Infographic: Η ενοποίηση των χαρτοφυλακίων Κύπρου-Λαϊκής
07:21 - 17 Ιουλίου 2014
Η ενσωμάτωση των συστημάτων της πρώην Λαϊκής Τράπεζας σε αυτά της Τράπεζας Κύπρου αποτελούσε στην ουσία την ενοποίηση των χαρτοφυλακίων των προϊόντων, των πελατών, των λογαριασμών και των εξασφαλίσεων που συντηρούντο σε δυο διαφορετικές τεχνικές υποδομές, σε δυο διαφορετικά κεντρικά τραπεζικά και περιφερειακά συστήματα. «Ήταν ένα δύσκολο και αυξημένου ρίσκου εγχείρημα», σχολιάζει ο Φίλιππος Λεάνδρου, διευθυντής πληροφορικής και τεχνολογίας της Τράπεζας Κύπρου.
Η στρατηγική απόφαση της Τράπεζας Κύπρου ήταν να ενοποιήσει το χαρτοφυλάκιό της με ένα βήμα, το λεγόμενο Big-Bang, αντί να ακολουθήσει τη σταδιακή ενοποίηση. «Η υλοποίηση της απόφασης Big-Bang συνεπάγεται την εμπλοκή και την ενεργό συμμετοχή όλων ανεξαρτήτως των τμημάτων και υπηρεσιών της τράπεζας», αναφέρει ο κ. Λεάνδρου.
Πέραν τούτου υπάρχουν δύο τεχνικές διαδικασίες ενοποίησης συστημάτων. Η μια έχει ένα τεχνολογικό κεντρικό χαρακτήρα, δηλαδή, η ενοποίηση γίνεται σε επίπεδο συστημάτων με μια απλή μεταφορά δεδομένων από το ένα σύστημα στο άλλο. Η άλλη, η οποία εφαρμόστηκε σε αυτή την περίπτωση, έχει πελατοκεντρικό χαρακτήρα και επικεντρώνεται στον πελάτη, επιδιώκοντας τη λιγότερη δυνατή επίπτωση σε αυτόν.
Αρχικά, όπως εξηγεί ο ίδιος , έγινε μια ανάλυση εντοπισμού των κοινών πελατών των δύο τραπεζών: «Για αυτούς υπήρξε ειδική μεταχείριση. Δεν ανοίχτηκε ξεχωριστό χαρτοφυλάκιο στο σύστημα της Τράπεζας Κύπρου, αλλά μέσα από μια χρονοβόρα και πολύπλοκη ημιαυτόματη διαδικασία εντοπίστηκαν οι κοινοί πελάτες. Έπειτα, όλοι οι λογαριασμοί που συντηρούσε ο πελάτης στην πρώην Λαϊκή Τράπεζα ενσωματώθηκαν στο χαρτοφυλάκιο που είχε στην Κύπρου».
Πέρα, όμως, από αυτή την ιδιαιτερότητα, η κάθε τράπεζα έχει τα δικά της τραπεζικά προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρει, αναφέρει ο κ. Λεάνδρου: «Ένας λογαριασμός δεν είναι απλώς ένας αριθμός, αλλά ανήκει σε ένα συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν, διαθέτει τα δικά του χαρακτηριστικά και παραμέτρους και είναι συνδεδεμένος, ανάλογα με το προϊόν, με διαδικασίες που ισχύουν και εφαρμόζονται καθόλη τη διάρκεια ζωής του».
Έτσι, κατά την ενοποίηση των χαρτοφυλακίων, όπως εξηγεί, έπρεπε να συγκριθούν όλα τα προϊόντα, οι διαδικασίες και οι προσφερόμενες υπηρεσίες της Λαϊκής με εκείνες της Τράπεζας Κύπρου, να εξεταστούν νομικές πτυχές που αφορούν συμβόλαια που υπέγραψε ο πελάτης με την τράπεζα, να εντοπιστούν οι διαφορές και να τύχουν τέτοιου χειρισμού, ώστε να επηρεαστεί στο ελάχιστο. Και γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Αν πάρουμε, για παράδειγμα, τη μεταφορά ενός δανειακού λογαριασμού, έπρεπε να εντοπιστούν οι παράμετροι του δανείου, όπως το κεφάλαιο, η ημερομηνία λήξης, το ποσό της δόσης και των καθυστερήσεων και ακολούθως να συγκριθούν με αντίστοιχα προϊόντα που πρόσφερε η Τράπεζα Κύπρου, να παρθούν οι αποφάσεις σε περίπτωση αποκλίσεων και να ληφθούν οι νομικές γνωματεύσεις. Αφού ολοκληρώθηκαν όλα αυτά έγινε η ανάπτυξη του λογισμικού που μετέφερε όλους τους λογαριασμούς αυτού του προϊόντος δανείου από το σύστημα της Λαϊκής στο αντίστοιχο υφιστάμενο ή καινούργιο προϊόν στο σύστημα της Τράπεζας Κύπρου».
Κατά τη διαδικασία της ενοποίησης δεν χρησιμοποιήθηκαν outsourcing υπηρεσίες, αλλά στο πλαίσιο υλοποίησης του έργου η τράπεζα συνεργάστηκε με πέραν των 70 προμηθευτών συστημάτων, ενώ αγόρασε παράλληλα συμβουλευτικές υπηρεσίες για να φέρει εις πέρας το έργο. Επίσης αγοράστηκαν υπηρεσίες και σκληρό υλικό για την αναβάθμιση των υποδομών των κεντρικών επεξεργαστών, έτσι ώστε να μπορέσουν να δεχτούν τον επιπρόσθετο όγκο στοιχείων, αλλά και να ανταποκριθούν στις αυξημένες συναλλαγές μετά την ενοποίηση».
Το θέμα δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού IN Business.