PwC: Η προσοχή στην Οδηγία MiFID II
14:30 - 02 Νοεμβρίου 2012
Σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα της PwC, ποσοστό που υπερβαίνει το 50% των οργανισμών όλων των τομέων του κλάδου παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών μελετά την Οδηγία MiFID II, στο πλαίσιο των ευρύτερων αλλαγών στο ρυθμιστικό σκηνικό. Η έκθεση της PwC με τίτλο «Έχετε υπό έλεγχο τις απαιτήσεις της Οδηγίας MiFID II;» αποκαλύπτει επίσης ότι παρόλο που είναι ακόμη πολύ νωρίς για να προσδιορίσουν το κόστος των απαιτήσεων της Οδηγίας MiFID II, περισσότεροι από τους μισούς οργανισμούς έχουν συμπεριλάβει στον προϋπολογισμό τους πρόνοια και έχουν διεξάγει κάποια αρχική δραστηριότητα μέσα στο 2012.
Ο Γιώργος Λάμπρου, Συνέταιρος Συμβουλευτικών Υπηρεσιών στην PwC Κύπρου δήλωσε σχετικά:
«Παρά την παράταση που έχει δοθεί στις προθεσμίες για υλοποίηση της Οδηγίας MiFID II, η Οδηγία εξακολουθεί να αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της ευρύτερης ρυθμιστικής μεταρρύθμισης. Τα πορίσματα της έρευνάς μας διαπιστώνουν ότι αριθμός εταιριών έχει ήδη προχωρήσει σε σύσταση ομάδων εργασίας και προβαίνει σε ενημέρωση του προσωπικού για τα θέματα της Οδηγίας, σε διεξαγωγή αρχικών αξιολογήσεων των επιπτώσεων καθώς και σε ανάλυση των πιθανών σεναρίων σε σχέση με τις επιπτώσεις της Οδηγίας MiFID II στον οργανισμό. Οι οργανισμοί παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών καλούνται να δράσουν έγκαιρα ώστε να καθορίσουν τη μελλοντική στρατηγική τους και να αναπτύξουν συναφή συστήματα και διεργασίες για να προετοιμάσουν τις επιχειρήσεις τους για την Οδηγία MiFID II.»
Τα βασικά πορίσματα της έκθεσης είναι:
• Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αναμένουν και αντιλαμβάνονται ότι η Οδηγία MiFID II θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τα συστήματα και τα επιχειρηματικά τους μοντέλα.
• Οι συμμετέχοντες δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν με ακρίβεια το κόστος χειρισμού της Οδηγίας MiFID II, ωστόσο περισσότεροι από τους μισούς έχουν ήδη συμπεριλάβει στον προϋπολογισμό τους πρόνοια και έχουν διεξάγει κάποια αρχική δραστηριότητα μέσα στο 2012.
• Πολλοί οργανισμοί θα μελετήσουν το ενδεχόμενο διεξαγωγής μιας στρατηγικής ανάλυσης των επιπτώσεων πριν από το τέλος του 2012. Οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων φαίνεται κατά το χρόνο της έρευνας να έχουν δώσει λιγότερη σημασία στο ζήτημα αυτό σε σύγκριση με τους χρηματιστές, τις λιανικές και ιδιωτικές τράπεζες.
• Οι συμμετέχοντες στην έρευνα φαίνεται να πιστεύουν ότι η άσκηση πιέσεων είναι απίθανο να διαφοροποιήσει τις απόψεις των ρυθμιστών ή των πολιτικών σε σχέση με την Οδηγία MiFID II. Περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες δήλωσαν ότι δεν θα προέβαιναν, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, σε άσκηση πιέσεων.
• Οι χρηματιστές έχουν εμπλακεί πιο ενεργά σε άσκηση πιέσεων σε σύγκριση με τους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και τους οργανισμούς παροχής λιανικών υπηρεσιών.
• Δεδομένου ότι ο αντίκτυπος της Οδηγίας MiFID II θα είναι μεγαλύτερος για τους χρηματιστές, η πλειοψηφία κατανοεί σε σχετικά ικανοποιητικό βαθμό τις τεχνικές απαιτήσεις των προτάσεων της Οδηγίας MiFID II και περιλαμβάνει σχέδια υλοποίησης της στην ατζέντα της εταιρείας τους στο πλαίσιο της γενικότερης ρυθμιστικής μεταρρύθμισης.
• Μόνο το 56% των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσε ότι μελετά το προσχέδιο νομοθεσίας για την Οδηγία MiFID II στα πλαίσια του ευρύτερου σκηνικού των ρυθμιστικών αλλαγών.
Ο Γιώργος Λάμπρου, διαπιστώνει τα ακόλουθα:
«Η αναγνώριση της σημασίας της Οδηγίας MiFID II εντός του ευρύτερου σκηνικού της ρυθμιστικής μεταρρύθμισης θα βοηθήσει τους οργανισμούς να διαχειριστούν τα προγράμματα αλλαγής τους με ένα πιο αποτελεσματικό τρόπο, σε σύγκριση με εκείνους που προτίθενται να χειριστούν την Οδηγία MiFID II ξεχωριστά.
Η MiFID II δεν είναι απλά μια άσκηση συμμόρφωσης. Δεδομένης της έκτασης των εμπορικών και λειτουργικών επιπτώσεων, η επιτυχής υλοποίησή της θα απαιτήσει την έγκαιρη εμπλοκή των σχετικών μονάδων της επιχείρησης και βασικών λειτουργιών όπως είναι η τεχνολογία και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του οργανισμού.
Η λήψη άμεσων μέτρων για την υλοποίηση της Οδηγίας MiFID II, στα πλαίσια της ευρύτερης ρυθμιστικής μεταρρύθμισης, θα βοηθήσει τους οργανισμούς να αντιδράσουν έγκαιρα στις αλλαγές της αγοράς που θα προκύψουν, ούτως ώστε να αποφύγουν την απώλεια κερδοφορίας και την παράδοση ενός μεριδίου της αγοράς στους ανταγωνιστές.»