Ποιοι είναι οι λόγοι για τη σημερινή κατάσταση των τραπεζών;

Σε αυτό το σύντομο άρθρο, ο σκοπός μου είναι να επιδείξω τα προβλήματα του τραπεζικού μας τομέα, καθώς και τους λόγους που, κατά την άποψη μου, μας έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο τραπεζικός τομέας της οικονομίας μας βρίσκεται αντιμέτωπος με σημαντικές προκλήσεις. Οι δύο μεγαλύτερες Κυπριακές τράπεζες επιδιώκουν κρατική ενίσχυση για να επιτευχθεί η επιθυμητή αναλογία κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων  (Core Tier 1 ratio), που έχει καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ). Τα κυριότερα προβλήματα άρχισαν στα τέλη του περασμένου έτους με τον περίφημο όρο PSI (ακρωνύμιο του Private Sector Involvement, δηλαδή τη Συμμετοχή του Ιδιωτικού Τομέα) που χρησιμοποιήθηκε στην αναδιάρθρωση του Ελληνικού κρατικού χρέους, και που είχε ως επακόλουθο την απώλεια €4 δισ. περίπου από τον τραπεζικό τομέα και την οικονομία μας μέσα σε μια νύχτα.

Επιπλέον, λόγω της τεράστιας έκθεσης των τραπεζών στην ελληνική οικονομία, που εκτιμάται σε περίπου €25 δισεκατομμύρια, καθώς και στον τομέα των ακινήτων εδώ στην Κύπρο, σημειώθηκε σημαντική άνοδος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους μετά τη ραγδαία επιδείνωση της οικονομίες και των δύο χωρών. Κάποιος θα μπορούσε επίσης να υποστηρίξει ότι η επέκταση σε ξένες αγορές, κυρίως στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη, αν και κερδοφόρα στα χρόνια της οικονομικής άνθησης, αποδείχθηκε επικίνδυνη και με υψηλό κόστος για αυτές κατά τα τελευταία χρόνια της ύφεσης.

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, οι τράπεζες μας υποβαθμίζονταν συνεχώς από τους οίκους αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, και αυτό σήμαινε αυτόματα την απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών και την αύξηση του κόστους δανεισμού. Θέλω, όμως, να επισημάνω εδώ ότι οι λόγοι που οδήγησαν στις υποβαθμίσεις των τραπεζών ή των κρατών (όπως εκφράζονται στις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης), δεν οφείλονται μόνο στην τραπεζική κρίση, αλλά και στα δημοσιονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνησή μας καθώς και στα  διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία μας και τα οποία επιβάλλεται να επιλυθούν.

Γιατί, όμως, ο τραπεζικός τομέας κατέληξε σε αυτή την μη ευχάριστη κατάσταση; Ποιοι είναι οι λόγοι πίσω από αυτή την εξέλιξη; Ένας παράγοντας είναι σίγουρα η σχετικά «χαλαρή» ρυθμιστική εποπτεία που επέτρεψε σε μεμονωμένες τράπεζες, αλλά και στον τραπεζικό τομέα  στο σύνολό του να αυξηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να ξεπεράσει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας και να είναι περίπου οκτώ φορές μεγαλύτερος από το μέγεθος του ΑΕΠ, αναλαμβάνοντας υπερβολικά ρίσκα χωρίς σωστή διασπορά των χαρτοφυλακίων τους. Δυστυχώς, και όπως πολύ σωστά έχει λεχθεί στο πρόσφατο παρελθόν, έχουμε δημιουργήσει οργανισμούς που είναι «πολύ μεγάλοι για να αφεθούν να αποτύχουν», αλλά και «πολύ μεγάλοι για να μπορούμε να τους σώσουμε!». Κατά την γνώμη μου, είναι ειρωνεία που ο κόσμος εξακολούθησε να επαινεί τις ρυθμιστικές αρχές που προστάτευσαν τον τραπεζικό τομέα από τα τοξικά προϊόντα (στοιχεία ενεργητικού/ενυπόθηκους τίτλους, διασφαλισμένες δανειακές υποχρεώσεις (CDO) και συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS)) στο απόγειο της παγκόσμιας τραπεζικής κρίσης του 2007-2009, προϊόντα που οδήγησαν στην κατάρρευση τραπεζικών και ασφαλιστικών κολοσσών σε όλο τον κόσμο, όπως της Lehman Brothers, της AIG και της Bear Sterns. Στη συνέχεια, με την πάροδο μερικών χρόνων, διαπιστώνουμε ότι και οι πιο απλές μορφές χρεογράφων, τα «δήθεν» λιγότερο επικίνδυνα  κρατικά ομόλογα, έμελλε να αποδειχθούν τόσο μοιραία που κυριολεκτικά γονάτισαν τον τραπεζικό μας τομέα.

Ένας άλλος βασικός λόγος για την κρίση είναι σίγουρα οι υπερβολικοί κίνδυνοι που οι τράπεζες έχουν αναλάβει, είτε με τη μορφή φθηνών πιστώσεων που είχαν δοθεί σε επιχειρηματίες ανάπτυξης ακινήτων, χωρίς σωστή αξιολόγηση των κινδύνων που εμπεριείχαν ή η υπερβολική έκθεση στην ελληνική οικονομία και το ελληνικό δημόσιο χρέος, χωρίς την ορθή διασπορά του χαρτοφυλακίου των επενδύσεων τους. Η αγορά τίτλων που περιέχουν μεγάλα ρίσκα (ακόμη και από τη δευτερογενή αγορά) είναι αποδεκτή, νοουμένου ότι ο οργανισμός αξιολόγησε σωστά τον κίνδυνο και προέβη στην λήψη των αναγκαίων μέτρων για εξουδετέρωση της έκθεσης (η χρήση συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνων μη πληρωμής αποτελούσε σίγουρα ένα τρόπο). Εδώ, φυσικά, βρίσκεται και το κλασικό παράδειγμα της ηθικής πτυχής του κινδύνου, δηλαδή εκτελεστικά στελέχη των τραπεζών να προβαίνουν σε επισφαλείς επενδύσεις γνωρίζοντας ότι σε περίπτωση αρνητικής έκβασης το βάρος της ευθύνης δεν θα πέσει στους δικούς τους ώμους. Προφανώς, σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, θα είναι αυτοί που θα καρπωθούν τα οφέλη με μεγάλα μπόνους.

Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει επίσης ότι η απουσία των κατάλληλων και αποτελεσματικών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης ήταν επίσης ένας πρωταρχικός παράγοντας για την κρίση. Οι καλές πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης μπορεί να δημιουργήσουν αξία για τους μετόχους μέσω της διαφανούς δημοσιοποίησης των δραστηριοτήτων του οργανισμού προς τους μετόχους της, καθιστώντας διοικητικά στελέχη υπόλογα, καθώς και με τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ του Διοικητικού Συμβουλίου και των μετόχων. Υπάρχουν εσωτερικοί και εξωτερικοί μηχανισμοί τους οποίους οι οργανισμοί μπορούν να αξιοποιήσουν για την επίτευξη των στόχων αυτών. Οι εσωτερικοί μηχανισμοί μπορεί να περιλαμβάνουν τη δημιουργία ανεξάρτητου Διοικητικού Συμβουλίου με μη εκτελεστικά διευθυντικά στελέχη και τη δημιουργία εξειδικευμένων επιτροπών (λογιστικού ελέγχου, ρίσκων/κινδύνων και αποζημίωσης). Οι εξωτερικοί μηχανισμοί μπορεί να περιλαμβάνουν νομικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους διευθυντές, παραθέτοντας τους κανόνες των ανταλλαγών που πρέπει να τηρούνται, τίμια παρουσίαση των οικονομικών επιδόσεων και εξωτερικό έλεγχο των οικονομικών και άλλων καταστάσεων. Δυστυχώς η εταιρική διακυβέρνηση έχει αποτύχει στην συγκεκριμένη περίπτωση, και αυτό θα πρέπει να γίνει ένα σημαντικό και χρήσιμο μάθημα όχι μόνο για τις δύο κύριες τράπεζες, αλλά και για μια σειρά άλλων οργανισμών στην Κύπρο.

Τέλος, η παγκόσμια οικονομική κρίση που άρχισε από τις ΗΠΑ το 2007, και που τελικά επεκτάθηκε στην Ευρώπη με τη μορφή κρίσης δημόσιου χρέους, αποτελεί οπωσδήποτε μια γενεσιουργό αιτία πίσω από τα προβλήματα της χώρας μας. Το γεγονός αυτό φανερώνει τον αντίκτυπο της παγκοσμιοποίησης και πώς οι μεταδοτικές επιπτώσεις μπορούν να διαδώσουν τις οικονομικές κρίσεις από μια περιοχή ή χώρα σε άλλη.

Ο Δρ Γιώργος Θεοχαρίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στον τομέα των Χρηματοοικονομικών στο  Cyprus International Institute of Management (CIIM)  και Διευθυντής του Μεταπτυχιακού προγράμματος στα Χρηματοοικονομικά και Τραπεζικά (MSc in Finance & Banking).
 

Δειτε Επισης

Το sportswashing και η ειλικρινής επικοινωνία σχετικά με την ενσωμάτωση της αειφόρου ανάπτυξης στον αθλητισμό
Θωράκιση του τομέα του στοιχήματος με νέα νομοθετικά εργαλεία
Πρόκληση, αλλά και ευκαιρία για την Κύπρο ο ελάχιστος φόρος 15% για τις πολυεθνικές
Πώς η ψηφιακή τραπεζική μεταμορφώνει τον χρηματοοικονομικό τομέα της Κύπρου
Οι βασικές διαφορές μεταξύ των δεικτών αναφοράς τιμών φυσικού αερίου Henry Hub και TTF
Οι «πειρατές» του χαλλουμιού-Πώς η επιτυχία του αύξησε τον ανταγωνισμό στο εξωτερικό
Η γυναικεία μοναξιά στα Διοικητικά Συμβούλια
Ο Κανονισμός ψηφιακής επιχειρησιακής ανθεκτικότητας-Μια νέα εποχή για την οικονομική ασφάλεια
Σημαντικά τα οφέλη για την Κύπρο από τις επενδύσεις στην αεροπορική βιομηχανία
Να επενδύσω ή όχι σε podcast ads; Οι αριθμοί κάνουν θόρυβο…