Ο αόριστος διαχωρισμός μεταξύ Κοινοδικαίου και Ηπειρωτικού Δικαίου

Είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε Κοινοδίκαιο και Ηπειρωτικό δίκαιο ικανοποιητικός για να αποσαφηνίσει τα πρότυπα και τις παραμέτρους που διέπουν διάφορα νομικά συστήματα, όσο και για το ποιος είναι πραγματικά ο ρόλος που αποσκοπούν τα εν λόγω συστήματα να επιτελέσουν στην κοινωνία γενικότερα.

Για παράδειγμα, αν ακολουθήσουμε την θεωρία του constitutional pluralism (ή συνταγματικού πλουραλισμού, και η οποία θεωρία έχει και την βάση της στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στην οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ξεχωριστή οντότητα πλέον, έχει λόγω να επιτελέσει στις αρχές που διέπουν το σύνταγμα μιας χώρας κράτους μέλους, θέτοντας με έτσι τρόπο, υπό αμφισβήτηση τις ίδιες τις αρχές που δημιούργησαν το εν λόγω σύνταγμα και το ίδιο το κράτος μέλος), τότε ίσως καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι τύποι των νομικών συστημάτων που επικρατούν σε παγκόσμιο επίπεδο και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, είναι ένα ευρύ φάσμα και πλέγμα το οποίο καθορίζεται από τις εν λόγω ξεχωριστές αρχές και αξίες.

Αμφισβητώντας όμως την θεωρία του constitutional pluralism, επικεντρωνόμαστε στο γεγονός ότι οι αρχές που διέπουν αξίες είναι γενικότερα ομοιογενείς, και αυτό αποδεικνύεται από την ύπαρξη διεθνών οργανισμών όπως τα Ηνωμένα Έθνη, κατά αυτό τον τρόπο ο καθορισμός και διαχωρισμός μεταξύ του τύπου των νομικών συστημάτων που επικρατούν δεν συνδέεται με την διαφοροποίηση στις αξίες, αλλά στον τρόπο που εφαρμόζονται, μεγιστοποιούνται και εδραιώνονται (facilitated) οι εν λόγω αξίες στο νομικό σύστημα και μεταβάλλουν τις αρχές και αξίες, σε ουσιαστικό νομικό και κοινωνικό αποτέλεσμα.  Και καθώς η λαϊκή κυριαρχία ως ουσιαστική έννοια θα πρέπει να είναι κυρίαρχο κομμάτι του πολιτεύματος, το rule of law είναι το επίκεντρο με το οποίο θα μεταβληθεί το συλλογικό ένστικτο και αισθητήριο περί δικαίου, σε στρατηγική και περιεκτική νομική πράξη (χωρίς να σημαίνει ότι αυτό δεν θα μπορεί να αναθεωρείτε, να μεταβάλλεται, να καθιερώνεται και να εξελίσσεται).

Συνεπώς, η αναφορά στο Άρθρο 61 της Συνθήκης της Λισαβόνας σε ‘different legal systems and traditions of member states’ (‘σεβασμός στα νομικά συστήματα και τις παραδόσεις που διέπουν τις χώρες κράτη μέλη’), δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως διαφοροποίηση των αξιών των νομικών συστημάτων (όπως υποστηρίζεται από την θεωρία του constitutional pluralism), αλλά στον τρόπο που εφαρμόζονται οι εν λόγω αξίες.  Η παραδοσιακή αντίληψη που επικρατεί είναι ότι ο διαχωρισμός, εκπίπτει ανάμεσα στο Κοινοδίκαιο και στο Ηπειρωτικό Δίκαιο όπου στο μεν είναι πιο έντονος ο ρόλος της δικαστικής αρχής στην ανάπτυξη του δικαίου μέσω των ξεχωριστών χαρακτηριστικών που διέπουν την κάθε υπόθεση και την ανάπτυξη του judicial precedent (δικαστικό προηγούμενο), και στο δε είναι ποιο έντονη η ‘κατά γράμμα’ και κάπως ‘νομικίστικη’ (legalistic) ακολουθία των νόμων και όπου οι νόμοι είναι ποιο περιγραφικοί (prescriptive), προσδίδοντας το μειονέκτημα ότι οτιδήποτε δεν έχει ειπωθεί ‘κατά γράμμα’, τότε θεωρείται ως μη εφαρμοστέο. 

Ο συγκεκριμένος διαχωρισμός όμως αδυνατεί να συνδέσει τις εν λόγω λειτουργίες των νομικών συστημάτων με το τελικό αποτέλεσμα, που είναι η επίτευξη ή όχι των αρχών και αξιών που αποσκοπεί να αναδείξει και να εκπροσωπήσει το νομικό σύστημα.  Για παράδειγμα, στο Ευρωπαϊκό νομικό σύστημα ο εν λόγω διαχωρισμός (δηλαδή μεταξύ Κοινοδικαίου και Ηπειρωτικού δικαίου) δεν υφίσταται καθώς διακρίνεται μετάλλαξη αλλά και εναλλαγή μεταξύ μιας πληθώρας και πολύπλευρου τρόπου διασύνδεσης διαφόρων χαρακτηριστικών ενός νομικού συστήματος, κατά αυτό τον τρόπο είναι άστοχη η αναφορά, ο δογματισμός και ο διαχωρισμός σε δύο επικρατούσα συστήματα.  Έτσι, η αναφορά σε προσεγγίσεις αντί σε συστήματα (οι οποίες θα μπορεί να χαρακτηρίζονται από διάφορα πλέγματα και προσμίξεις χαρακτηριστικών) είναι ποιο εύστοχη (οι δύο προσεγγίσεις που αναφέρονται είναι αυτή της ‘περιγραφικής’ prescriptive προσέγγισης, και εκείνη της διατύπωσης αρχών και αξιών και της περαιτέρω εξελικτικής ανάπτυξης μέσω του judicial precedent και των doctrines, σύμφωνα και με τα δεδομένα του κάθε πλαισίου ξεχωριστά).  Βέβαια, αν μπορούσε να προσδιοριστεί ένα νομικό σύστημα μόνο με τα ποιο πάνω χαρακτηριστικά (δηλαδή του Κοινοδικαίου και του Ηπειρωτικού δικαίου), τότε ο εν λόγω διαχωρισμός θα επιβίωνε και μέσα στο ίδιο το Ευρωπαϊκό νομικό σύστημα.  Δεν σημαίνει όμως κατά ανάγκη, ότι η πρόκληση και αμφισβήτηση που προβάλει το Ευρωπαϊκό νομικό σύστημα προς τον παραδοσιακό διαχωρισμό επιφέρει και το κατάλληλο αντίδοτο και την ορθή και ολοκληρωμένη αντιπρόταση.  Βέβαια, την μετάλλαξη και την εναλλαγή ανάμεσα σε ευρύτερα νομικά χαρακτηριστικά και ακολουθίες (όπως για παράδειγμα, εκείνη της ‘περιγραφικής’ και της ‘αξιακής’), το Ευρωπαϊκό νομικό σύστημα τις προσδίδει στο Άρθρο 61 της Λισσαβόνας, χωρίς όμως το ίδιο να αντιλαμβάνεται και να ξεκαθαρίζει ότι η μετάλλαξη και εναλλαγή γίνεται για να εξυπηρετούνται καλύτερα οι αρχές που εκπροσωπεί η ΕΕ, και ότι το Άρθρο 61 δεν παραπέμπει σε απόκλιση και πλουραλισμό των βασικών αρχών αλλά στην διεύρυνση και αποδογματοποίηση των τρόπων επίτευξης των εν λόγω αρχών (για παράδειγμα το νομικό πλαίσιο της ΕΕ ενδίδει ένα ευρύ φάσμα για να ενισχύσει την εν λόγω αποδογματοποίηση, χωρίς όμως όπως είπαμε να αποδίδει και την κατάλληλη αντιπρόταση, όπως το Άρθρο 67 της TFEU δεν καθορίζει συγκεκριμένο νομικό σύστημα π.χ.  Κοινοδίκαιο ή Ηπειρωτικό δίκαιο, σεβόμενο την διαφορετικότητα στις νομικές παραδόσεις και παρακαταθήκες των κρατών μελών ή το Άρθρο 67(3) της TFEU κάνει αναφορά στην σημαντικότητα αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων), ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η ουσιαστική επίτευξη των αρχών και αξιών.

Κατά αυτό τον τρόπο, οι αρχές που θα πρέπει να διέπουν τον διαχωρισμό των νομικών συστημάτων θα πρέπει να είναι ο ακόλουθες:
α) Ο βαθμός που γίνεται αναφορά σε προηγούμενες υποθέσεις μέσα σε μια συγκεκριμένη υπόθεση (stare decisis) και που δημιουργεί το εν λόγω (judicial precedent), δεν είναι ικανοποιητικός τρόπος καθορισμού ενός συστήματος ως σύστημα Κοινοδικαίου, καθότι αυτή η αναφορά μπορεί να είναι επιλεκτική και με εσκεμμένη διάκριση προκαθορίζοντας το αποτέλεσμα της υπόθεσης.  Άλλωστε η ύπαρξη του Κοινοδικαίου είναι για να παρέχει την δικαστική ευχέρεια που ενδείκνυται  σύμφωνα και με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά.  Ποιος όμως είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ γεγονότων και της εκάστοτε απόφασης;  Η απάντηση είναι ότι, ουσιαστικά κανένας, και αυτό επειδή ο όρος του Doctrine που αποδίδεται στο Κοινοδίκαιο είναι ουσιαστικά μια επιλεκτική παγιοποίηση συγκεκριμένων γεγονότων (και όχι ως προς το σύνολο τους) και όπως αυτά συσχετίζονται με την λογικοποίηση της απόφασης.  Ο πραγματικός όρος του Doctrine όμως θα έπρεπε να ήταν ο συσχετισμός των γεγονότων και της απόφασης ως και προς το πλαίσιο συνόλου γεγονότων που αφορούν προηγούμενες υποθέσεις (δηλαδή η μη κατά ανάγκην παγιοποίηση του όρου, που εις την ουσία μπορεί να μην είναι καν παγιοποίηση, η καθιέρωση της εξελικτικής του πορείας, η ενισχυμένη χρήση του comparative law και η οποία χρήση θα επέφερε ουσιαστικό και στοχοποιημένο judicial precedent).  Επίσης, η ορθή λειτουργία του νομικού συστήματος μέσω των Doctrines ή/και της συνοχικότητας θα ωθούσε και τα δικαστήρια σε ποιο ομοιόμορφες αποφάσεις.  Το παράδειγμα του mens rea και actus reus, είναι χαρακτηριστικό καθότι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως doctrines αλλά ανώτερες αξίες και αρχές, και οι οποίες θα απαρτίζονται από διάφορα άλλα doctrines και πρότυπα, για ουσιαστική επίλυση προβλημάτων (το ίδιο και το doctrine of supremacy που αναφέρουμε ποιο κάτω).
Από την άλλη πλευρά, εκείνο που θα εξάλειφε το μειονέκτημα της περιγραφικής (prescriptive) και ‘κατά γράμμα’ (‘to the letter’) νομολογίας, το οποίο είναι και η επιλεκτική χρήση όσον δεν αναφέρονται από την νομολογία, είναι η ύπαρξη ενός συνοχικού πλαισίου το οποίο δεν θα έκπιπτε και σε αντιφάσεις, για παράδειγμα ένα σύνταγμα θα μπορούσε να ξεκαθαρίζει αρχές που διέπουν οικονομικές θεωρίες ούτως ώστε οι μετέπειτα λεπτομερειακοί και περιγραφικοί νόμοι να μην είναι αντιφατικοί, υποβοηθώντας και την επιλεκτική ερμηνεία τους (όπως για παράδειγμα στο πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και όλου γενικότερα του συστήματος της νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης).  Επίσης, η ποιο ορθή λειτουργία του νομικού συστήματος, θα ενέδιδε και στα soft-laws της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας περισσότερη νομιμοποίηση (τα οποία soft laws έχουν νομική ουσία μέσω και του Άρθρου 127 TFEU το οποίο ενδίδει εκτεταμένες νομοθετικές εξουσίες στην ΕΚΤ, και τα οποία soft laws, δίνουν περισσότερες επεξηγηματικές και λεπτομερειακές πληροφορίες για τον τρόπο εφαρμογής των ανώτερων και καθιερωμένων νομοθεσιών).
Κατά αυτό τον τρόπο η χρήση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Court of Justice of the European Union) και των δύο προσεγγίσεων δηλαδή της προσέγγισης της ‘αξιακής’ και της ανάπτυξης των αρχών που διέπουν αξίες, αλλά και της περιγραφικής και ‘κατά γράμμα’ προσέγγισης, θεωρείται μια σωστή κατεύθυνση αν αναλογιστεί κανείς ότι η προσέγγιση η ‘αξιακή’ είναι ποιο εφαρμόσιμη σε ένα πλαίσιο όπου υπάρχουν αξίες οι οποίες είναι μεν περιεκτικές (concise) προς την περιγραφή τους, αποτελούν όμως ένα ευρύ φάσμα το οποίο και δεν μπορεί να κωδικοποιηθεί παρά μόνο με την επίβλεψη κάτω από γεγονότα και εφαρμογές (δηλαδή με την ανάλυση και ανάπτυξη τους μέσα από τις ίδιες τις δικαστικές υποθέσεις και όπως σχετίζονται με ένα ευρύ φάσμα, πλέγμα και σύνδεση γεγονότων), όπως για παράδειγμα είναι η αρχή/δικαίωμα του social security and social assistance όπως καθορίζεται από το Άρθρο 34 του Charter of Fundamental Rights of the European Union ή και ακόμα η αρχή/δικαώμα της ιδιοκτησίας/χρήσης/κατοχής/ενοικίασης (αυτό δεν συνεπάγεται όμως ότι στο θέμα των αρχών, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η περιγραφική προσέγγιση, όπου στο πλαίσιο μιας ανώτερης μορφής νομολογίας, καθορίζονται οι ποιο περιεκτικές και μονολεκτικές αρχές και ακολουθούν κατώτερης μορφής νομολογία, όπως η νομολογία του βουλευτικού σώματος, στην οποία δίνονται επεξηγηματικές πληροφορίες των εν λόγω αρχών, με βάση την συνοχικότητα που όπως προαναφέραμε θα πρέπει να συνυπάρχει με την επεξηγηματικής και ‘κατά γράμμα’ νομοθεσία).  
Βέβαια, για το ορθό πλαίσιο της εφαρμογής της κάθε προσέγγισης χρειάζεται αυξημένου βαθμού διάκριση, και το οποίο είναι κάτι που δεν μπορεί να πιστωθεί στον τρόπο λειτουργίας του CJEU, παρά την αναγνώριση εκ μέρους του εκφάνσεων και διατυπώσεων των δύο προσεγγίσεων.  Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα όπου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο οποίο απαιτούνται περιγραφικές και επεξηγηματικές έννοιες με συνοχικότητα (δηλαδή ενός συγκεκριμένου τύπου και τάσης rule of law που θα ανταποκρίνεται στο πλαίσιο της ΕΚΤ, και όπου η περιγραφικότητα σχετίζεται και συνδέεται με την έννοια της ύπαρξης μηχανισμού ο οποίος μπορεί να γίνει και ‘exclusively delegated’, σύμφωνα και με το Άρθρο 3 της TFEU), το CJEU προσδίδει βάση, όπως για παράδειγμα στην υπόθεση T-496/11, και στην προσέγγιση του ‘κατά γράμματος’ νόμου όπως του Άρθρου 22 του Πρωτοκόλλου 4, αλλά και στην περιεκτική και ‘αξιακή’ ευχέρεια που παρέχεται στην ΕΚΤ μέσω του Άρθρου 127 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή όπως καθορίζουμε στο κείμενο μας, η ‘αξιακή’ ευχέρεια δεν είναι συνυφασμένη με το rule of law που θα πρέπει να διέπει το πλαίσιο της Κεντρικής τράπεζας το οποίο θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από την ‘περιγραφική’ προσέγγιση με άξονα την συνοχικότητα, χωρίς όμως να σημαίνει ότι καταρρίπτονται αρχές και αξίες που χαρακτηρίζουν ολόκληρο το νομικό σύστημα.  Κατά αυτό τον τρόπο, η πρόσμιξη ενός rule of law, όπως βλέπουμε στην υπόθεση Τ-496/11, το οποίο αποτελείται α) από πολύπλευρες και αντιφατικές ‘αξιακές’ κατευθύνσεις και πρόνοιες β) από την ευχέρεια που παρέχεται από το Άρθρο 127 στην ΕΚΤ (δηλαδή η ΕΚΤ θα μπορούσε να έχει την ευχέρεια ανάπτυξης των νόμων αλλά αυτή η ευχέρεια να μην δίνεται ως μια συνεχή εξέλιξη, όπως το Άρθρο 127, αλλά να απαιτείται να πληροί την συνοχικότητα.  Επίσης, το γεγονός ότι στην εν λόγω ανάπτυξη της νομοθεσίας που θα έπρεπε να μονοπωλείτο από την ΕΚΤ, εμπλέκεται και το EU Parliament με την νομοθεσία 575/2013, αλλά και το EU Council με την νομοθεσία 1024/2013, αποπροσανατολίζει περαιτέρω το rule of law, και το ιδανικό πλέγμα που θα έπρεπε να διακατείχε το rule of law στο πλαίσιο της ΕΚΤ)  γ) από σχεδόν ανύπαρκτο judicial precedent και doctrines στο πλαίσιο της ΕΚΤ, που έστω και αν ακολουθείτο σωστά η ‘αξιακή’ προσέγγιση και η οποία δεν είναι η κατάλληλη στο πλαίσιο της ΕΚΤ, τότε τα doctrines και το judicial precedent θα ήταν απαραίτητα δ) από την ποιο ενισχυμένη περιγραφικότητα κατώτατου επιπέδου νομολογίας όπως του Πρωτοκόλλου 4 και του Άρθρου του 22 ε) το γεγονός ότι το ίδιο το δικαστήριο αδυνατεί να προσδώσει περαιτέρω εξηγήσεις και έννοιες, ενισχύοντας με τέτοιο τρόπο και την νομοθεσία, έστω και αν ακόμα αυτές οι έννοιες και αρχές προέρχονται και επεξηγήθηκαν ποιο πριν από την ίδια την ΕΚΤ, δημιουργεί ένα πλέγμα το οποίο κάθε άλλο παρά κατορθώνει να επιτύχει τους τελικούς σκοπούς και αποτελέσματα του νομικού συστήματος.  Είναι ξεκάθαρο ότι η παράλειψη αιτιολογήσεων για την χρήση της κάθε προσέγγισης, είναι αθέτηση και της αρχής της αιτιολόγησης (Article 128(2) Rules of Procedures of the CJEU), και η οποία αρχή της αιτιολόγησης προβάλλεται και στην υπόθεση C-202/18, και παρόλο που ο ίδιος ο νόμος (Rules of Procedures), δεν αναγνωρίζει την κάθε προσέγγιση αλλά και το πλαίσιο της εφαρμογής των.  Έτσι, ο ορθός καθορισμός του rule of law, θα επέφερε πολύ ποιο σημαντικά αποτελέσματα, συμπεράσματα και αλλαγές και στις διαδικαστικές νομοθεσίες δικαστηρίων όπως το Rules of Procedures of the CJEU.  Επίσης, η επεξήγηση και ερμηνεία ενός συντάγματος και των συνταγματικών αρχών θα πρέπει να διέρχεται μέσα από την γενικότερη ερμηνεία του ‘rule of law’ και να μην είναι αποσπασματική.   
Κατά τα ποιο πάνω αναφερθέντα, η μέθοδος του Doctrine από την πλευρά του συστήματος της δικαστικής εξέλιξης και η συνοχικότητα από την πλευρά του prescriptive regulation (δηλαδή τα Doctrines και η συνοχικότητα είναι οι τρόποι επίτευξης της ουσιαστικότητας στην μια και στην άλλη προσέγγιση αντίστοιχα, όπως αναφέραμε ποιο πάνω), είναι οι τρόποι διατήρησης της ουσιαστικότητας των νόμων (και η οποία όπως θα δούμε ποιο κάτω συσχετίζεται και με την ουσιαστικότητα της έννοιας του rule of law).  Συγκεκριμένα, η έννοια του substance over form θα πρέπει να εφαρμόζεται και στο πλαίσιο της ουσιαστικότητας των νόμων έναντι της δομής και του προσχήματος των, αλλά και στο πλαίσιο της φαινομενικότητας του ίδιου του νομικού συστήματος και της δομής του (ένα παράδειγμα της διαφορετικής φαινομενικότητας του νομικού συστήματος είναι το παράδειγμα που θα δούμε ποιο κάτω ενός συντάγματος που δεν είναι συγγραμμένο αλλά εντούτοις το νομικό σύστημα είναι συνταγματο-κεντρικό.  Επίσης, η αναφορά στην ουσιαστικότητα των νόμων έναντι της δομής και του προσχήματος των, γίνεται για την ‘περιγραφική’ προσέγγιση και την ‘αξιακή’ προσέγγιση, και η οποία ουσιαστικότητα τους διασφαλίζεται για την μεν προσέγγιση με την συνοχικότητα και για την δε προσέγγιση με την πρακτική εφαρμογή των doctrines.  Και ενώ στην ‘περιγραφική’ προσέγγιση ο νόμος μπορεί να παρουσιάζεται ως αυστηρός και συμπαγές, εντούτοις χωρίς την ύπαρξη της συνοχικότητας, δεν μπορεί να είναι στην ουσία τέτοιος, και γι’αυτό διαχωρίζουμε έναντι της ουσιαστικότητας των νόμων με έναντι της δομής και του προσχήματος των).
β) Άλλη σημαντική παράμετρος που χαρακτηρίζει ένα νομικό σύστημα είναι η ύπαρξη ή όχι Συντάγματος, για παράδειγμα το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει συγγράψει ξεχωριστό κείμενο για το σύνταγμα αλλά το σύνταγμα του αποτελείται από διάφορους νόμους και πράξεις της βουλής, κατά αυτό τον τρόπο μια χώρα όταν δεν έχει συγγράψει σύνταγμα δεν σημαίνει ότι δεν έχει.  Tο Αγγλικό Κοινοδίκαιο θεωρείται ως περισσότερο ευέλικτο σύστημα λόγω της μη συγγραφής συντάγματος, όμως η μη συγγραφή συντάγματος δεν συνεπάγεται ότι δεν απορρέουν συμπαγής όροι και προϋποθέσεις καθότι είναι λάθος η διατύπωση ότι το σύνταγμα δεν είναι συγγραμμένο, διότι, οι όροι του μπορεί να είναι διάσπαρτοι σε διαφορετικά συγγράμματα και πηγές, έτσι η διατύπωση ότι το σύνταγμα δεν είναι κωδικοποιημένο είναι ποιο ορθή (βέβαια, η μη συγγραφή ξεχωριστού κειμένου για το Σύνταγμα υποστηρίζει και την θέση που προβάλλουμε στο παρών κείμενο, ότι οι αρχές και αξίες ενός συντάγματος θα πρέπει να είναι περιεκτικές για να είναι συνυφασμένες και με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας.  Επίσης, η μη συγγραφή υποστηρίζει και το γεγονός ότι οι εν λόγω αξίες είναι αυτονόητες, και καταρρίπτει την προσέγγιση του constitutional pluralism.  Επίσης, η μη συγγραφή των βασικών αξιών, προκαλεί και εδραιώνει συνοχικότητα, με την έννοια και σύνδεση της άτυπης και ανεκδήλωτης πρόθεσης που επικρατεί σε διάφορες πηγές του Αγγλικού Κοινοδίκαιου.  Επίσης, για παράδειγμα, στο Κυπριακό δίκαιο παρόλο που καθορίζεται ρητά και διατυπωμένα η Έννοια του Γενικού Ελεγκτή μέσα στο Κυπριακό σύνταγμα, εντούτοις το γεγονός ότι η εν λόγω έννοια αποτελεί ένα ποιο διαχειριστικό και λεπτομερές σχήμα στο Κυπριακό δίκαιο αλλά προνοείται από το ίδιο το σύνταγμα είναι μια άτυπη και σιωπηρή εκδήλωση για τον βαθμό που η εν λόγω έννοια είναι συνταυτίσιμη με την προάσπιση του δημοσίου πλούτου).  Επίσης, ένα σύνταγμα του Ηπειρωτικού δικαίου το οποίο είναι συγγραμμένο και παρουσιάζεται ως εξαιρετικά αυστηρό και συμπαγές μπορεί να είναι περισσότερο ευέλικτο καθότι μπορεί να υπάρχουν αντιφάσεις μέσα στις αρχές και τις διατυπώσεις του και οι οποίες να δίνουν σημαντικό περιθώριο ευελιξίας.  Κατά αυτό τον τρόπο, όπως προαναφέραμε, η έννοια του substance over form, θα πρέπει να εφαρμόζεται και στο πλαίσιο της φαινομενικότητας του ίδιου του νομικού συστήματος και της δομής του (όχι κατά ανάγκη η αναφορά σε mixed legal system όπως το Κυπριακό σύστημα, καθότι η εν λόγω αναφορά έχει την βάση της στον άστοχο, όπως προαναφέραμε, διαχωρισμό ανάμεσα σε Ηπειρωτικό και Κοινοδίκαιο).
 Η απουσία συγγραμμένου συντάγματος στο ΗΒ συχνά συνταυτίζεται με το νομικό σύστημα (Κοινοδίκαιο) και κατά αυτό τον τρόπο η ύπαρξη συντάγματος θεωρείται περισσότερο συνδεδεμένη με το Ηπειρωτικό δίκαιο.  Η εν λόγω προσέγγιση όμως είναι λανθασμένη καθότι κάποιος θα πρέπει να συντρέξει και στην ιστορία αλλά και σε άλλα κοινωνικά δεδομένα για να εκσκάψει στην απουσία συντάγματος όπως είναι η αποικιοκρατία και ο σεβασμός προς το στέμμα αλλά και ο ρόλος του Βασιλιά Ερρίκου του Δεύτερου στην ανάπτυξη του Αγγλικού Κοινοδικαίου (για αυτό και γενικότερα στις δημόσιες πράξεις στο ΗΒ όπως για παράδειγμα σε δίκες γίνεται αναφορά στο Στέμμα, χωρίς να σήμαινε και παλαιότερα με το doctrine of supremacy, ότι ο Βασιλιάς είναι ανώτερος από τον νόμο).  Έτσι όπως αναφέραμε και ποιο πριν, ο δογματισμός όσων αφορά τα νομικά συστήματα είναι λανθασμένος επειδή το Κοινοδίκαιο δεν είναι απαραίτητα συνταυτισμένο με την μη ύπαρξη συντάγματος (όπως για παράδειγμα στην Κύπρο όπου ακολουθείται ένα ποιο τύπου Κοινοδικαίου νομικό σύστημα, όμως το νομικό σύστημα έχει σύνταγμα).

Να αναφέρουμε επίσης ότι με την ίδρυση ενός κράτους και την ύπαρξη της σχέσης πολιτείας και πολιτών τότε γεννάται και η ανάγκη συγγραφής συντάγματος το οποίο θα είναι και άμεσα συνταυτισμένο με την εθνική και εδαφική κυριαρχία της κάθε χώρας μέσα στο οποίο εμπεριέχονται οι κύριες αρχές που διέπουν το εν λόγω κράτος και την εν λόγω πολιτεία, και πως το κράτος θα συσχετίζεται με τους πολίτες (μέσα σε ένα πολιτειακό σύστημα υπάρχει η αμφίδρομη σχέση μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών προς το κράτος).  Το σύνταγμα επίσης ρυθμίζει το πολιτειακό σύστημα εξουσίας, την σχέση του κράτους με τους πολίτες, την σχέση του κράτους με άλλα κράτη και το διεθνές δίκαιο, αλλά και διατάξεις για το πως και αν μπορεί να γίνει μια τροποποίηση του Συντάγματος (για παράδειγμα κάποια Συντάγματα σε κράτη απαιτούν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, και κάποια άλλα Συντάγματα δεν απαιτούν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος).  Οι αρχές που προβάλλονται σε ένα Σύνταγμα θα πρέπει να είναι περιεκτικές, ενιαίες (γι’αυτό και δεν ενστερνιζόμαστε τον ρόλο του constitutional pluralism) και ξεκάθαρες, καθότι είναι άμεσα συνυφασμένες με την λαϊκή κυριαρχία και η οποία λαϊκή κυριαρχία δεν προαπαιτεί νομικίστικους καθορισμούς και αντιφατικές έννοιες.

Η εντελεχείς και όχι δογματική ανάλυση των νομικών συστημάτων της Ευρώπης, και ιδιαίτερα εκείνων των κρατών μελών, θα πρέπει να είναι πρωταρχικό μέλημα της οποιασδήποτε χώρας αποσκοπεί να αποκομίσει οφέλη με την ένταξη της στην ΕΕ (για παράδειγμα η Κύπρος προβάλλει το όφελος της ασφάλειας), καθότι η απουσία Ευρωσυντάγματος αλλά και η έλλειψη πρωταρχικότητας του Ευρωπαϊκού δικαίου σε όλα ανεξαιρέτως τα συντάγματα των χωρών κρατών μελών, δεν νομιμοποιεί και επίσημα την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια ξεχωριστή οντότητα (με δικαιώματα και υποχρεώσεις ως προς τους πολίτες της, και γι’αυτό άλλωστε δεν αναγνωρίζεται και ως ξεχωριστή οντότητα σε διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη για παράδειγμα, ακόμα και στο ίδιο το Συμβούλιο της Ευρώπης, λαμβάνοντας υπόψη και τις εξελίξεις με το Opinion 2/13), κατά αυτό τον τρόπο η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει περισσότερο την ύπαρξη της στις αρχές, τις αξίες και την ουσία, παρά σε αυστηρά ‘νομικίστικους’ όρους, αυστηρή διαλεκτική και προσχήματα. 

 Όμως, η συγκεκριμένη πραγματικότητα δεν υφίσταται και για τα νομικά συστήματα διαφόρων άλλων χωρών κρατών μελών, τα οποία εμπεριέχουν και προβάλλουν ιδιαίτερα τον ‘νομικισμό’, κατά αυτό τον τρόπο μια ενδεχόμενη κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε αυτή θα μπορούσε να ήταν είτε ανθρωπιστική είτε κυριαρχική, δεν θα στηριζόταν άμεσα από όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη τους οποίους οι ηγέτες με αναφορά το νομικίστικο και αυστηρό (όπως αναφέρουμε στο παρών κείμενο, υπάρχουν διάφοροι παράμετροι για καθορισμό και ανάλυση των νομικών συστημάτων) των κρατικών συνταγμάτων τους και της λαϊκής κυριαρχίας θα αρνιόντουσαν την οποιαδήποτε εμπλοκή στα εξωτερικά πεπραγμένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όσο ισχυρές είναι βέβαια οι αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο διασφαλίζουν την ύπαρξη της χωρίς ακόμα και επίσημη νομική υπόσταση, όμως όσο ισχυρές και αν είναι αυτές, ο νομικισμός ενός συντάγματος ίσως, θα υπερέχει αντίθετα με το γεγονός ότι ένα σύνταγμα θα έπρεπε να προβάλλει περιεκτικές αρχές και αξίες που είναι συνυφασμένες με την λαϊκή κυριαρχία).  Βέβαια, η κρίση της Ελλάδας έδωσε σημαντικά μηνύματα για την πρόθεση χωρών ως προς το τι είναι (και ποιο κόστος) διατεθειμένες (τα κράτη και οι πολίτες τους), να καταβάλουν για χάρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και με το πρόσφατο παράδειγμα των κυρώσεων προς την Τουρκία, και αν οι εν λόγω κυρώσεις επιφέρουν οποιοδήποτε κόστος στις χώρες μέλη και αν είναι διατεθειμένες να το υποστούν.
γ)  Η έννοια του ‘rule of law’ είναι ίσως από τις σημαντικότερες, αν όχι η ποιο καθοριστική, για τον προσδιορισμό ενός νομικού συστήματος, και η αναφορά σε ‘rule of law’ είναι ένας αρκετά ευρύς καθορισμός ο οποίος διατυπώνει τους επίσημους και συνήθως ρητούς τρόπους ενός νομικού συστήματος, για να επιτυγχάνεται η επίτευξη της διατήρησης των αξιών και των αρχών του νόμου.  Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται ο διαχωρισμός στις δυνάμεις, θεσμούς και πηγές του νόμου με κύριο πρότυπο το να μην συγκεντρώνεται και να μονοπωλείται ο νόμος σε μια συγκεκριμένη πηγή, όπου ο διαχωρισμός γίνεται συνήθως σε εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία (executive, legislative and judicial powers).  Όμως ο διαχωρισμός μπορεί να γίνεται και ανάμεσα σε αυτές τις εξουσίες, όπου για παράδειγμα γίνεται περαιτέρω διαχωρισμός για να ελέγχονται ή να υποβοηθούνται στο έργο τους, και αυτές οι εξουσίες (για παράδειγμα, το Άρθρο 13 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης TEU, αναγνωρίζει 7 επίσημους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πολλοί από αυτούς τους θεσμούς έχουν και την νομική ευχέρεια για την δημιουργία άλλων συμβουλίων, όπως συμβουλευτικών, για την υποβοήθηση του έργου τους).  Χαρακτηριστικό, όμως παράδειγμα της ανάπτυξης του rule of law, αυτή την φορά όχι για την υποβοήθηση του επίσημου θεσμού αλλά για την επίβλεψη του, είναι εκείνο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και την δημιουργία μετά την κρίση θεσμών όπως για παράδειγμα η EBA, το ESFS και το ESRB, και η οποία δημιουργία με τον τρόπο που καθιερώθηκε δεν υποβοήθησε την καλύτερη λειτουργία της νομισματικής πολιτικής (όπου για παράδειγμα το EBA συστάθηκε μόνο για τον τομέα της μικροοικονομίας και όχι και για την μακροοικονομία καθώς το τραπεζικό σύστημα ως έννοια της μικροοικονομίας έχει καθοριστικό ρόλο να επιτελέσει και για την επιτυχία της νομισματικής πολιτικής που είναι ένας μακροοικονομικός στόχος.  Ή δεν καθιερώθηκε ένας συσχετισμός του ESFS με άλλους ευρύτερους θεσμούς της οικονομίας όπως η Αρχή Προστασίας Ανταγωνισμού, το Υπουργείο Οικονομικών, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερος συντονισμός και με την ΕΚΤ για την επιτυχία των solvency και liquidity targets που είναι σημαντικής σημασίας για την επιτυχία της νομισματικής πολιτικής, δεν είναι όμως επί του παρόντος άρθρου).
Ποιο πάνω έχουμε ξεκαθαρίσει δύο επικρατούσες προσεγγίσεις, δηλαδή την ‘αξιακή’ και την περιγραφική (και οι οποίες επιτυγχάνονται όπως προαναφέραμε η πρώτη με την επιτυχή εφαρμογή των doctrines, και η δεύτερη με την συνοχικότητα), και οι οποίες δύο προσεγγίσεις τίθενται και υπό το πλαίσιο του substance over form, δηλαδή α) της ουσιαστικότητας των νόμων έναντι των δομών και των προσχημάτων τους και β) της φαινομενικότητας έναντι της ουσιαστικότητας του ίδιου του νομικού συστήματος.  Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα είναι εκείνο που θα καθορίσει αν έχει επιτευχθεί το κατάλληλο ‘rule of law’ (και ποια η πρόσμιξη χαρακτηριστικών και από τις δύο ή μια εκ των δύο προσεγγίσεων) και αν το πλαίσιο που έχει επιτευχθεί είναι το σωστό, και παραθέσαμε το παράδειγμα της ΕΚΤ όπου φαινομενικά είναι ένα ‘αξιακό’ σύστημα (όσον αφορά το α) δηλαδή, την ουσιαστικότητα των νόμων έναντι των δομών και των προσχημάτων τους, καθότι προβάλλονται μονολεκτικές, τονιζόμενες  και περιεκτικές αξίες στην νομοθεσία), εντούτοις έχει χαρακτηριστικά της περιγραφικής προσέγγισης καθότι οι πηγές της νομοθεσίας είναι ιεραρχικές (πρώτα κατευθύνονται από το TFEU, μετά στο Protocol 4 και μετέπειτα σε ποιο λεπτομερειακές νομοθεσίες της ΕΕ, και αυτό συσχετίζεται με το β) δηλαδή, την φαινομενικότητα του ίδιου του νομικού συστήματος), όμως παρά τις αντιφάσεις, αν στο τελικό αποτέλεσμα επιτυγχανόταν η συνοχικότητα, καθότι το νομικό υπόβαθρο που πρέπει να διέπει της λειτουργίες της ΕΚΤ είναι ξεκάθαρα περιγραφικό, λεπτομερειακό και νομικίστικο, τότε θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε μια καθαρή ‘περιγραφική’ προσέγγιση, παρά τις ποιο πάνω αντιφάσεις (καθότι η συνοχικότητα όπως προαναφέραμε είναι χαρακτηριστικό επιτυχίας της ‘περιγραφικής’ προσέγγισης).  Και αυτός είναι ο λόγος που συγκρίνουμε τις δύο προσεγγίσεις α) με την ουσιαστικότητα των νόμων έναντι των δομών και προσχημάτων τους και β) την φαινομενικότητα του ίδιου του νομικού συστήματος, για να διαλευκάνουμε αν στο τελικό αποτέλεσμα αναφερόμαστε είτε σε μια καθαρά ‘αξιακή’ προσέγγιση, είτε σε μια καθαρά ‘περιγραφική’ προσέγγιση (ίσως, γι’αυτό τον λόγο στο τέλος το rule of law, να είναι η ποιο σημαντική και καθοριστική αρχή και αξία σε ένα νομικό σύστημα).

Επίσης, το πώς σχετίζονται οι διάφορες εξουσίες του νομικού συστήματος (π.χ.  η δικαστική, εκτελεστική και νομοθετική, αλλά και άλλες όπως προαναφέραμε, όπως για παράδειγμα η Commission στο πλαίσιο της ΕΕ είναι ένα σύμπλεγμα εκτελεστικής, διαχειριστικής ακόμα και νομοθετικής εξουσίας, και αυτό για να υποβοηθήσει την όχι τόσο ξεκάθαρα νομική υπόσταση της ΕΕ, έτσι το rule of law μπορεί να διαφοροποιείται σύμφωνα και με τα δεδομένα και το τελικό αποτέλεσμα, που έχει να επιτελέσει, που είναι η επίτευξη των αξιών του νομικού συστήματος), μεταξύ τους ούτως ώστε να επιτευχθούν οι αξίες του νομικού συστήματος, είναι συνιστώσες και χαρακτηριστικά του rule of law.  Για παράδειγμα, α) ποια είναι η σχέση της δικαστικής αρχής και των αξιών του συντάγματος β) που αρχίζει και που τελειώνει ο ρόλος της βουλής (για παράδειγμα, ίσως η βουλή σε κάποια θέματα να μην επιτρεπόταν να νομοθετήσει λόγω αδυναμίας ερμηνείας σημαντικών τεχνικών θεμάτων) γ) που αρχίζει και που τελειώνει ο ρόλος των δικαστηρίων στην προβολή και παρεμβολή με τις λεπτομέρειες των νομοθεσιών, και ποια είναι η σχέση των δικαστικών αποφάσεων με την νομοθεσία της βουλής και τις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας. 

Η ανάπτυξη του rule of law ίσως να είναι πολύπλοκη καθότι θα πρέπει να ανταποκρίνεται και στα διάφορα πλαίσια που προαναφέραμε (π.χ.  διαφορετικού τύπου rule of law θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ένα πλαίσιο ποιο τεχνοκρατικό όπως αυτό της ΕΚΤ), όμως είναι αναμφίβολο ότι η κοινωνία θα έπρεπε να είχε το δικαίωμα ανάπτυξης (μέσω και δημοψηφισμάτων, όχι βέβαια, ολόκληρου του νομικού συστήματος), τουλάχιστον του rule of law.  Η ύπαρξη του συντάγματος υποβοηθά την λαϊκή κυριαρχία και την ανάπτυξη περιεκτικών (concise) συμπερασμάτων, και αυτό συμπεριλαμβάνει και την ίδια την κεντρική ιδέα αυτού κάθε αυτού του rule of law, στο οποίο βέβαια θα υπήρχε η δυνατότητα να επαναπροσδιοριστεί, μέσω και της διεξαγωγής δημοψηφισμάτων (η απουσία προκαθορισμένου και ξεκάθαρου rule of law, το οποίο θα κατευθύνει μια σειρά συστηματοποιημένων ‘τάσεων’, ‘εκδηλώσεων’, ‘προτύπων’, ‘καταστάσεων’ και ‘γεγονότων’ για την επίτευξη των τελικών αρχών που διέπουν ένα νομικό σύστημα, οδηγεί στην αναποτελεσματικότητα του ίδιου του νομικού συστήματος, καθότι η πρόσμιξη των εν λόγω γεγονότων και καταστάσεων αποτελεί μια αναποτελεσματική και άναρχη ακολουθία, χωρίς λογικοποίηση ως προς την επίτευξη του τελικού αποτελέσματος.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, το νομικό πλαίσιο που διέπει την ΕΚΤ και τις λειτουργίες της καθότι ενδείκνυται να είναι λεπτομερειακό, τεχνοκρατικό και περιγραφικό (δηλαδή την ξεκάθαρα ‘περιγραφική’ προσέγγιση), τότε το rule of law μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσε να απέτρεπε την συμμετοχή του European Parliament και της Commission, και να απαιτούσε την συνένωση και σύγκλιση άλλων θεσμών όπως το Competition Commission, της EBA, της Eurostat και του Eurogroup (μαζί με τα επιτελεία των εκάστοτε Υπουργείων Οικονομικών) και η οποία σύγκλιση θα καθόριζε σημαντικές μετρήσεις και πρόνοιες ως προς το solvency issue, επίσης η ΕΚΤ θα απαιτείτο να ξεκαθαρίσει ένα νομικό πλαίσιο με αυστηρά περιγραφικούς, λεπτομερειακούς και προκαθορισμένους όρους με βάση την συνοχικότητα (βέβαια θα της παρείχετο και η οικονομική ευχέρεια να προσλάβει και το κατάλληλο προσωπικό και εμπειρογνωμοσύνη).  Από την πλευρά του συντάγματος το ίδιο το σύνταγμα θα μπορούσε μόνο να καθορίσει γενικές αρχές και αξίες που θα πρέπει να καθορίζουν την λειτουργία της ΕΚΤ, χωρίς να αναπτύσσει βέβαια περισσότερες λεπτομέρειες, και τα δικαστήρια από την πλευρά τους (για το πλαίσιο μόνο της ΕΚΤ και των λειτουργιών της) θα μπορούσαν μόνο να αναφερθούν και να ακολουθήσουν αυστηρά και ‘κατά γράμμα’ την νομοθεσία και τους όρους που περιγράφονται από την ΕΚΤ, και να μην μπορούν να χρησιμοποιήσουν και να κάνουν αναφορά σε (μόνο για το πλαίσιο της ΕΚΤ, και όπως θα καθόριζε το rule of law) stare decisis και judicial precedent.

Ένα ακόμα σημαντικό παράδειγμα, στο οποίο διαφαίνεται η δυσλειτουργία ή ακόμα και η ανυπαρξία του rule of law είναι γενικότερα στις υποθέσεις χρεοκοπίας της Λαϊκής Τράπεζας όπως η T-79/13, η C-105/15P και η T-786/14, όπου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατηγορείται στην υπόθεση C-105/15P ότι είναι ο συνδετικός κρίκος (‘linkage’) ανάμεσα στα συμφέροντα της ΕΚΤ και της Κομισιόν, καθότι μεταφέρει τον ανεκπλήρωτο ELA από ένα χρεοκοπημένο οργανισμό (δηλαδή την Λαϊκή), σε ένα λειτουργικό οργανισμό (με παραγωγικό μηχανισμό και δυνατότητα) όπως την Τράπεζα Κύπρου, εξυπηρετώντας συνάμα και τον σκοπό της ΕΚΤ που ήταν η ανάκτηση του ELA, και όχι απαραίτητα και κατά ανάγκη η επιτυχία της νομισματικής πολιτικής όπως απαιτείται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία (άλλωστε όμως αν υπήρχε ορθή νομισματική πολιτική, τότε ο ELA δεν θα χρειαζόταν, ή δεν θα απαιτείτο καν και στο αδικαιολόγητο επίπεδο που δόθηκε.  Η ανυπαρξία καθορισμένου και συστηματοποιημένου rule of law (σύμφωνα και με το πλαίσιο), οδήγησε το Δικαστήριο να υπερτονίσει αξίες όπως το ‘equal treatment’ της υπόθεσης T-786/14 (το οποίο είναι μια αξία ποιο συνυφασμένη με άλλα νομικά πλαίσια και όχι κατά ανάγκη εκείνο της ΕΚΤ, και το οποίο δεν είναι καν ένα ανεπτυγμένο doctrine στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, και στο πλαίσιο της ΕΚΤ, για να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί σε υποθέσεις που αποτελούνται από διάφορα γεγονότα), και να υποβαθμίσει και να αγνοήσει άλλες αξίες που βρίσκονται στον πυρήνα του νομικού πλαισίου της ΕΚΤ).
δ) άλλη παράμετρος που διέπει ένα νομικό σύστημα, είναι κατά πόσο το σύστημα ανταποκρίνεται στην εξέλιξη του οικονομικού (και όχι μόνο) περιβάλλοντος και της οικονομίας γενικότερα.  Χαρακτηριστικό βέβαια είναι το παράδειγμα της βιομηχανικής επανάστασης, όπου ευρύτερα σημαντικές αλλαγές στο νομικό σύστημα επήλθαν μέσω και της ευελιξίας που παρείχετο, κυρίως στην δικαστική εξουσία (η σχέση όμως οικονομίας και νομικού συστήματος είναι αμφίδρομη, όπου για παράδειγμα η ευελιξία του νομικού συστήματος υποβοήθησε την βιομηχανική επανάσταση όπως με την καθιέρωση μεθόδων, αλλά και η ίδια η επανάσταση ενίσχυσε την περαιτέρω εξέλιξη του νομικού συστήματος.  Στην Ηπειρωτική Ευρώπη για παράδειγμα, το ‘συμπαγές’ του νομικού συστήματος, χωρίς κατά ανάγκη να φημίζεται για την συνοχικότητα του, επέφερε και ποιο συμπαγείς τετελεσμένα στο οικονομικό σύστημα και περιβάλλον).  Βέβαια, και άλλες ιστορικές και κοινωνικές αλλαγές, συνέδραμαν (εκτός από το νομικό σύστημα) σε τετελεσμένα όπου για παράδειγμα οι συνεχιζόμενες αλλαγές στην μετανάστευση προς τα μέσα και προς τα έξω στο ΗΒ συνέβαλαν στην ποιο χαμηλή υπόσταση της μακροχρόνιας εργασίας, σε αντίθεση με την ηπειρωτική Ευρώπη στην οποία επιχειρήσεις δεν είχαν εκτεταμένη πρόσβαση σε ανθρώπινο δυναμικό.  Το νομικό όμως σύστημα είναι το κύριο και ποιο σημαντικό στοιχείο αλληλεπίδρασης με το οικονομικό περιβάλλον και την οικονομία γενικότερα (έστω και αν αυτή η επίδραση διέρχεται και μέσα από άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα κοινωνικούς).

Το σημαντικό μειονέκτημα ενός νομικού μοντέλου το οποίο ανταποκρίνεται συνεχώς στις εξελίξεις του οικονομικού πεδίου είναι ότι μακροπρόθεσμα, είναι ποιο πιθανόν να υποπίπτει σε σημαντικές αντιφάσεις.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Ch 246 στο Αγγλικό Κοινοδίκαιο που διαχωρίζει τον όρο ultra vires για το objects clause (within the Memorandum of Association) στα ιδρυτικά έγγραφα της εταιρείας, και το ultra vires όσον αφορά την κατάχρηση των εξουσιών που παρέχονται στους διευθυντές (άλλωστε στο Κοινοδίκαιο το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας Articles of Association, είναι κατά κάποιο τρόπο και το εργασιακό/ανεξάρτητο συμβόλαιο μεταξύ των διευθυντών και των ιδιοκτητών), όπως και η μείωση του ultra vires objects clause (και ενίσχυση του intra vires) από το Companies Act 1985, είναι σε σημαντική αντίφαση με τις πρόνοιες που διέπουν τις έννοιες των floating και fixed charges.

Επίσης, τα διαρθρωτικά προβλήματα και αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν όρους των αγορών όπως τα debt-securities-bonds και τα treasury bills, καταρρίπτουν και τον μύθο ότι ξένοι δανειστές θα μπορούσαν να ρευστοποιήσουν ή και να κατάσχουν κρατική περιουσία και πλούτο ενός κυρίαρχου κράτους, όπως για παράδειγμα της Ελλάδας.  Συνάμα, η έλλειψη σωστών κανόνων νομισματικής πολιτικής (monetary policy) με βάση τα χρονοδιαγράμματα του liquidity και του solvency, και ο καθορισμός ποιο συγκεκριμένων rights and obligations στο θέμα των καταθέσεων (με γνώμονα και για την είτε παραγωγική, είτε λειτουργική χρήση των καταθέσεων), οδήγησε και στην αμφισβήτηση του αυτού κάθε αυτού, βασικού δικαιώματος του ‘right to property’, κατά την διάρκεια της Κυπριακής κρίσης του 2013 και του κουρέματος των καταθέσεων. 

Συνοψίζοντας, η εναπόθεση στην κοινωνία του αναφαίρετου δικαιώματος ανάπτυξης των αρχών και αξιών που την διέπουν, είναι αναπόσπαστο χαρακτηριστικό μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας.  Το εν λόγω, δικαίωμα όμως δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο αποσπασματικά και περιοριστικά στον χρόνο, με την ανάγκη δημιουργίας συντάγματος και την εναπόθεση σε αυτό των συλλογικών στόχων και σκοπών της κοινωνίας.  Πέρα από αυτό, το σημαντικό δεν είναι μόνο η εγκαθίδρυση των αρχών και αξιών, αλλά και πως αυτές οι αξίες εδραιώνονται και μεγιστοποιούνται στην ολότητα του νομικού συστήματος.  Και καθώς η λαϊκή κυριαρχία ως ουσιαστική έννοια θα πρέπει να είναι κυρίαρχο κομμάτι του πολιτεύματος, το rule of law είναι το επίκεντρο με το οποίο θα μεταβληθεί το συλλογικό ένστικτο και αισθητήριο περί δικαίου, σε στρατηγική και περιεκτική νομική πράξη (χωρίς να σημαίνει ότι αυτό δεν θα μπορεί να αναθεωρείτε, να μεταβάλλεται, να καθιερώνεται και να εξελίσσεται).  Κατά αυτό τον τρόπο, όπως αναφέρουμε στο κείμενο, η έννοια του rule of law, εμπεριέχει την σχέση των νομικών θεσμών μεταξύ τους, την σχέση τους με τα πλαίσια του νόμου, και την ίδια την πολιτεία γενικότερα, την τάση και βαθμό χρήσης της ‘αξιακής’ και της ‘περιγραφικής’ προσέγγισης κάτω πάντα από το ορθό και κατάλληλο πλαίσιο, της συνοχικότητας και του τρόπου ανάπτυξης και χρήσης της έννοιας των doctrines, της ιεραρχικότητας των νομικών εγγράφων, των μεθόδων κωδικοποίησης ή εκείνων της σιωπηρής δράσης και της πρόθεσης, και οτιδήποτε άλλο που σαν μηχανισμός, σύστημα και θεσμός μετατρέπει τις αξίες του νομικού συστήματος, σε ουσιαστικό νομικό και κοινωνικό αποτέλεσμα.

Δειτε Επισης

Νέα Οδηγία της Ε.Ε. προστατεύει φυσικά και νομικά πρόσωπα από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες
Δέσμη προτάσεων από ΕΤΕΚ για έναν ουσιαστικό και αποτελεσματικό ψηφιακό μετασχηματισμό
Καρδιακή Αποκατάσταση: Πώς να ενδυναμώσετε την καρδιά σας μειώνοντας τους κινδύνους που την απειλούν
Αναγκαίοι ορυκτοί πόροι για την ενεργειακή μετάβαση
Το ενοικιοστάσιο εμποδίζει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις στα ακίνητα
Είναι τελικά το μέλλον της τηλεόρασης ζοφερό ή μήπως πιο φωτεινό;
Αθηροσκλήρωση: Ο σιωπηλός «εχθρός» που ευθύνεται για εκατομμύρια θανάτους
Διαχείριση της αλλαγής στον επιχειρηματικό μετασχηματισμό: Οι 3 προκλήσεις για έναν επιτυχημένο μετασχηματισμό
Ο κατασκευαστικός τομέας, οι δημογραφικές αλλαγές και η διεθνής ζήτηση
Κατακτώντας τα κλικ: Οδηγός για να πετύχετε στη διαδικτυακή αγορά