Χάρης: Έχουμε ανάγκη την χρηματοδότηση της τρόικας
13:35 - 17 Σεπτεμβρίου 2014
Ξανά ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, στις 25 Σεπτεμβρίου, θα τεθούν προς ψήφιση τα δύο νομοθετήματα για τις εκποιήσεις, τα οποία ενέκρινε η Βουλή και στη συνέχεια αναπέμφθηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Υπενθυμίζεται ότι τα δύο νομοθετήματα αφορούν στον περί εργασιών πιστωτικών ιδρυμάτων (τροποποιητικός νόμος του 2014) και στον περί της Κεντρικής Τράπεζας (τροποποιητικός νόμος του 2014).
Οι λόγοι της αναπομπής των δύο νομοθετημάτων συζητήθηκαν σήμερα σε κοινή συνεδρία των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Οικονομικών και Εσωτερικών, στην παρουσία του Υπουργού Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης απορρίπτουν τους λόγους που επικαλείται ο Πρόεδρος για την αναπομπή των δύο νομοθετημάτων, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν υπάρχουν ζητήματα αντισυνταγματικότητας ούτε προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.
Υπ. Οικονομικών: «Να επιμετρήσει ο καθένας την ευθύνη και τις συνέπειες»
Στην τοποθέτηση του και απαντώντας στα ζητήματα που έθεσαν Βουλευτές, ο Υπουργός Οικονομικών υπέδειξε ότι το όλο ζήτημα είναι «εξόχως πολιτικό», όπως το λέει και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη σχετική επιστολή του προς τη Βουλή, και μάλιστα στην πρώτη παράγραφο, όπου αναφέρει πως «ύστερα από εμπεριστατωμένη και ενδελεχή μελέτη των νομοθετημάτων, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική επί του θέματος γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, το γεγονός ότι τα συμφέροντα των δανειοληπτών ούτως ή άλλως καλύπτονται ... αλλά και μη παραγνωρίζοντας το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον...».
Ο κ. Γεωργιάδης εξήγησε πως εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία, αναφέροντας πως αν είχε κάτι να προσθέσει είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο και σε σχέση με το πώς ο καθένας αντιλαμβάνεται αυτή τη στιγμή το δημόσιο συμφέρον. «Πώς αξιολογεί ο καθένας μας την ανάγκη που εξακολουθεί, κατά την άποψη της Κυβέρνησης, να υφίσταται, για χρηματοδοτική στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τρόικα», συμπλήρωσε.
«Βεβαίως και είναι πολιτικό το ζήτημα, δεν κρύβεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πίσω από το δάκτυλο του, παραθέτει και μια σειρά από νομικά ζητήματα, υπενθυμίζει τη συμβατική υποχρέωση να λαμβάνεται και η γνώμη της ΕΚΤ αλλά πάνω απ` όλα είναι ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, εθνικού συμφέροντος θα πρόσθετα», δήλωσε.
Ο Υπουργός Οικονομικών ανέφερε στη συνέχεια πως η χώρα μας οδηγήθηκε λόγω λαθών, παραλείψεων, στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης, υπενθυμίζοντας πως όταν εξαντλήσαμε και τις εφεδρείες, ζητήσαμε στήριξη από την Τρόικα, ένα θεσμό που είχε δημιουργηθεί ενωρίτερα με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου και χρηματοδοτεί κράτη μέλη που δεν μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά με όρους και προϋποθέσεις και με μια θεσμοθετημένη διαδικασία που την είδαμε να εφαρμόζεται σε πλήρη λεπτομέρεια και στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα.
Ο Υπουργός Οικονομικών δήλωσε πως είναι κατάντημα να έχει οδηγηθεί η Κύπρος σε αυτή την κατάσταση και να χρειάζεται χρηματοδότηση από τα κράτη μέλη της ΕΕ και το ΔΝΤ για να επιβιώσει. «Κανένας δεν είναι ευχαριστημένος με αυτή την πραγματικότητα, είναι όμως η πραγματικότητα την οποία αντιμετωπίζουμε, η πραγματικότητα από την οποία προσπαθούμε να απαλλαγούμε μια ώρα νωρίτερα και γι` αυτό προγραμματίζουμε, υλοποιούμε κινήσεις, οι οποίες σιγά σιγά περιορίζουν την εξάρτηση της Κύπρου από την Τρόικα και την ανάγκη να δεχόμαστε όρους και προϋποθέσεις για να συνεχίσει η χρηματοδότηση», είπε.
Εξήγησε πως γι` αυτό και η Κυβέρνηση ακολουθεί μια πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, γι` αυτό περιορίζει τα ελλείμματα, γι` αυτό προσπαθεί να εξασφαλίσει αναβαθμίσεις από οίκους αξιολόγησης, γι` αυτό προγραμμάτισε και την πρώτη έξοδο στις αγορές, υπέδειξε ωστόσο την ίδια στιγμή πως παρά την πρόοδο, η χώρα εξακολουθεί να έχει ανάγκη αυτή τη χρηματοδότηση. «Αν υπάρχει διαφορετική άποψη, αν θεωρούμε δηλαδή ότι πλέον δεν χρειαζόμαστε την Τρόικα, αυτό θα ερμηνευόταν και ως μια τεράστια αναγνώριση της επιτυχίας της Κυβέρνησης και μάλιστα σε βαθμό που ούτε η ίδια η Κυβέρνηση θα ισχυριζόταν κάτι τέτοιο», πρόσθεσε.
Ο Υπουργός Οικονομικών σημείωσε πως παρά την πρόοδο η Κυβέρνηση δεν ισχυρίζεται ότι τα έχει καταφέρει τόσο νωρίς, την ίδια ώρα όμως ανέφερε, πως σύντομα, «συντομότερα απ` ό,τι ήταν αναμενόμενο, θα βρεθούμε, εάν δεν εκτροχιαστούμε πλήρως, σε αυτή τη θέση».
Σημείωσε ακολούθως πως είναι δικαίωμα της Βουλής να μην συμφωνεί και να έχει διαφορετική άποψη και ερμηνεία για το πώς το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται και πως έτσι λειτουργεί μια Δημοκρατία, επανέλαβε ωστόσο πως αυτή είναι η θέση της Κυβέρνησης και του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ανέφερε τέλος πως κάποιες εισηγήσεις της Βουλής έγιναν αποδεκτές, υπέδειξε όμως ότι «δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι λειτουργούμε κάτω από καθεστώς, το οποίο επιβάλλει να συναινέσουν άλλες κυβερνήσεις, άλλα κοινοβούλια, άλλες επιτροπές οικονομικών κοινοβουλίων κρατών μελών για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση».
«Αν θα παραγνωρίσουμε πλήρως αυτό το δεδομένο είναι μια πολιτική απόφαση την οποία δικαιούμαστε να λάβουμε και να επιμετρήσει ο καθένας την ευθύνη και τις συνέπειες», σημείωσε.
Απορρίπτουν τους λόγους της αναπομπής τα Κόμματα της αντιπολίτευσης
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εσωτερικών, βουλευτής του ΑΚΕΛ Γιάννος Λαμάρης είπε ότι το θέμα είναι ξεκάθαρα πολιτικό, προσθέτοντας ότι « είναι και αυτός ο λόγος που η κυβερνητική πλευρά περιορίστηκε στα γενικά ζητήματα χωρίς επιχειρήματα».
«Σίγουρα δεν υπήρχε κανένα επιχείρημα περί αντισυνταγματικότητας των προτάσεων νόμου, αλλά ούτε και νομικής βάσης», είπε.
Όπως ανέφερε, «τα επιχειρήματα ήταν απλά ότι ‘μα δεν προσθέτετε κανένα ωφέλιμα στον δανειολήπτη’» και διερωτήθηκε «αφού δεν προσθέτουμε άρα δεν αφαιρούμε από κανένα οτιδήποτε, άρα ποιο είναι το κώλυμα;»
Ο κ. Λαμάρης απέρριψε επίσης και το επιχείρημα ότι «δεν είναι αναγκαία αυτά τα νομοθετήματα γιατί οι πρόνοιες τους καλύπτονται από αλλού» και συνέχισε: “κάτι τέτοιο μπορεί να κριθεί ως πλεονασμός. Aπό πότε ο πλεονασμός αναπέμπεται;”
Επομένως, είπε, η Βουλή θα συνέλθει στις 25 του μηνός για να απαντήσει στις αναπομπές του Προέδρου. Είπε, επίσης, ότι η κυβέρνηση δεν έχε ζητήσει γνωμάτευση από την ΕΚΤ.
«Θα περιμένουμε απαντήσεις γραπτώς από τη νομική υπηρεσία τις οποίες ευελπιστούμε να έχουμε σε μια δύο μέρες, δεδομένου ότι η υπηρεσία της Βουλής δεσμεύτηκε ότι μέχρι αύριο θα στείλει τα πρακτικά της συνεδρίας για να μπορούν να απαντηθούν τα ερωτήματα γραπτώς έτσι που να μπορούν να τοποθετηθούν οι κοινοβουλευτικές ομάδες μέχρι την άλλη Πέμπτη», είπε.
Κληθείς να σχολιάσει την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, διερωτήθηκε «από πότε η ενίσχυση των αρχών του κράτους (συγκεκριμένα η Κεντρική Τράπεζα) είναι αντίθετη με το δημόσιο συμφέρον;».
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών, βουλευτής του ΔΗΚΟ Άγγελος Βότσης είπε ότι «δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα με το σύνταγμα σε σχέση με τις δύο προτάσεις νόμου»
Όπως είπε. «υπάρχει μια υπερβολή στο να γίνουν αυτές οι αναπομπές όταν ένα από τα κύρια επιχειρήματα είναι ότι η Βουλή στην προσπάθειά της να ψηφίσει αυτές τις προτάσεις νόμου επαναλαμβάνει αρμοδιότητες που ήδη υπάρχουν με άλλους νόμους».
«Εμείς πιστεύουμε ότι η Βουλή έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να φροντίσει μέσα από προτάσεις νόμου να ενισχύσει εκείνα τα θέματα τα οποία την προβληματίζουν», είπε.
Ανέφερε ότι «οι προτάσεις νόμου οδηγούνται την Πέμπτη, 25 του μηνός, στη Βουλή για να ψηφιστούν και πάλι από το Σώμα».
Ο βουλευτής της ΕΔΕΚ Νίκος Νικολαΐδης είπε ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην επιστολή που συνοδεύει την αναπομπή του δεν επικαλείται λόγους αντισυνταγματικότητας των δύο νομοθετημάτων, άρα θεωρείται ότι τα δύο νομοθετήματα είναι μέσα στα πλαίσια των συνταγματικών προνοιών».
Όπως είπε, «οι λόγοι που επικαλείται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για την αναπομπή των δύο νομοθετημάτων δεν φαίνεται να έχουν ισχυρή νομική βάση».
Ανέφερε ότι «ο βασικός λόγος που ισχύει και για τα δύο νομοθετήματα είναι είτε ότι υπάρχει υπερκάλυψη από υφιστάμενη νομοθεσία είτε υπάρχουν άλλα υφιστάμενα νομοθετήματα τα οποία σε σημαντικό βαθμό καλύπτουν τις πρόνοιες των δύο νομοθετημάτων. Αυτός ο λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικός λόγος για την αναπομπή των δύο νομοθετημάτων».
«Ούτε επίσης θεωρείται ικανοποιητικός νόμος η επίκληση του δημόσιου συμφέροντος, γιατί το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με την προστασία των πολιτών και ιδιαίτερα με την προστασία των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού».
Ανέφερε ότι «η κύρια ευθύνη των κυβερνώντων είναι να στηρίξουν αυτά τα δύο νομοθετήματα και όχι να προσπαθήσουν να τα ακυρώσουν».
Ο ΓΓ και βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων Περιβαλλοντιστών Γιωργος Περδίκης έκανε λόγο για περιττή συζήτηση, «δεν χρειαζόταν αυτή η αναπομπή από τον Πρόεδρο. Δεν στηρίζεται σε καμιά νομική ή συνταγματική επιχειρηματολογία».
Δυστυχώς, είπε, «αυτό που έλεγε ο Πρόεδρος ότι ήθελε να αποφύγει, δηλαδή τη περαιτέρω σύγκρουση με τη Βουλή, το κάνει ο ίδιος με αυτή την αναπομπή».
Όπως είπε, «είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για μια αναπομπή που γίνεται για τα μάτια της Τρόικας και δεν μπορεί να πείσει κανέναν λογικό άνθρωπο».
Εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι «παρά την θετική ανταπόκριση των περισσότερων κομμάτων και τον καθορισμό αυθημερόν εμπειρογνωμόνων για τη δημιουργία επιτροπής που θα εργαστεί για τον καταρτισμό των νομοσχεδίων, η Κυβέρνηση καθυστερεί και εφαρμόζει ρυθμούς χελώνας».
«Ο καθορισμός ημερομηνίας σύγκλησης της πρώτης συνεδρίας της Επιτροπής για τις 22 του Σεπτέμβρη δείχνει ότι η Κυβέρνηση δεν έχει επιλέξει το δρόμο της επιτάχυνσης και της ταχύτατης διαδικασίας και προετοιμασίας των νομοσχεδίων για την αφερεγγυότητα, αλλά συνεχίζει την πολιτική ‘τα ζώα μου αργά’», κατέληξε.
ΚΥΠΕ