Περί αναδιάρθρωσης των Τοπικών Αρχών ο λόγος
11:01 - 18 Δεκεμβρίου 2013
Στα πλαίσια των συζητήσεων και των σχετικών προνοιών του μνημονίου, έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Μάλιστα το έναυσμα για τις περισσότερες από τις συζητήσεις, έδωσαν οι συγκεκριμένες κριτικές αναφορές του Υπουργού Εσωτερικών για τους Τοπικούς Άρχοντες και η διασπορά στα ΜΜΕ (δεν γνωρίζουμε από πού ξεκίνησε η είδηση), των πληροφοριών ότι η Τρόικα προκρίνει τη δημιουργία από 6 - 10 μεγαλύτερων Δήμων, αντί των 30 που έχουμε σήμερα.
Και τα δύο πιο πάνω συμβάντα, δεν έχουν όμως ουσιαστική σημασία για το πραγματικό ζητούμενο που δεν μπορεί παρά να είναι μια πιο ποιοτική και εξορθολογισμένη Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το τι πιστεύει ο αρμόδιος Υπουργός για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι θέμα άποψης δικής του, την οποία έχει διαμορφώσει μέσα από δικές του εμπειρίες. Tο σίγουρο όμως είναι ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι μια σειρά από μικρογραφίες της Κυπριακής πραγματικότητας του ευρύτερου Δημοσίου Τομέα. Μάλιστα ο Υπουργός θα ήταν πιο πειστικός στις αναφορές του αν έλεγε ότι οι Τοπικοί Άρχοντες δρουν όσο καλά ή όσο κακά δρα και η υπόλοιπη δημόσια υπηρεσία, αφού λειτουργούν υπό το ίδιο θεσμικό πλαίσιο και έχουν παρόμοιες παθογένειες.
Σε ότι δε αφορά τον αριθμό των Δήμων, το ζήτημα είναι πλασματικό γιατί και ο αριθμός 30 είναι πλασματικός. Πριν από μερικούς μήνες είχαμε 24 Δήμους. Μεταξύ των 24 αυτών Δήμων υπάρχουν και Δήμοι με πολύ λιγότερους κατοίκους από κάποιες κοινότητες, που και σήμερα παραμένουν Κοινότητες απλά γιατί δεν ζήτησαν να γίνουν Δήμοι. Αν μάλιστα ακολουθούσαμε την πρακτική άλλων χωρών, όπου όλες οι ανεξάρτητες Τοπικές Αρχές λέγονται Δήμοι (αντί άλλοι Δήμοι και άλλες Κοινότητες), θα είχαμε περίπου 350 Δήμους! Άρα το θέμα δεν είναι ο αριθμός αλλά ο τρόπος λειτουργίας.
Το κύριο θέμα ουσίας που έπρεπε να είναι υπό συζήτηση σήμερα, είναι το πόσες και ποιου μεγέθους πληθυσμιακές οντότητες έχουμε που θα μπορούσαν να αυτοδιοικηθούν σωστά, παρά το τι ταμπέλα έχει σήμερα που μιλούμε, η Α, ή η Β πληθυσμιακή οντότητα.
Δεν υπάρχει φυσικά καμία αμφιβολία πως η λειτουργία των Τοπικών Αρχών χρήζει βελτίωσης. Όπως χρήζει βελτίωσης όμως και το υπόλοιπο κράτος. Άρα ούτε η απορρόφηση Τοπικών Αρχών από άλλες Τοπικές Αρχές, ή ακόμη και από το ίδιο το κεντρικό κράτος, θα λύσει το πρόβλημα. Δεν φτιάχνεις ένα υγιή οργανισμό με το να σμίξεις δύο ή και περισσότερους ασθενείς οργανισμούς. Σημασία έχει να θεραπεύσεις τις παθογένειες ώστε να έχεις μια πλέον υγιή κατάσταση, είτε θα μεγαλώσουν, είτε θα μικρύνουν στη συνέχεια οι Τοπικές Αρχές.
Εκείνο που πάσχει στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι το επίπεδο λήψης της διοικητικής απόφασης. Αντίθετα μάλιστα, η λήψη της διοικητικής απόφασης όσο το δυνατόν πιο κοντά στον πολίτη είναι υγεία και δημοκρατία. Άρα η ύπαρξη μικρών πληθυσμιακά Τοπικών Αρχών, ενισχύει και εμπεδώνει τη Δημοκρατία.
Το πρόβλημα της κακής διαχείρισης δημιουργείται κυρίως από την παροχή υπηρεσιών από αυτές τις μικρές Τοπικές Αρχές, λόγω:
α. Της μικρής κλίμακας.
β. Του θεσμικού πλαισίου.
Όταν η ύπαρξη ανεξάρτητης Τοπικής Αρχής μεταφράζεται λανθασμένα σε ανάγκη δημιουργίας αυτόνομων υπηρεσιών και μάλιστα υπό το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει κλίμακες μισθοδοσίας ανάλογες του κράτους και ανάλογα με τον τίτλο της κάθε θέσης, τότε δημιουργούνται διάφορα οξύμωρα. Είναι λοιπόν πολύ συνηθισμένο να βρίσκει κάποιος Τμήματα με υψηλά αμειβόμενους προϊστάμενους (καταρτισμένους ή μη), που διοικούν 1, 2, 3 άτομα σε κάθε Τμήμα. Μα, εάν ένας Διευθυντής μέσου επιπέδου διεύθυνσης μπορεί για παράδειγμα να προΐσταται 20 ή 30 ατόμων, πόση σπατάλη γίνεται όταν προΐσταται μόνο σε 2-3 άτομα; Και αυτό ισχύει σε όλες τις βαθμίδες της Διεύθυνσης.
Από εκεί και πέρα, όλες οι παθογένειες της χαμηλής παραγωγικότητας, της ισοπεδωτικής αξιολόγησης με τους άπειρους «άριστους», της έλλειψης ανάληψης ευθύνης, των πολλών αδειών ασθενείας, των στρεβλώσεων με τα περιοριστικά σχέδια υπηρεσίας κ.λπ., που έχει το ίδιο το κράτος, τα έχει κληρονομήσει και σε αυτούς τους οργανισμούς. Στον μικρόκοσμο μάλιστα μιας τοπικής κοινωνίας, αυτά σίγουρα μεγεθύνονται.
Άρα αν θέλουμε να διορθώσουμε την κατάσταση πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να διορθώσουμε τα μεγέθη των υπηρεσιών ώστε να έχουμε την αναγκαία μάζα (critical mass), αλλά και να τους επιτρέψουμε να λειτουργήσουν σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας. Χρειάζεται δηλαδή συνένωση (συμπλεγματοποίηση όπως έγινε πια της μόδας να αποκαλείται), υπηρεσιών, αλλά και αλλαγή του τρόπου λειτουργίας τους.
Για να μην εξαχθεί όμως αυτόματα το συμπέρασμα ότι όποιος μιλά για νέο θεσμικό πλαίσιο εννοεί και εκ προοιμίου πλήρη ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών, θεωρώ ότι η πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι το πώς να αναπτύξουμε ένα πιο έξυπνο «κράτος». Και για να γίνει πιο έξυπνο ένα κράτος ή ένας κρατικού τύπου φορέας, θα πρέπει να αποβάλει εκείνα τα δομικά χαρακτηριστικά που του δημιουργούν τις παθογένειες και να εισαγάγει πιο σύγχρονες μεθόδους διεύθυνσης. Θα πρέπει να τερματιστεί η ισοπεδωτική αξιολόγηση, να υπάρξει καθορισμός ευθύνης και καθορισμός στόχων, ανάληψη ευθύνης για το αποτέλεσμα (accountability) και να εγκαταλειφθεί η απόλυτη εργασιακή μονιμότητα. Δεν μπορεί ένας λειτουργός ή ένας εργάτης να διατηρεί μιας μορφής «tenure» όπως έχουν οι ανώτεροι ακαδημαϊκοί για σκοπούς ελευθερίας της άποψης τους. Δεν γίνεται για ένα εργαζόμενο, να τελειώνει η έγνοια του για εργοδότηση αλλά και για την ίδια τη δουλειά του, μόλις πετύχει (να πιάσει το μέσον του πολλές φορές), να μπει σε μια Δημόσια Υπηρεσία. Θα πρέπει να φροντίσει να παράγει και να σέβεται τον εργοδότη του, όπως απαιτεί και ο εργοδότης του να σέβεται πλήρως τα εργασιακά του δικαιώματα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν για την εργοδότηση του επενδύονται χρήματα του δημοσίου και όχι ιδιωτικά χρήματα.
Εκτιμώ ότι η απαραίτητη μετάβαση στη νέα εποχή μπορεί να γίνει πολύ πιο αποτελεσματικά και με πολύ μικρότερη αναστάτωση στα εργασιακά θέματα, αν οι συμπλεγματοποιήσεις υπηρεσιών γίνουν με αποσχίσεις κλάδων και ένταξη τους σε νέα σχήματα υπό τη μορφή συνεργασίας δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (public - private - partnerships, ή PPP όπως λέγονται). Ήδη, το θεσμικό πλαίσιο για την λειτουργία των PPPs αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση του κράτους και πρέπει να είναι έτοιμο σύντομα, άρα θα υπάρχει και η απαιτούμενη νομική βάση για τέτοιες διευθετήσεις.
Το κυριότερο που επιτυγχάνεται με αυτές τις διευθετήσεις είναι η αξιοποίηση των «καλών» παγίων που έχουν σήμερα στη διάθεση τους οι Τοπικές Αρχές και του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού από το υφιστάμενο εργατικό τους δυναμικό. Με τη μετοχική συμμετοχή τους στο σχήμα, οι δημόσιοι φορείς θα καθορίζουν και το επίπεδο των εργασιακών δικαιωμάτων και ωφελημάτων που θα διατηρήσει το προσωπικό. Παράλληλα, εκχωρείται η διεύθυνση στους ιδιωτικούς φορείς που θα συμμετέχουν στο σχήμα, οι οποίοι μπορούν να εισαγάγουν μοντέρνες μεθόδους διοίκησης. Την ίδια ώρα, οι Δημόσιοι Φορείς παραμένουν οι ρυθμιστές και οι θεματοφύλακες του επιπέδου των υπηρεσιών που θα παρέχουν τα νέα σχήματα που θα προκύψουν. Το ζητούμενο είναι πάντα να συνδυάζονται τα καλά των δύο τομέων (ιδιωτικού και δημοσίου), ώστε να παρέχονται υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στο κοινό, διατηρώντας όμως και λογικό κόστος παροχής τους.
Το ερώτημα όμως είναι, μπορούμε πλέον σε αυτό το κράτος να διορθώσουμε κάτι έγκαιρα, με επιμέλεια και με νούσιμο τρόπο; Δυστυχώς πολύ το αμφιβάλλω.