Ακριβό και ανεκμετάλευτο το διαδίκτυο στην Κύπρο
08:21 - 25 Φεβρουαρίου 2015
Στην 22η θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ, με συνολική βαθμολογία 0,39 και κάτω από το μέσο όρο, κατατάσσεται η Κύπρος σε ό,τι αφορά τον δείκτη DESI 2015, το νέο Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index), που ανέπτυξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν μάλιστα ότι το 28% των Κυπρίων δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο.
Από την όλη έρευνα προκύπτει παράλληλα ότι η Κύπρος είναι η χώρα με την ακριβότερη βασική ευρυζωνική σύνδεση στην ΕΕ. Συγκεκριμένα, «ένας Κύπριος που επιθυμεί να γίνει συνδρομητής σε ευρυζωνική σύνδεση πρέπει να δαπανήσει κατά μέσο όρο το 3% του ακαθάριστου εισοδήματός του» τη στιγμή που ο συνολικός μέσος όρος της ΕΕ κυμαίνεται στο 1,3%.
Σύμφωνα με σχετικό δελτίο Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το νέο εργαλείο που παρουσιάστηκε σήμερα δίνει μια συνοπτική εικόνα, ανά χώρα, της συνδεσιμότητας (πόσο διαδεδομένα, γρήγορα και προσιτά είναι τα ευρυζωνικά δίκτυα), των δεξιοτήτων στη χρήση του διαδικτύου, των διαδικτυακών δραστηριοτήτων (π.χ. ειδήσεις, αγορές), καθώς και του βαθμού ανάπτυξης ορισμένων βασικών ψηφιακών τεχνολογιών (ηλεκτρονικά τιμολόγια, υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους, ηλεκτρονικό εμπόριο κ.λπ.) και ψηφιακών δημοσίων υπηρεσιών (ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ηλεκτρονική υγεία κ.λπ.). Τα στοιχεία είναι ως επί το πλείστον του 2013 και του 2014, και παρέχουν μια γενική εικόνα της ψηφιακής Ευρώπης, καθώς και κατάταξη των χωρών με βάση τις καλύτερες επιδόσεις στον ψηφιακό τομέα.
Η ομάδα χωρών με χαμηλές επιδόσεις περιλαμβάνει τη Βουλγαρία, την Κύπρο, την Ελλάδα, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία.
Για την Κύπρο σημειώνεται πως όλα τα κυπριακά νοικοκυριά έχουν πρόσβαση σε σταθερές ευρυζωνικές υπηρεσίες, αλλά το 32% δεν έχει ακόμη συνδρομή σε αυτές, κατάσταση που «περιορίζει την ικανότητα της Κύπρου να αξιοποιήσει τα οφέλη της ψηφιακής οικονομίας».
«Η Κύπρος υστερεί από πλευράς ζήτησης: το 28% του πληθυσμού δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο και μόλις το 48% διαθέτει βασικές ψηφιακές δεξιότητες (αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, χρησιμοποίηση εργαλείων επεξεργασίας, εγκατάσταση νέων συσκευών κ.λπ.)» σημειώνεται.
Μολονότι οι Κύπριοι συμμετέχουν σε ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων στο διαδίκτυο, η χρήση διαδικτυακών τραπεζικών υπηρεσιών (35%) και οι αγορές μέσω διαδικτύου (38%) είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, με τα χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης να φαίνεται ότι συγκρατούν την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας.
Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, οι επιδόσεις της Κύπρου είναι σχετικά χειρότερες από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, χωρίς να παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Με μια συνολική βαθμολογία συνδεσιμότητας 0,43, η χώρα κατατάσσεται στην 24η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το 100% των κυπριακών νοικοκυριών έχουν πρόσβαση σε σταθερές ευρυζωνικές υπηρεσίες, το 32% δεν έχει ακόμη συνδρομή σε αυτές.
Οπως σημειώνεται, η κυριότερη πρόκληση για την Κύπρο όσον αφορά τη συνδεσιμότητα είναι η ανάγκη να αυξηθεί ο αριθμός των συνδρομητών ευρυζωνικών υπηρεσιών, καθώς μόνο το 68% των νοικοκυριών έχουν συνδρομή σε σταθερές ευρυζωνικές υπηρεσίες και το 46% των πολιτών σε κινητές ευρυζωνικές υπηρεσίες, περιορίζοντας έτσι την ικανότητα της Κύπρου να αξιοποιήσει τα οφέλη της ψηφιακής οικονομίας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένας από τους λόγους για το χαμηλό βαθμό διείσδυσης των ευρυζωνικών συνδέσεων στην Κύπρο θα μπορούσε να είναι η τιμή της συνδρομής, δεδομένου ότι η χώρα έχει την ακριβότερη βασική ευρυζωνική σύνδεση στην ΕΕ. «Ένας Κύπριος που επιθυμεί να γίνει συνδρομητής σε ευρυζωνική σύνδεση πρέπει να δαπανήσει κατά μέσο όρο το 3% του ακαθάριστου εισοδήματός του. Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο από τον συνολικό μέσο όρο της ΕΕ (1,3%)» σημειώνεται.
Το θετικό στοιχείο της Κύπρου είναι η πρόσβαση στο διαδίκτυο υψηλής ταχύτητας, όπου έχει καλύτερη επίδοση από την ΕΕ στο σύνολό της. Δίκτυα που μπορούν να παρέχουν ταχεία σύνδεση (τουλάχιστον 30 Mbps) είναι διαθέσιμα στο 77% των κυπριακών νοικοκυριών (έναντι 62% στην ΕΕ). Ωστόσο, η αφομοίωση είναι πολύ χαμηλή, δεδομένου ότι μόνο το 4,4% των συνδρομητών για σταθερό διαδίκτυο αφορούν συνδέσεις υψηλής ταχύτητας.
Σύμφωνα πάντα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την πλήρη ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας, η Κύπρος πρέπει να παροτρύνει τους πολίτες της να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο και αυτό καθώς η Κύπρος έχει ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα τακτικών χρηστών του διαδικτύου στην ΕΕ (65%), ενώ το 28% του κυπριακού πληθυσμού δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο (ο μέσος όρος για την ΕΕ είναι 18%).
Αυτό σημαίνει ότι το ένα τέταρτο του πληθυσμού δεν μπορεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο ούτε να συμβάλει στην ψηφιακή οικονομία.
Η Κύπρος πρέπει επίσης «να αντιμετωπίσει το σοβαρό χάσμα ψηφιακών δεξιοτήτων, λαμβανομένου υπόψη ότι τα ανεπαρκή επίπεδα ψηφιακών δεξιοτήτων περιορίζουν την αξιοποίηση των οφελών για επενδύσεις σε ψηφιακές τεχνολογίες, καθώς και των οφελών που μπορούν να έχουν οι πολίτες από τη συμμετοχή τους σε ένα ευρύ φάσμα διαδικτυακών δραστηριοτήτων».
Όπως αναφέρεται, οι ψηφιακές δεξιότητες είναι σήμερα αναγκαίες για το σύνολο του εργατικού δυναμικού, και το γεγονός ότι μόνο το 48% των Κυπρίων διαθέτουν τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, οι Κύπριοι που επισκέπτονται το διαδίκτυο επιδίδονται σε διάφορες δραστηριότητες. Σε σύγκριση με άλλες παραμέτρους, αυτό είναι το σκέλος στο οποίο η Κύπρος έχει τις καλύτερες επιδόσεις. Έχει βαθμολογηθεί με 0,42 και βρίσκεται στη 14η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Σημειώνεται ότι οι Κύπριοι φαίνεται πως αποφεύγουν κυρίως να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για τις συναλλαγές τους, καθώς η Κύπρος υστερεί τόσο στις ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές όσο και στις ηλεκτρονικές αγορές.
Πιο αναλυτικά, οι Κύπριοι χρήστες του διαδικτύου διαβάζουν τις ειδήσεις ηλεκτρονικά (72%), ακούν μουσική, βλέπουν ταινίες και παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια (55%), χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να επικοινωνούν μέσω φωνητικών κλήσεων ή βιντεοκλήσεων (59%) ή μέσω κοινωνικών δικτύων (72%). Επίσης λαμβάνουν περιεχόμενο βίντεο χρησιμοποιώντας τις ευρυζωνικές τους συνδέσεις (μέσω της υπηρεσία Βίντεο κατά Παραγγελία ή μέσω της διαδικτυακής τηλεόρασης IPTV – 20%). Όσον αφορά τις περισσότερες από τις δραστηριότητες αυτές οι Κύπριοι κάνουν μεγαλύτερη χρήση του διαδικτύου σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ.
Ωστόσο, μπορεί οι Κύπριοι να είναι ενθουσιώδεις χρήστες του διαδικτύου για τις παραπάνω δραστηριότητες, δείχνουν όμως μεγάλη απροθυμία να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε ηλεκτρονική συναλλαγή, πιθανώς λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, τα ποσοστά των Κυπρίων χρηστών του διαδικτύου που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικές τραπεζικές υπηρεσίες (35%) ή πραγματοποιούν ηλεκτρονικές αγορές (38%) είναι πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (57% και 63% αντίστοιχα).
«Αυτή είναι και η κυριότερη πρόκληση για την Κύπρο σε σχέση με τη χρήση του διαδικτύου από τους πολίτες της, καθώς η ψηφιακή οικονομία τροφοδοτείται εν μέρει από τη χρήση του διαδικτύου από τους πολίτες» σημειώνεται.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρήσεις είναι η παράμετρος στην οποία η Κύπρος σημείωσε τη μεγαλύτερη βελτίωση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Με βαθμολογία 0,31, η Κύπρος ανέβηκε από την 21η θέση που είχε πέρυσι στην 18η φέτος. Ωστόσο, οι κυπριακές επιχειρήσεις πρέπει να αξιοποιήσουν καλύτερα τις δυνατότητες που προσφέρει το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι εφαρμογές που βασίζονται στο υπολογιστικό νέφος.
Η υιοθέτηση των ψηφιακών τεχνολογιών αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και, ως εκ τούτου, πρέπει να ενισχυθεί. Το ποσοστό των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τεχνολογίες, όπως ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών (Enterprise Resource Planning (ERP) – 36%) και μέσα κοινωνικής δικτύωσης (24%) είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (31% και 14%, αντίστοιχα). Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλές κυπριακές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ραδιοσυχνική αναγνώριση (Radio-Frequency Identification - RFID) (3,1%), ηλεκτρονικά τιμολόγια (3,5% το 2014), ή υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους (4,9%). Πρέπει λοιπόν να αυξηθεί η ψηφιοποίησή τους, κάτι που θα οδηγήσει σε οφέλη από πλευράς αποτελεσματικότητας και παραγωγικότητας.
«Οι κυπριακές επιχειρήσεις πρέπει επίσης να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που προσφέρει το ηλεκτρονικό εμπόριο. Πολύ λίγες ΜΜΕ στην Κύπρο πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις (10%) και ακόμη λιγότερες πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ (6,1%). Όσες πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις οφείλουν ένα μικρό μέρος του κύκλου εργασιών τους στις πωλήσεις αυτές (9,7%), αν και υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (8,8%)» σημειώνεται.
Στις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, η Κύπρος βαθμολογείται με 0,41 και βρίσκεται στη 17η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ, πράγμα που σημαίνει μέτριες επιδόσεις με ελαφρά βελτίωση της βαθμολογίας σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (αλλά διατήρηση της κατάταξης).
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι σύγχρονες δημόσιες υπηρεσίες που παρέχονται μέσω του διαδικτύου με αποτελεσματικό τρόπο αποτελούν μέσο αύξησης της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων, των πολιτών και της δημόσιας διοίκησης. Το μερίδιο των διοικητικών ενεργειών που σχετίζονται με σημαντικά γεγονότα (γέννηση τέκνου, νέος τόπος διαμονής κ.λπ.) και οι οποίες μπορούν να διεκπεραιωθούν μέσω διαδικτύου είναι μάλλον χαμηλό στην Κύπρο (Διαδικτυακή ολοκλήρωση παροχής υπηρεσιών: 61/100). Με βάση την επίδοσή της, η Κύπρος συγκαταλέγεται στις χώρες της ΕΕ με τις χαμηλές επιδόσεις, αλλά είναι ενθαρρυντικό ότι η επίδοσή της όσον αφορά τα προσυμπληρωμένα έντυπα την κατατάσσει μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες επιδόσεις (στην 7η θέση). Ως εκ τούτου, μια βασική πρόκληση για τη χώρα είναι να εκσυγχρονίσει ορισμένες υπηρεσίες της.
Επίσης, η αποτελεσματικότητα και το επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχουν τα συστήματα υγείας μπορούν να βελτιωθούν σημαντικά μέσω της ψηφιοποίησης. Οι επιδόσεις της Κύπρου στον τομέα της ηλεκτρονικής υγείας μπορούν να βελτιωθούν, κυρίως με την ενθάρρυνση της μεγαλύτερης ανταλλαγής ιατρικών δεδομένων (μόνο το 24% των Κυπρίων γενικών ιατρών ανταλλάσσουν ιατρικά δεδομένα με ηλεκτρονικά μέσα, έναντι 36% στην ΕΕ). Επιπλέον, η Κύπρος πρέπει να αυξήσει τις επιδόσεις της σε σχέση με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, καθώς μόνο το 16% των γενικών ιατρών διαβιβάζουν ηλεκτρονικά συνταγές στους φαρμακοποιούς.
Συνοπτικά τα κύρια συμπεράσματα του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας είναι:
- Η ψηφιακή εμπειρία εξαρτάται από τη χώρα στην οποία βρίσκεστε, καθώς οι επιδόσεις ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, ξεκινώντας από τις χώρες με τις καλύτερες ψηφιακές επιδόσεις, όπως η Δανία (βαθμολογία ψηφιακών επιδόσεων 0,68, με μέγιστο το 1) και φθάνοντας στις χώρες με τις χαμηλότερες επιδόσεις, όπως η Ρουμανία (βαθμολογία ψηφιακών επιδόσεων 0,31).
- Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο τακτικά: 75% το 2014 (έναντι 72% το 2013), ποσοστό που κυμαίνεται από 93% στο Λουξεμβούργο μέχρι 48% στη Ρουμανία.
- Οι Ευρωπαίοι επιθυμούν να έχουν πρόσβαση σε οπτικοακουστικό υλικό στο διαδίκτυο: Το 49% των Ευρωπαίων που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο παίζουν ή τηλεφορτώνουν παιχνίδια, εικόνες, ταινίες ή μουσική. Το 39% των νοικοκυριών που έχουν τηλεόραση παρακολουθούν βίντεο επί παραγγελία.
- Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) συναντούν εμπόδια όσον αφορά το ηλεκτρονικό εμπόριο: μόνο το 15% των ΜΜΕ πωλούν μέσω διαδικτύου - και από ποσοστό αυτό, λιγότερες από τις μισές κάνουν πωλήσεις εκτός συνόρων.
- Οι ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες αποτελούν καθημερινή πραγματικότητα σε ορισμένες χώρες, ενώ είναι σχεδόν ανύπαρκτες σε άλλες: Το 33% των χρηστών του διαδικτύου στην Ευρώπη χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά έντυπα για τη διαβίβαση πληροφοριών σε δημόσιες αρχές, με ποσοστά που κυμαίνονται από 69% στη Δανία έως 6% στη Ρουμανία. Το 26% των γενικών ιατρών στην Ευρώπη χρησιμοποιούν ηλεκτρονική συνταγογράφηση για να στέλνουν συνταγές σε φαρμακοποιούς μέσω διαδικτύου, αλλά το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 100% στην Εσθονία μέχρι 0% στη Μάλτα.
Ο Άντρους Άνσιπ, αντιπρόεδρος αρμόδιος για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά, δήλωσε πως τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η Ευρώπη περνά στην ψηφιακή εποχή και οι Ευρωπαίοι απολαμβάνουν νέες εξαιρετικές υπηρεσίες. «Μια ψηφιακή ενιαία αγορά μπορεί να τους παρέχει ευρύτερη πρόσβαση, να βοηθά τις επιχειρήσεις να καινοτομούν και να αναπτύσσονται, και να αυξάνει την εμπιστοσύνη στις διαδικτυακές υπηρεσίες, όπως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση και οι ηλεκτρονικές τραπεζικές υπηρεσίες» πρόσθεσε και διαβεβαίωσε ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συμβάλει ώστε αυτό να γίνει πραγματικότητα».
Ο επίτροπος Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας Γκίντερ Έτινγκερ σημείωσε ότι «ο Ψηφιακός Δείκτης δείχνει ότι οι πολίτες έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο που βλέπουν ταινίες: εξακολουθούν να βλέπουν τις αγαπημένες τους σειρές στην τηλεόραση, αλλά ένα σημαντικό ποσοστό (40%) παρακολουθεί επίσης βίντεο επί παραγγελία και ταινίες στο διαδίκτυο» και υπέδειξε πως «οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε στις ανάγκες των πολιτών και θα πρέπει να σκεφθούμε πώς να αναπροσαρμόσουμε την πολιτική μας».
Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ψηφιακός Δείκτης αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταρτίζει επί του παρόντος τη στρατηγική της για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά, η οποία αναμένεται να ανακοινωθεί τον Μάιο. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στο να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για τους Ευρωπαίους πολίτες και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ώστε να αξιοποιούν καλύτερα τις μεγάλες δυνατότητες που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία πέραν των συνόρων. Δημιουργώντας μια Ψηφιακή Ενιαία Αγορά, η Ευρώπη μπορεί να επιτύχει πρόσθετη ανάπτυξη έως και 250 δισ. ευρώ και να δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Ο Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας παρουσιάστηκε σήμερα στο πλαίσιο του φόρουμ Digital4EU στις Βρυξέλλες.
Ο δείκτης συνδυάζει πάνω από 30 επιμέρους δείκτες και χρησιμοποιεί ένα σύστημα στάθμισης για την κατάταξη κάθε χώρας με βάση τις ψηφιακές της επιδόσεις. Είναι ένα αναλυτικό εργαλείο που παρέχει την πρώτη ύλη για την υλοποίηση της στρατηγικής για την ψηφιακή ενιαία αγορά.
Για τον υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας, κάθε ομάδα και υποομάδα δεικτών έλαβε έναν ειδικό συντελεστή στάθμισης από εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η συνδεσιμότητα και οι ψηφιακές δεξιότητες («ανθρώπινο κεφάλαιο»), τα οποία θεωρούνται θεμέλια της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας, συμβάλλουν το καθένα στην τελική βαθμολογία με ποσοστό 25% (η μέγιστη βαθμολογία ψηφιακών επιδόσεων είναι 1). Η ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας ανέρχεται σε 20%, δεδομένου ότι η χρήση των ΤΠΕ από τις επιχειρήσεις αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους μοχλούς ανάπτυξης. Τέλος, οι διαδικτυακές δραστηριότητες («χρήση του διαδικτύου») και οι ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες συμβάλλουν αμφότερες με ποσοστό 15%. Το διαδικτυακό εργαλείο για τον Ψηφιακό Δείκτη είναι ευέλικτο και επιτρέπει στους χρήστες να πειραματίζονται με διαφορετικούς συντελεστές στάθμισης για κάθε επιμέρους δείκτη και να βλέπουν πώς αυτό επηρεάζει τη συνολική κατάταξη.
Τα νέα δεδομένα που περιλαμβάνει ο σημερινός Ψηφιακός Δείκτης θα χρησιμοποιηθούν στον Πίνακα Αποτελεσμάτων του Ψηφιακού Θεματολογίου, τον οποίο δημοσιεύει κάθε χρόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να αξιολογεί την πρόοδο που σημειώνουν τα κράτη μέλη προς την επίτευξη των στόχων του Ψηφιακού Θεματολογίου για την Ευρώπη. Η επόμενη έκθεση για τον Πίνακα Αποτελεσμάτων του Ψηφιακού Θεματολογίου αναμένεται το καλοκαίρι του 2015.