Αύξησαν κερδοφορία με αναδιάρθρωση των δανείων μας
12:57 - 21 Μαΐου 2013
Ένας πελάτης που χρωστά σε μία τράπεζα και αντιμετωπίζει δυσκολίες στην αποπληρωμή ενός δανείου (και έχει καθυστερημένες δόσεις πέραν των 3 μηνών - 90 μέρες) τότε ζητά/ ζητούσε από την τράπεζα (για να είμαστε ακριβής, συνήθως η τράπεζα το ζητά) να ρυθμίσει τις δανειακές υποχρεώσεις του είτε μέσω αναδιάρθρωσης ή επιμήκυνσης του δανείου.
Σε περίπτωση ρύθμισης του δανείου, η τράπεζα έχει 2 κύριες επιλογές:
Επιλογή Α:
Να μην αναδιαρθρώσει το δάνειο του συγκεκριμένου πελάτη αφού πιστεύει ότι μελλοντικά θα αδυνατεί να αποπληρώσει τις δανειακές του συμβάσεις. Η τράπεζα μεταφέρει τους λογαριασμούς του πελάτη στην Υπηρεσία Ανάκτησης Χρεών (‘recoveries’) όπου άμεσα θα ξεκινήσει νομική διαδικασία. Έτσι όλο και περισσότερα προβληματικά (ενυπόθηκα ή μη) δάνεια μαζεύονται στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών μεγαλώνοντας το πρόβλημα των επισφαλειών και επομένως των κεφαλαιακών αναγκών.
ή
Επιλογή Β:
Να αναδιαρθρώσει (ή να επιμηκύνει) τα δάνεια των υπερδανεισμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων τα οποία βαρύνονται από τα υφιστάμενα ψηλά επιτόκια, για να μπορούν να αποπληρώσουν το δάνειο τους όπως προβλέπει η συμφωνία δανείου που έχουν υπογράψει με την τράπεζα. Τέτοιες ρυθμίσεις γίνονταν/ γίνονται σε αρκετούς πελάτες και επί το πλείστον αυτή είναι η πολιτική που ακλουθούσαν οι Τράπεζες (υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί από την Κεντρική Τράπεζα στο πόσες φόρες μπορεί να "ρυθμιστεί" ένα δάνειο και υπό ποιές συγκεκριμένες προϋποθέσεις).
Η αλλαγή των όρων του δανείου μπορεί να περιλαμβάνει την επιμήκυνση της διάρκειας εξόφλησης όπου αυξάνεται ο αριθμός των δόσεων, και μειώνεται αντίστοιχα το ποσό της δόσης. Εδώ ο δανειολήπτης ελαφρύνεται ως προς τη μηνιαία καταβολή αν και συνολικά θα πληρώσει περισσότερα, λόγω του συνυπολογισμού των τόκων. Επίσης μια ρύθμιση ενός δανείου μπορεί να περιλαμβάνει και παροχή περιόδου χάριτος με πληρωμή μόνο των τόκων. Στην ρύθμιση αυτή, η τράπεζα αναγνωρίζει την αδυναμία και δίνει στον πελάτη την ευκαιρία να πληρώνει μόνο τους τόκους για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (συνήθως για έξι μήνες, ή και ένα χρόνο).
Σε αρκετές περιπτώσεις οι τράπεζες ρύθμιζαν το δάνειο ενός πελάτη αν πίστευαν (μελετούσαν;) ότι ο συγκεκριμένος πελάτης μπορεί να το αποπληρώσει το δάνειο του μελλοντικά (υπάρχουν και αρκετοί άλλοι λόγοι, π.χ. αν το δάνειο ήταν επισφαλής, κτλ) - αλλά συνοδεύονταν με ένα τίμημα: Την αύξηση του επιτοκίου (‘re-pricing’), η οποία αύξηση πολλές φορές ήταν της τάξης του 2-4% (εξαρτάται φυσικά από το ύψος και την βάση του υφιστάμενου επιτοκίου). Ως αποτέλεσμα, ο πελάτης, ο οποίος ήδη αδυνατούσε να πληρώσει την δόση του με το ήδη ψήλο επιτόκιο, τώρα λόγο της αναδιάρθρωση/επιμήκυνσης του δανείου θα πληρώνει φαινομενικά μικρότερη δόση αλλά το ολικό ποσό που θα (αν) αποπληρώσει θα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Αυτή η πολιτική έπληττε τον Κύπριο δανειζόμενο και τις επιχειρήσεις για χρόνια ως αποτέλεσμα αρκετές επιχειρήσεις (αλλά και ιδιώτες) να δουλεύουν σκληρά για να πληρώνουν τους ‘τοκογλυφικούς’ τόκους (τους υψηλότερους της Ευρώπης) που σε ορισμένα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια φτάνουν το 10%. Έτσι οι τράπεζες έδειχναν φαινομενικά ένα ‘καλό και ποιοτικό’ δανειακό χαρτοφυλάκιο (όπως και αποδείχτηκε αρκετές Κυπριακές Τράπεζες ήταν σημαντικότατα ‘under-provided’) και με το ‘τεχνητό’ re-pricing που έκαναν/κάνουν εμφανίζονταν και πιο επικερδής.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι όταν μια τράπεζα κάνει τέτοιες ρυθμίσεις στα δάνεια, αυτά (αργά ή γρήγορα και ειδικότερα τώρα με την επιδείνωση της οικονομίας) θα αρχίσουν να θεωρούνται πάλι ‘προβληματικά’. Και όταν τα δάνεια (οποιαδήποτε κατηγορίας) θεωρούνται επανειλημμένως προβληματικά υπάρχει υποχρέωση η τράπεζα να κάνει σημαντικές προβλέψεις - αυτές οι προβλέψεις κτυπούν τα κεφάλαια και αμέσως δημιουργούνται ανάγκες στήριξης των τραπεζών. Είναι από εδώ που ξεκινά το γενεσιουργικό στοιχείο του προβλήματος του τραπεζικού μας τομέα.
Αυτή η πολιτική έπληττε και πληγεί την πραγματική οικονομία και πρέπει σήμερα να αλλάζει ριζικά. Τα νέα διοικητικά συμβούλια, οι τραπεζίτες, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αλλά και οι αρμόδιοι φορείς πρέπει όλοι μαζί να συμβάλουν στην αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος τόσο θεσμικά όσο και στρατηγικά εάν θέλουμε να έχουμε επιχειρήσεις με προοπτική. Τα καταθετικά επιτόκια πρέπει να αποκλιμακωθούν (αλλά σταδιακά και όχι με ‘πέναλτι’ στις τράπεζες όταν τα ιδρύματα διατηρούν μειωμένα αλλά ‘ψηλά’ επιτόκια) και τα υφιστάμενα δανειοδοτικά πρέπει να μειωθούν αναλογικά (αν όχι και περισσότερο). Οι επιχειρήσεις πρέπει να ανανεωθούν με νέο (αλλά πιο σημαντικά φθηνό) χρήμα για να μπορέσει η οικονομία να επανεκκίνηση. Η κυβέρνηση πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτεί το πώς θα πράξει με το υπέρογκο χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και να θέσει (κάτω υπό προϋποθέσεις) ‘κούρεμα ιδιωτικού χρέους’ (αναλαμβάνοντας τις συνέπειες που θα μπορούσε αυτό να έχει στο τραπεζικό σύστημα).
Το μέλλον είναι στα χέρια μας…