Το στοίχημα: Spreads +Credit Default Swaps (CDS)
11:16 - 22 Απριλίου 2013
Η ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης του κράτους ικανοποιείται με διάφορους τρόπους, εκ των οποίων ο δημοφιλέστερος είναι η έκδοσης ομολόγων κατά την οποία ο εκδότης (κράτος) δανείζεται μέσω κεφαλαιαγορών και ο ομολογιούχος αγοράζοντας το ομόλογο αποσκοπεί σε κέρδος από την είσπραξη του σχετικού τόκου (εάν υπάρχει), γνωστού ως κουπόνι και το κράτος θα καταβάλει στο δανειστή το αρχικό του κεφάλαιο συν τις αποδόσεις που έχει δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια.
Η τιμή του ομολόγου ορίζεται με βάση το εκατό (100), το οποίο αντιστοιχεί στην ονομαστική του αξία. Σε περίπτωση όμως που η τιμή του ομολόγου είναι μεγαλύτερη (υπέρ) από την ονομαστική του αξία, δηλαδή υπέρ το άρτιο (100), το ομόλογο διαπραγματεύεται με ανατίμηση (premium). Σε περίπτωση δε που η τιμή του ομολόγου είναι χαμηλότερη (υπό) από την ονομαστική του αξία, δηλαδή υπό το άρτιο (100), το ομόλογο διαπραγματεύεται με έκπτωση (discount).
Παρομοίως των ιδιωτικών δανειοληπτών οι δανειστές χρησιμοποιούν τα κριτήρια της πιστοληπτικής ικανότητας για να καταλήξουν στους τελικούς όρους δανεισμού. Όσο αφορά τα κράτη, η πιστοληπτική τους ικανότητα κρίνεται από τους οίκους αξιολόγησης.
Η παγκόσμια αγορά ‘κυβερνάται’ επί το πλείστον από τρεις οίκους αξιολόγησης με συνολικό μερίδιο αγοράς κάπου στο 90% οι οποίοι ανεβοκατεβάζουν κατά το δοκούν την πιστοληπτική ικανότητα των χωρών και οδηγούν σε ελεύθερη πτώση τις αγορές. Ονομαστικά, πρόκειται για τους γνωστούς οίκους, Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch οι οποίοι έχουν εδώ και δεκάδες χρόνια καθιερωθεί ως οι πλέον αξιόπιστοι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ασχέτως του γεγονότος πως ο κάθε οίκος έχει αναπτύξει δικό του σύστημα διαβάθμισης και τα κριτήρια αξιολόγησης είναι πρακτικώς, πολιτικά καθοδηγούμενα.
Βάσει των αξιολογήσεων αυτών, το επιτοκιακό περιθώριο, την μονάδα μέτρησης δηλαδή, που εκφράζει τη ‘διασπορά’ δύο τιμών, γνωστό ως σπρέντ ( spread), αξιολογείται η διαφορά των τιμών των επιτοκίων δανεισμού μεταξύ δύο χωρών, της χώρας υπό κρίση και μιας οικονομίας η οποία είναι δυνατή και σταθερή όπως για παράδειγμα, της Γερμανίας. Ήτοι η διαφορά της απόδοσης που προσφέρεται στους επενδυτές
Πρακτικά, , όταν το επιτόκιο δανεισμού της Κύπρου, λόγου χάριν, είναι 9%, ενώ της Γερμανίας είναι 3%, η διαφορά των δύο είναι 6%, συνεπώς το κυπριακό σπρεντ κυμαίνεται στις 600 μονάδες βάσης. Βάσει τούτου, οι επενδυτές μπορούν να επιλέξουν την χαμηλή απόδοση των γερμανικών ομολόγων που στη συγκεκριμένη θα είναι περίπου στο 3% αλλά ταυτόχρονα το ρίσκο θα είναι πολύ χαμηλό ή μπορούν να επενδύσουν στα Κυπριακά ομόλογα με περισσότερη απόδοση αλλά με τεράστιο ρίσκο. Το κόστος δανεισμού της χώρας εκτοξεύεται με αποτέλεσμα ο δανεισμός για αυτήν να γίνεται εξαιρετικά δύσκολος και ταυτοχρόνως με την αύξηση του σπρέντ αυξάνεται το χρέος της χώρας αφού, επιβάλλονται περισσότεροι τόκοι στα υφιστάμενα δάνεια.
Για παράδειγμα στην Ελλάδα μέχρι το 2008 το σπρεντ ήταν κάπου στις 100 μονάδες βάσης, και το 2011 το σπρεντ εκτοξεύτηκε στις 2000 μονάδες βάσης.
Οι ομολογιούχοι φυσιολογικά πουλούν τα ομόλογα για να μην χάσουν τα χρήματά τους φοβούμενοι πιθανή αδυναμία αποπληρωμής χρεών της χώρας με αποτέλεσμα τα σπρέντς να ανοίγουν ακόμα περισσότερο λόγω της αβεβαιότητος.
Ο δανειστής, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι δεν θα χάσει τα λεφτά του, αγοράζει ένα συμβόλαιο ασφαλιστήριο δανειστικού κινδύνου ή σύμβαση ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης - credit default swaps (CDS) ( το swap σημαίνει αντάλλαγμα και χρησιμοποιείτε έναντι του ‘ασφάλιστρου’ για να είναι σε αρμονία με τη σχετική Αμερικανική νομοθεσία περί χρηματοοικονομικών προϊόντων) - το οποίο στην πραγματικότητα αποτελεί ασφάλιστρο έναντι ομολόγων κρατών ή επιχειρήσεων, το οποίο οι επενδυτές αγοράζουν για να καλυφθούν από τον κίνδυνο χρεοκοπίας του κράτους ή της επιχείρησης. Το κόστος του ασφαλιστηρίου επιβαρύνει αυτόν που δανείστηκε τα χρήματα.
Στο σενάριο που ο δανειστής πληρώνει ασφάλιστρα κινδύνου ίσα με 1.000 μονάδες βάσης (10% του κεφαλαίου), δηλαδή την ονομαστική του τιμή στις διεθνείς χρηματαγορές την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, θα τα χρεώσει στον οφειλέτη , πλέον το επιτόκιο που του έχει επιβάλει ως κόστος δανεισμού, με αυτό να εκτοξεύεται ακόμα και στην περίπτωση επιτοκίου που πληρώνει μια ισχυρή οικονομία σαν της Γερμανίας, δηλαδή 3-4%, θα προστεθεί σε αυτό το 10% για τα ασφάλιστρα που πληρώνει ο δανειστής και θα γίνει 13-14%.
Τα συμβόλαια CDS αγοράζονται από επενδυτές κάτοχους ομολόγων αλλά και, καταστροφικά, από επενδυτές που ουδεμία σχέση έχουν με αγορά τέτοιων ομολόγων. Δηλαδή, τα λεγόμενα ‘γυμνά’ (naked). Πρακτικά, ο αγοραστής του γυμνού CDS ασφαλίζεται για κάποια ζημιά που ενδέχεται να υποστεί κάποιος άλλος και αν η ζημιά πραγματοποιηθεί, τότε κερδίζει. Σε περίπτωση που κάποιος αγοράζει CDS, λόγου χάριν, για ασφάλεια σε περίπτωση χρεωκοπίας της Κύπρου, τότε τα σενάρια περί χρεωκοπίας της χώρας συμφέρει να συντηρούνται και να ενισχύονται αφού ανεβάζουν την αξία του ασφαλίστρου με προοπτική κερδοφόρας πώλησης.
Οι επιπτώσεις στην αγορά από την χρήση των ‘ασφαλίστρων’ έγιναν ιδιαίτερα αισθητές μετά την πτώση των τιμών των ακινήτων στην Αμερική όταν μεγάλες χρηματοοικονομικές εταιρίες που αγόρασαν CDS από τον μεγαλύτερο τότε πωλητή, την AIG, δεν μπορούσαν αν αποζημιωθούν αφού η AIG πτώχευε, με αποτέλεσμα η Αμερικανική κυβέρνηση να αναγκαστεί να την στηρίξει και να πληρώσει αυτή τα χρέη των κακών χειρισμών.
Οι επενδυτές λοιπόν στην περίπτωση της Ελλάδος την εποχή της μαζικής πώλησης των CDS, στόχευαν στην πτώχευση της χώρας. Εκδότης του CDS ‘έπαιζε’ τη μη χρεοκοπία της Ελλάδας, και ο αγοραστής του CDS ‘έπαιζε’ την Ελλάδα χρεοκοπία.
Στοίχημα δηλαδή.