Εισαγγελέας: Κανένας πλέον στο απυρόβλητο
07:43 - 25 Σεπτεμβρίου 2014
Είναι κοινά αποδεκτό ότι η κρίση την οποία βιώνει εδώ και λίγα χρόνια η Κύπρος, δεν περιορίζεται σε οικονομική δυσπραγία, αλλά δυστυχώς εκτείνεται και σε κρίση θεσμών και σε κρίση αξιών, είπε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Κώστας Κληρίδης.
Σε ομιλία του σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Frederick με θέμα “Οι θεσμοί και φορείς της απονομής της δικαιοσύνης και η αναγκαιότητα για διαφύλαξη της ανεξαρτησίας τους”, ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε ότι “κλονισμένη σοβαρά παρουσιάζεται να είναι η εμπιστοσύνη την οποία τρέφουν οι πολίτες προς την εκτελεστική εξουσία, τη νομοθετική εξουσία, τα πολιτικά κόμματα, αλλά και σε κάποιο βαθμό και προς την τρίτη εξουσία, τη δικαστική και κατ΄ επέκταση την απονομή δικαιοσύνης.
Οι λόγοι, συνέχισε, για την υποβάθμιση αυτή την οποία υφίστανται οι θεσμοί, μεταξύ των οποίων και κάποιοι οι οποίοι ήσαν παραδοσιακά ιδιαίτερα σεβαστοί και σχεδόν στο απυρόβλητο, μακριά ακόμα και από κριτική, είναι εύκολα αντιληπτοί.
“Η βαθιά οικονομική κρίση στην οποία βυθίστηκε η Κύπρος, αναπάντεχα θα μπορούσε να πει κάποιος ο οποίος δεν είχε πλήρη γνώση των επικρατουσών καταστάσεων, προκάλεσε μια πρωτοφανή αναταραχή, σε όλα τα στρώματα του λαού, ίσως για διαφορετικούς λόγους για τον καθένα και ανέτρεψε σταθερές αξίες και θεωρούμενα απόρθητα κεκτημένα. Τα οικονομικά και κατ΄ επέκταση τα κοινωνικά προβλήματα που έχουν προκληθεί, οδηγούν τα πάντα σε αμφισβήτηση. Τίποτα δεν μένει ανενόχλητο, τίποτα δεν μένει αδιερεύνητο και τίποτα δεν είναι πέραν υποψίας”, πρόσθεσε ο κ. Κληρίδης.
Με τη διαπίστωση, σημείωσε, ότι πολλά από τα κακώς έχοντα του παρελθόντος οδήγησαν ή συνέβαλαν στην πρωτόγνωρη οικονομική καταστροφή, δεν φαίνεται να υπάρχει πλέον η ίδια ανοχή προς πράγματα και πρόσωπα που κρίνονται ως υπεύθυνα, το καθένα με το δικό του ιδιάζοντα τρόπο, για την κατρακύλα.
Τα πάντα και οι πάντες, συνέχισε, αντικρίζονται με καχυποψία. Αυτές οι διαπιστώσεις, σημείωσε ο κ. Κληρίδης, είναι απότοκο της αύξησης του αριθμού διάπραξης αδικημάτων οικονομικής φύσεως και δη αδικημάτων “λευκού κολάρου”, της διερεύνησης της διαφάνειας, της διερεύνησης και της δημοσιοποίησης ύποπτων, παράνομων και παράτυπων δραστηριοτήτων, ως επίσης και της δυσκολίας στην εξιχνίαση, απόδειξη και πάταξη τέτοιου είδους αδικημάτων και κατ` επέκταση, της διόγκωσης του αισθήματος περί ατιμωρησίας.
Η σοβούσα κρίση θεσμών, είπε ο κ. Κληρίδης, επηρεάζει και τη δικαστική εξουσία και τους φορείς της δικαστές, τη Νομική Υπηρεσία και τους φορείς της, τον Γενικό Εισαγγελέα, τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και τους Νομικούς Λειτουργούς της και το Δικηγορικό Σώμα και τα μέλη του, τους δικηγόρους.
“Οι λόγοι για τους οποίους η κρίση εκτείνεται και σε αυτούς τους θεσμούς, είναι κυρίως λόγοι έμμεσοι και παρεμφερείς. Δηλαδή, η όποια δυσπιστία έχει καλλιεργηθεί, η οποία και αναπόφευκτα υπονομεύει το κύρος και την αξιοπιστία αυτών των θεσμών, δεν είναι αποτέλεσμα οποιωνδήποτε συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων των φορέων και των λειτουργών τους, αλλά καταλογίζεται στην αδυναμία των μηχανισμών που διαθέτουν, να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και έγκαιρα απονέμοντας δικαιοσύνη”, πρόσθεσε.
Επιτακτική, συνέχισε, προβάλλει η ανάγκη τόσο για τη διαφύλαξη, όσο και για τη στήριξη και κατά το δυνατό ενίσχυση της απαραίτητης ανεξαρτησίας κάτω από την οποία πρέπει αυτοί να λειτουργούν. Αυτό, μαζί βέβαια με την αναγκαιότητα για λήψη μέτρων που θα υποβοηθήσουν στην καλύτερη και αποδοτικότερη λειτουργικότητα των θεσμών, αναμφίβολα θα συνδράμει στην ανύψωση του κύρους και την ενδυνάμωση της αξιοπιστίας, τόσο της δικαστικής εξουσίας, όσο και της Νομικής Υπηρεσίας”, συμπλήρωσε.
Σε χαιρετισμό του εξάλλου, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μ. Νικολάτος τόνισε πως η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας είναι απαραίτητο εχέγγυο του δημοκρατικού πολιτεύματος και του κράτους δικαίου.
Η σημερινή εποχή, είπε, είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και των συμφωνιών της χώρας μας με τους διεθνείς δανειστές της.
Οι δανειστές, ανέφερε, επέβαλαν υποχρεώσεις στη χώρα μας, οι οποίες ελέγχονται ενώπιον των δικαστηρίων ως προς την συνταγματικότητα τους.
“Το καθήκον των δικαστηρίων και ιδιαίτερα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, είναι να ελέγξει κατά πόσο συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη καταστρατηγεί συγκεκριμένη πρόνοια ή αρχή του Συντάγματος μας. Τα δικαστήρια θα επιτελέσουν το έργο τους και σε αυτή τη δύσκολη καμπή της ιστορίας μας, εφαρμόζοντας έντιμα και ευσυνείδητα το Σύνταγμα και τους Νόμους της Πολιτείας. Ως εκ τούτου, οι πολίτες μπορούν να είναι ήσυχοι ότι στη χώρα μας λειτουργούν ορθά οι θεσμοί και ειδικά, στην περίπτωση αυτή, ο θεσμός της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας”, κατέληξε.