Διάσπαση της Τράπεζας Κύπρου: Οφέλη, κίνδυνοι και επιλογές
15:39 - 29 Ιουλίου 2013
Το θέμα της διάσπασης ή μη της Τράπεζας Κύπρου ετέθη επί λανθασμένης βάσης και συζητείται με λανθασμένα επιχειρήματα. Το ζητούμενο είναι η εξυγίανση και διάσωση της Τράπεζας Κύπρου, όχι ως αυτοσκοπός αλλά ως εργαλείο επανεκκίνησης της οικονομίας και τροφοδότησης της ανάπτυξης. Εάν σωθεί η τράπεζα σε μια ορισμένη μορφή και καταστραφεί η δυνατότητα επανεκκίνησης της οικονομίας και ανάπτυξης θα έχουμε πετύχει μια Πύρρειο νίκη, όπου το κόστος θα είναι πολλαπλάσιο του οφέλους. Δεν ισχύει το «ότι είναι καλό για τη τράπεζα είναι καλό και για τον τόπο». Ούτε είναι του παρόντος πόσο θα χάσουν οι ντιβέλοπερς ή αν τους αξίζει τιμωρία γιατί έκαναν εξωπραγματικά ανοίγματα, αλλά πώς θα διασωθεί η κυπριακή οικονομία.
Μπορεί η διάσπαση της τράπεζας σε εμπορική και κτηματική να φέρει τα απαιτούμενα αποτελέσματα και να διασώσει την τράπεζα σε μορφή που θα γίνει η ατμομηχανή της επανεκκίνησης της οικονομίας; Ή μήπως θα σκοτώσει τη (δυστυχώς) μοναδική προοπτική άμεσης προσέλκυσης κεφαλαίων και άμεσης επανεκκίνησης της οικονομίας μέσω ήδη σχεδιασμένων ή ημιτελών αναπτύξεων που είναι εν δυνάμει βιώσιμες αλλά αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας και εξυπηρετήσεως των δανείων;
Τα επιδιωκόμενα οφέλη
Η διάσπαση της Τράπεζας Κύπρου σε εμπορική και κτηματική αποσκοπεί στο να απομονωθεί ο κίνδυνος στο υγειές κομμάτι της τράπεζας (την εμπορική) από την κτηματική φούσκα και τα προβληματικά δάνεια που δόθηκαν στους μεγάλους ντιβέλοπερς και ξενοδόχους. Με το διαχωρισμό επιδιώκεται η αύξηση της εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας της εμπορικής τράπεζας, ώστε να της επιτρέψει να επικεντρωθεί στις τραπεζικές της εργασίες και να προσελκύσει νέες καταθέσεις. Η δε κτηματική δεν θα χρειάζεται κεφαλαιοποίηση της τάξης του 9% και έτσι δεν θα υπόκειται στην πίεση να εκποιήσει άμεσα (ξεπουλήσει) τα ακίνητα που σχετίζονται με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δίνοντας έτσι μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να γίνουν διευθετήσεις για εκποίηση σε καλύτερες τιμές.
Οι ελλοχεύοντες κίνδυνοι
Όλα αυτά φαίνονται λογικά αλλά ελλοχεύουν και σημαντικοί κίνδυνοι. Από μόνη της η διάσπαση της Τράπεζας την αποδυναμώνει όχι μόνο σε μέγεθος και εύρος (κλίμακα και εμβέλεια), αλλά και παραπέμπει στη δημιουργία «καλής και κακής» τράπεζας που υποσκάπτει περεταίρω την αξιοπιστία της Τράπεζας Κύπρου, αντί να την αυξάνει όπως είναι η πρόθεση όλων. Αφ’ εαυτού το γεγονός ότι η «κακή» Λαϊκή θα είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος, θα υποβαθμίσει την κτηματική τράπεζα σε συλλογή ακινήτων προς εκποίηση για αποπληρωμή μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η πίεση για εκποίηση για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης ίσως μειωθεί αλλά η πίεση για σκοπούς αποπληρωμής του ΕLA θα αυξηθεί, αφού κι’ αυτό θεωρείται μη εξυπηρετούμενο και μη επαρκώς εξασφαλισμένο δάνειο που επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την Τράπεζα Κύπρου και θα μεταφερθεί στο σύνολο του, ή εν μέρει, στη κτηματική. Δεδομένου του βραχυπρόθεσμου ορίζοντα του ELA, που ανανεώνεται κάθε δυο βδομάδες (αφού σκοπός του ήταν η ρευστότητα έκτακτης ανάγκης) και της προτεραιότητας αποπληρωμής που έχει έναντι όλων των άλλων υποχρεώσεων της τράπεζας, η πίεση εκποίησης ακινήτων για αποπληρωμή μάλλον θα αυξηθεί. Εκείνο που είναι σίγουρο ότι θα γίνει είναι η κάθετη αύξηση της ζήτησης για αγορά των ακινήτων που συνδέονται με μη εξυπηρετούμενα δάνεια από ληστρικά αμοιβαία κεφάλαια (vulture funds) που καραδοκούν τυχοδιωκτικά να επωφεληθούν από τέτοιες ευκαιρίες ξεπουλήματος. Ήδη υπάρχουν πληροφορίες ότι στελέχη μεγάλων επενδυτικών ταμείων με ενδιαφέρον στην νέα κτηματική τράπεζα βρίσκονται στη Κύπρο έτοιμοι να κερδοσκοπήσουν αγοράζοντας ακίνητα σε τιμές ευκαιρίας.
Δεν μπορούν να εξαφανισθούν ως δια μαγείας οι ζημιές με τη μεταφορά των επιχειρηματικών δανείων και των μη επαρκών εξασφαλίσεων τους (ακινήτων) σε άλλη οντότητα. Η κτηματική τράπεζα δε θα μπορούσε να τα κρατήσει για πολύ εκτός και αν η μεταφορά γινόταν στη «σημαντικά μειωμένη τους σημερινή αξία» ως γη και όχι ως αναπτύξεις με προοπτική. Αυτό θα σήμαινε σημαντικές ζημιές για τη Τράπεζα Κύπρου και θα απαιτούσε περισσότερο κούρεμα τη στιγμή που γίνεται προσπάθεια περιορισμού του κουρέματος ή δυνατόν κάτω του 50%. Πώς θα ανακάμψει η οικονομία όταν για να διασωθεί η τράπεζα θα πρέπει να καταστραφούν οι επιχειρηματίες και να εκκαθαριστούν (ρευστοποιηθούν) όλες οι αναπτύξεις ανεξαρτήτως προοπτικής;
Λανθασμένη βάση
Η πρόταση για διάσπαση της τράπεζας βασίζεται σε μια καθαρά λογιστική και κοντόφθαλμη αντιμετώπιση του προβλήματος. Δάνεια που δεν εξυπηρετούνται λόγω ύφεσης και δεν καλύπτονται πλήρως από εξασφαλίσεις λόγω μείωσης των τιμών των ακινήτων είναι ανάθεμα και θα πρέπει να απομακρυνθούν από την Τράπεζα, να τοποθετηθούν στη κτηματική («κακή» τράπεζα) και να εκποιηθούν, αργά η γρήγορα, για αποπληρωμή μέρους τουλάχιστον των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτή είναι μια στατική και σαρωτική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετουμένων δανείων που τα βλέπει όλα τα ίδια, σαν ακίνητα προς εκποίηση, ανεξάρτητα οποιασδήποτε προοπτικής και δυνατότητας βιωσιμότητας.
Υποβάθμιση της ανάπτυξης
Αυτό είναι «θανάσιμο» λάθος όχι μόνο γιατί υποβαθμίζει όλες τις αναπτύξεις στη σημερινή στρεβλωμένη αξία της γης χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προοπτική του έργου, αλλά μηδενίζει και όλους τους άλλους παράγοντες που συνεισφέρει ο επιχειρηματίας, όπως: εμπειρογνωμοσύνη σε όλα τα στάδια ανάπτυξης, (σχεδιασμός, κατασκευή, πώληση, εξυπηρέτηση μετά την πώληση, δίκτυα πωλήσεων, διεθνείς επαφές και πελατολόγιο, εξειδικευμένη γνώση του τομέα και της αγοράς, αποδεδειγμένη ικανότητα στο άνοιγμα νέων αγορών (track record), αναγνωρισιμότητα (brand name). Αυτοί οι άυλοι παράγοντες σε πολλές περιπτώσεις (όχι όμως όλες) αξίζουν πολλαπλάσια της αξίας της γης ή του ακινήτου. Δεν μπορούμε να θέλουμε επανεκκίνηση της οικονομίας και να αγνοούμε, ή να καταστρέφουμε το πιο σπουδαίο και σπάνιο παράγοντα της ανάπτυξης, τον επιχειρηματία, τις γνώσεις και την εμπειρία του.
Βεβαίως, υπάρχουν και αναπτύξεις που αξίζουν πολύ λιγότερα από την πραγματική αξία των δανείων και των ακινήτων που τα εξασφαλίζουν (δηλαδή δεν έχουν προοπτική) και θα πρέπει να εκποιηθούν, αλλά στη ψηλότερη δυνατή τιμή με τη συνεργασία και συνέργεια των εμπλεκομένων επιχειρηματιών και των δικτύων πωλήσεων που διαθέτουν, έστω και αν τους χρεώνουμε με εξωπραγματικά ανοίγματα και υπερδανεισμό. Προέχει η σωτηρία του τόπου. Θα πρέπει να επιδιωχθεί παντοιοτρόπως η συνεργασία του ιδιωτικού τομέα και ιδιαίτερα του διεθνούς ιδιωτικού τομέα αποφεύγοντας με κάθε τρόπο τα ληστρικά ταμεία (vulture funds).
Η σωστή βάση και το ζητούμενο
Το ζητούμενο είναι πώς θα διασωθεί η Τράπεζα Κύπρου στη μορφή και το μέγεθος που θα συμβάλει αποφασιστικά στην επανεκκίνηση και περαιτέρω ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας; Πώς η τράπεζα θα εξασφαλίσει την φερεγγυότητα και τη ρευστότητα της, ώστε να επιβιώσει και να παίξει το συστημικό της ρόλο στην οικονομία; Πού θα βρει η τράπεζα κεφάλαια για ανακεφαλαιοποίηση και αύξηση της ρευστότητας στην οικονομία, αφού δεν έχει την αξιοπιστία να προσελκύσει νέες καταθέσεις ή να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές και πολλές από τις υπάρχουσες καταθέσεις θα αποσυρθούν μόλις αρθούν οι περιορισμοί;
Το ότι η εγχείρηση διαχωρισμού θα επιτύχει δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Είναι αμφίβολο, όμως, αν τα διαχωρισθέντα σιαμαία (εμπορική και κτηματική) θα επιζήσουν. Και αν η κολοβωμένη εμπορική τράπεζα επιζήσει θα είναι στον αναπνευστήρα της «απεριόριστης» ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κάτι που δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το ζητούμενο δεν είναι απλώς η επιβίωση μιας τράπεζας αλλά η επανεκκίνηση της οικονομίας και η έξοδος της από τη κρίση.
Θυγατρική σε ενιαίο οργανισμό
Λόγω της ιστορίας της, ως «κοινό κυπρίων» και της συστηματικότητας της, η Τράπεζα Κύπρου έγινε σύμβολο επιβίωσης και ανάκαμψης εν μέσω όλων των αντιξοοτήτων και απωλειών που επισώρευσε η κρίση. Για ψυχολογικούς, αν μη τι άλλο, λόγους, η Τράπεζα Κύπρου θα πρέπει να παραμείνει ως ένας ενιαίος οργανισμός που κινητοποιεί και κατανέμει κεφάλαια για την εύρυθμη λειτουργία και ανάπτυξη της οικονομίας. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε θυγατρική εταιρεία της Τράπεζας Κύπρου και να διαχωριστούν οι αναπτύξεις ακινήτων σε εν δυνάμει βιώσιμες που χρήζουν υποστήριξης και μη βιώσιμες που χρήζουν εκποίησης.
Η εναλλακτική αυτή λύση βασίζεται σε τρεις αρχές: Την αρχή της αμεσότητας, την αρχή σφαιρικότητας και την αρχή της αμοιβαιότητας. Δεδομένης της οριακής κατάστασης της οικονομίας, της τράπεζας και των αναπτύξεων θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε κάθε δυνατή ευκαιρία για παραγωγή αξίας και άμεση προσέλκυση κεφαλαίων απ’ όπου και αν προσφέρεται η προοπτική αυτή.
Η οικονομία χρειάζεται ρευστότητα και επενδύσεις για άμεση επανεκκίνηση και ανάπτυξη, και το κράτος χρειάζεται δημιουργία θέσεων εργασίας και αύξηση των κρατικών εσόδων. Η τράπεζα χρειάζεται άμεσα κεφάλαια για ανακεφαλαιοποίηση και άντληση ρευστότητας για χρηματοδότηση των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της ανάπτυξης. Οι επιχειρηματίες χρειάζονται άμεση στήριξη για μείωση της έκθεσης τους στα δάνεια που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν και ρευστότητα για αποπεράτωση και αξιοποίηση των αναπτυξιακών τους έργων προς εξυπηρέτηση ή αποπληρωμή των δανείων τους.
Κοινά και όχι συγκρουόμενα συμφέροντα
Οι τρεις αυτοί παράγοντες, κράτος/οικονομία, τράπεζα και επιχειρηματίες έχουν δύο κοινά συμφέροντα: 1) Άμεση άντληση κεφαλαίων κυρίως από το εξωτερικό και 2) επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Για το πρώτο, δεδομένης της έλλειψης εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας των καταθετών και των αγορών κεφαλαίου, η μόνη άμεση επιλογή είναι η ομαλή εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, κυρίως ακινήτων στη ψηλότερη δυνατή τιμή. Για το δεύτερο, δεδομένης της έλλειψης άλλων τομέων με άμεση δυνατότητα ανάπτυξης και προοπτικής εισροής εσόδων από εξαγωγές, η μόνη επιλογή που προσφέρεται άμεσα είναι η αποπεράτωση και αξιοποίηση ημιτελών τουριστικών επενδύσεων, αναπτύξεων γης και πωλήσεων ακινήτων σε ξένους. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιβραβεύουμε τα λάθη και τις υπερβολές του παρελθόντος, ή απαλλάσσουμε τους υπευθύνους των ευθυνών τους αλλά δεν είναι ούτε ο καιρός για εκδίκηση. Το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» δεν είναι η σωστή συνταγή για τη διάσωση του τόπου.
Εκποίηση μη βιώσιμων αναπτύξεων
Δεν είναι, όμως, όλες οι ημιτελείς αναπτύξεις εν δυνάμει βιώσιμες και ικανές να επανακτήσουν την δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανείων τους. Γι’ αυτό χρειάζεται η στενή συνεργασία του κράτους, της τράπεζας και των επιχειρηματιών για διαχωρισμό των εν δυνάμει βιώσιμων αναπτύξεων που χρήζουν υποστήριξης, από τις αναπτύξεις που δεν είναι βιώσιμες και θα πρέπει να εκποιηθούν για άμεση άντληση κεφαλαίων και ρευστότητας. Η εκποίηση θα πρέπει να είναι ομαλή και εύρυθμη και να επιδιώξει στην καλύτερη δυνατή τιμή με τη συνεργασία της τράπεζας, του κράτους και των εμπλεκομένων επιχειρηματιών που έχουν τις διεθνείς διασυνδέσεις, τα δίκτυα πωλήσεων, την αναγνωρισιμότητα και την εμπειρογνωμοσύνη στο μάρκετινγκ.
Υποστήριξη βιώσιμων αναπτύξεων
Η υποστήριξη των εν δυνάμει βιώσιμων αναπτύξεων θα πρέπει να περιλαμβάνει: α) Την επιμήκυνση του δανείου, από τα 5-10 χρόνια που είναι τώρα σε 15-20 χρόνια που είναι σε άλλες χώρες, β) τη μείωση του δανειστικού επιτοκίου από 7-9% στο 5% κατ’ αναλογία με τη μείωση του καταθετικού επιτοκίου κατά 2-3%, και γ) την αναδιάρθρωση της αποπληρωμής των δανείων και διασύνδεσης τους με τις πωλήσεις.
Βεβαίως και οι τρεις αυτές διευκολύνσεις έχουν κόστος για τη τράπεζα, αφού βραχυπρόθεσμα θα μειώσουν τα έσοδα και θα πρέπει να αντισταθμιστούν με πληρωμή τουλάχιστον των μηνιαίων τόκων και εκποίηση περισσοτέρων ακινήτων για κάλυψη της μείωσης. Αυτά θα συμφωνηθούν μεταξύ της τράπεζας και του επιχειρηματία συνεργούντος και του κράτους, που έχει άμεσο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη από την οποία αναμένει δημιουργία θέσεων εργασίας και φορολογικά έσοδα. Σημειωτέον ότι μεσοπρόθεσμα τα έσοδα τόσον της τράπεζας, όσο και του κράτους θα πολλαπλασιαστούν όταν οι αναπτύξεις ολοκληρωθούν και αρχίσουν να αποδίδουν έσοδα από πωλήσεις και γενικότερα από την υποχώρηση της ύφεσης.
Συνέργεια και όχι διχοτόμηση
Είναι μόνο με την αναγνώριση του κοινού συμφέροντος όλων των εμπλεκομένων, τράπεζας, επιχειρηματιών και κράτους και την αξιοποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού και των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, καθώς και την κινητοποίηση της εμπειρίας και εμπειρογνωμοσύνης, των διεθνών διασυνδέσεων και δικτύων κυρίως των επιχειρηματιών, που θα καταφέρουμε να διασώσουμε την Τράπεζα Κύπρου, να ανακτήσουμε τη χαμένη αξιοπιστία μας και να επανεκκινήσουμε την οικονομία μας.
Προς αυτή τη κατεύθυνση θα πρέπει να αποφευχθεί οιαδήποτε διχοτόμηση της τράπεζας που παραπέμπει σε καλή και κακή τράπεζα και περαιτέρω απώλειας της αξιοπιστίας μας που θα επιδεινώσει την περιρρέουσα αρνητική ψυχολογία. Ας αποτιμήσουμε σωστά όλα τα στοιχεία του ενεργητικού όχι μόνο της τράπεζας αλλά και ολόκληρης της οικονομίας και τις μεταξύ τους συνέργειες και ας τα αξιοποιήσουμε σωστά σε πνεύμα συναίνεσης και προσφοράς για τη σωτηρία του τόπου, έστω και τη δωδεκάτη. Από τη μεριά του το κράτος θα πρέπει να αναλάβει άμεσα δυναμική εκστρατεία διαρκείας στο εξωτερικό να πείσουμε ότι είμαστε αξιόπιστοι και ότι, ναι μεν έγιναν λάθη, αλλά έχουν διορθωθεί, και μπορούν ξανά οι καταθέτες και οι επενδυτές να μας εμπιστευτούν με τα λεφτά τους και ότι υπάρχουν αξιόλογες ευκαιρίες για κοινοπραξίες και επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Η διάσωσης της τράπεζας και η επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτούν όχι μία αλλά πολλές συντονισμένες και αλληλοϋποστηριζόμενες δράσεις που να είναι μέρος ενός οράματος για τη Κύπρο που θέλουμε.