του χαρτοφυλακίου τους και τις αποδόσεις για τους μετόχους τους. Συγκεκριμένα οι αποκαλούμενοι activist shareholders επηρεάζουν τις διευθυντικές αποφάσεις». Άλλωστε, ένα από τα ευρήματα της έρευνας καταδεικνύει πως ο σημαντικότερος λόγος (16% των ερωτηθέντων) που ωθούν σε πώληση περιουσιακών στοιχείων είναι ανησυχίες σε σχέση με τις αντιδράσεις τέτοιων μετόχων. Άλλο 16% αναφέρει ως κύριο λόγο πώλησης το γεγονός πως κάποιες εργασίες δεν αποτελούν μέρος του πυρήνα εργασιών του οργανισμού. Ποσοστό 15% απάντησαν πως προχωρούν λόγω της ανάγκης εξεύρεσης ρευστότητας και 14% ότι η πράξη έγινε μετά από επίδειξη ενδιαφέροντος από επενδυτή. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως το 42% των εκτελεστικών στελεχών που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένει αύξηση στους αγοραστές που θα τους προσεγγίσουν αυτόβουλα για αγορά κάποιου περιουσιακού στοιχείου. Ενδεικτικό της διάθεσης που υπάρχει για πώληση περιουσιακών στοιχείων είναι και το γεγονός ότι 47% των συμμετεχόντων αναφέρουν πως θα πωλούσαν έστω κι αν δεν ήταν μέρος της στρατηγικής τους εάν τους προσφερόταν Premium μεταξύ 10-20%. Μάλιστα, το 1/3 από αυτούς θα δεχόταν Premium και κάτω του 10%. «Αυτή η απάντηση προκαλεί το ερώτημα κατά πόσο οι εταιρείες γνωρίζουν την πραγματική αξία των επιχειρήσεων τους. Αν οι εταιρείες δεν πραγματοποιούν τακτικές αξιολογήσεις στη βάση δεδομένων ακριβείας, τότε δεν μπορούν να αξιολογήσουν σωστά αν ο αγοραστής προσφέρει premium ή όχι», σημειώνει η ΕΥ στην έρευνά της.
Μαθήματα για την Κύπρο
Ο επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της ΕΥ Κύπρου Στέλιος Δημητρίου, σχολίασε ότι οι πρακτικές των ανά το παγκόσμιο εταιρειών σε σχέση με τη διαχείριση των περιουσιακών τους στοιχείων μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα παραδείγματα για τις κυπριακές επιχειρήσεις. «Σε μια περίοδο που οι πηγές χρηματοδότησης στην εγχώρια αγορά είναι είτε ιδιαίτερα περιορισμένες είτε ιδιαίτερα ακριβές, το ενδεχόμενο πώλησης περιουσιακών στοιχείων τα οποία δεν βρίσκονται στον πυρήνα των εργασιών μιας επιχείρησης αποτελεί μια καλή επιλογή για χρηματοδότηση περαιτέρω ανάπτυξης». Κάτι τέτοιο όμως, τονίζει ο κ. Δημητρίου, θα πρέπει να γίνει κατόπιν σωστής μελέτης και ανάλυσης των δεδομένων και σίγουρα αφού η επιχείρηση βεβαιωθεί ότι τηρούνται οι τρεις προϋποθέσεις κλειδιά για επιτυχημένη πώληση όπως καταγράφονται στην έκθεση της ΕΥ».
Παραδείγματα από επενδυτικά κεφάλαια
Η έρευνα εισηγείται πως οι δημόσιες εταιρείες μπορούν να αντλήσουν πολλά διδάγματα σε σχέση με τη δημιουργία αξίας από φίρμες Ιδιωτικών Επενδυτικών Κεφαλαίων. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα Private Equity Value Creation Study της ΕΥ που καλύπτει την περίοδο 2006-2013, οι αμερικανικές φίρμες επενδυτικών κεφαλαίων δεν πέτυχαν απλώς καλύτερες αποδόσεις κατά 4.4 φορές από τις δημόσιες εταιρείες αλλά η στρατηγική και επιχειρησιακή τους βελτίωση αποτέλεσε καθοριστικό οδηγό για την απόδοσή τους.
Προσοχή στην εκτέλεση
Στέλεχος αμερικανικής βιομηχανικής εταιρείας δήλωσε πως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν κατόρθωσαν να διαχωρίσουν στο βαθμό που ήθελαν το τμήμα του ΙΤ από τις κύριες εργασίες και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επηρεαστεί η τιμή πώλησης αλλά και να ανέβει το κόστος. Η έρευνα εισηγείται πως ο διαχωρισμός του ΙΤ είναι συχνά ο πιο πολύπλοκος και χρειάζεται τον περισσότερο χρόνο. Πέραν του κόστους, μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες σε επίδοξους αγοραστές οι οποίοι θέλουν να αποκτήσουν μία επιχείρηση που λειτουργεί χωρίς προβλήματα.
Ιδιαίτερη σημασία, όπως προκύπτει, πρέπει να δίδεται και στη φορολογική δομή της πράξης, αφού η σωστή αντιμετώπιση μπορεί να ενισχύσει την αξία της συμφωνίας αντιμετωπίζοντας σημαντικά θέματα που μπορεί να προκύψουν.
Στο πετσί του ρόλου
Οι πωλητές περιουσιακών στοιχείων για να πετύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα θα πρέπει να φορέσουν το κοστούμι του αγοραστή και να παρουσιάσουν την επιχείρηση που είναι προς πώληση από τη δική τους οπτική γωνία. Παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών προσαρμοσμένων στις συνέργειες που θέλει να πετύχει ο κάθε αγοραστής, εκτίμηση του εφάπαξ κόστους και παρουσίαση ενός οδικού χάρτη για δημιουργία αξίας είναι τα σημαντικότερα επιχειρήματα που μπορεί να χρησιμοποιηθούν ώστε τα περιουσιακά στοιχεία να καταστούν πιο ελκυστικά αλλά και να γίνει γρηγορότερα η πράξη.