Η κρίση της Ελλάδας, το Ιταλικό substitutability και το comparative advantage στην προσέλκυση επενδύσεων

Οι λόγοι που οδήγησαν στην οικονομική κρίση της Ελλάδας είναι λίγο ή πολύ γνωστοί όπως η διόγκωση της οικονομίας χωρίς το αντίστοιχο παραγωγικό αντίκρισμα κατά την περίοδο 2001 με 2007, η εισαγωγή της παγκόσμιας κρίσης του 2008, οι αποκαλύψεις κατά την περίοδο Αλογοσκούφη για την απόκρυψη δανείων και μη εύστοχης καταμέτρησης των δανειακών συμβάσεων (δηλαδή με την είσοδο της Ελλάδας το 2001 στην Ευρωζώνη, ολόκληρος μηχανισμός της εν λόγω οικονομικής και νομισματικής ένωσης που απαρτίζεται και από σωρεία οργανισμών και ατόμων που βρίσκονται σε ημερήσια σύμπλεξη και ασχολία με όλες τις παραμέτρους και μετρήσεις μιας οικονομίας, δεν κατόρθωσαν κάτι που για εκείνους θα θεωρείτο κάτι το εξαιρετικά απλό και διαδικαστικό, την ορθή επιμέτρηση του χρέους του Ελληνικού κράτους).  

Το τι έγινε την περίοδο εκείνη δηλαδή αν υπήρχε από ανέκαθεν παραποίηση των οικονομικών στοιχείων και ο κ.  Αλογοσκούφης λόγω του πολιτικού κόστους που θα επωμιζόταν με την αποκάλυψη και την περαιτέρω ανάγκη για μείωση του δημοσιονομικού ελλείματος, συνέχισε να τα παραποίει μέχρι και το 2009-2010 όπου διαφάνηκε το μέγεθος του προβλήματος και το χρέος είχε ήδη εκτοξευτεί σε απαγορευτικά και μη βιώσιμα επίπεδα, είναι κάτι που χρήζει περισσότερης έρευνας και ανάλυσης (άλλωστε το πρόβλημα υπήρχε από ανέκαθεν όπου ο αριθμός των δημόσιων υπαλλήλων για παράδειγμα από 300,000 το 1981, αυξήθηκε στις 640.000 το 1989, και που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμάτων από 13,4% του ΑΕΠ σε 26,1%, στις αντίστοιχες χρονιές.  Δηλαδή, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα η Ελλάδα μπήκε σε ένα κύκλο δανεισμού όχι για αναπτυξιακές δαπάνες και έργα στην χώρα αλλά για να χρηματοδοτεί τα ελλείματα της και να κάνει αποπληρωμές των προηγούμενων δανείων και των οποίων οι αποπληρωμές πλέον εκπίπτουν σε ταχύτερα χρονικά διαστήματα λόγω και του υψηλότερου των δανείων που συσσωρεύτηκε μη μπορώντας παράλληλα να κατευθύνεις έργα και ποσά στην ανάπτυξη, άλλωστε χαρακτηριστικό είναι και το ότι την περίοδο 1994-2010 δαπανήθηκαν 571 δις Ευρώ μόνο και μόνο για την αποπληρωμή των δανείων).  

Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι ιθύνοντες τουλάχιστον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και μέσα στο πλαίσιο μια τόσο σημαντικής μεταβατικής κίνησης για μια χώρα όπως η ένταξη στην ευρωζώνη, είχαν την αδιαμφισβήτητη υποχρέωση και αφού απολαμβάνουν τις εξουσίες των exclusive competences του Άρθρου 3, να θέσουν τις δικές τους ποιο σοβαρές μετρήσεις στους οικονομικούς δείκτες της χώρας συμπεριλαμβανομένου και του ΑΕΠ και του χρέους και ανεξάρτητα για το αν προνοείται η όχι ο επαναπροσδιορισμός και του τρόπου επιμέτρηση της όποια στατιστικής μέτρησης ανά πέντε χρόνια όπως για παράδειγμα υφίσταντο με τον Κανονισμό 2223/96 που αφορά το ESA-European System of Accounts (ESA95 και ESA2010), και αφού το πρόβλημα στην παραποίηση των οικονομικών στοιχείων υπήρχε από την αρχή της δεκαετίας του 90’ με τα κριτήρια του Μάαστριχτ (βέβαια, η Ευρωπαϊκή Κομισιόν έθεσε υπό fiscal monitoring την Ελλάδα από το 2005 και μετά από παραίνεση της Eurostat αλλά και με τα reports για το πρόβλημα της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η οποία Eurostat δεν είναι καν μια εκτελεστική αρχή και υπάγεται κάτω από τον Επίτροπο αρμόδιο για την Απασχόληση, και όπως η ίδια αποδέχτηκε, ότι παρά την εμπλοκή της στο πρόβλημα της Ελλάδας από το 2004, δεν κατόρθωσε να επιτύχει την αναβάθμιση της ποιότητας των στατιστικών στοιχείων σε επίπεδο που είχε καθιερωθεί σε άλλες χώρες, και εδώ καταδεικνύει και τις αδυναμίες που επικρατούσαν και επικρατούν ακόμα στο σύστημα ESA αλλά και στο σύστημα ESS-European Statistical System βάσει του κανονισμού 2533/98 που υφίστατο τότε, που αν ακολουθούσαν ένα ποιο principle based σύστημα νόμων και κανονισμών τότε η Ελληνική κρίση θα μπορούσε να αποφευχθεί από το 2004 και με την εμπλοκή της Eurostat, επειδή μέσα στην όλη σύγχυση που επικρατούσε από το 2004 με την υπόνοια παραποίησης των στοιχείων, η Eurostat δεν μπορούσε να καταφύγει σε ένα συνοχικό πλαίσιο αρχών και βάσεων.  Επίσης, η κρίση που εκδηλώθηκε τότε με τα στοιχεία εκθέτει και το πλαίσιο που διέπει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία δεν είχε εμπλακεί ποιο ενεργά και αποφασιστικά τότε, με την πρόφαση της ενιαίας και μη διαχωριστικής νομισματικής πολιτικής, αλλά και την αντιφατικότητα και αδράνεια που διέπουν τα soft laws (ένα set από soft laws και regulations θεωρείται ως αρκετά ποιο υποδεέστερο από μια οποιανδήποτε πηγή κανονικής νομοθεσίας, όμως το πρόβλημα είναι ότι πολλές από τις λεπτομέρειες που διακατέχουν το οικονομικό σκηνικό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διέπονται από soft laws) και τα υπόλοιπα regulations στο οικονομικό πλαίσιο της ΕΕ, όμως με το θέμα του δανειστικού μηχανισμού στην Ελλάδα είχε εμπλακεί άμεσα, κάτι που αντιβαίνει τις αρχές της, εκθέτει την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκθέτει την αντιφατικότητα ολόκληρης της λειτουργίας της ΕΚΤ, και της ίδιας ακόμα της ΕΕ.  Η αποτυχία των στατιστικών μεθόδων ESA και ESS, επιβεβαιώνει και την ανάγκη για τον πλήρης και ριζικό επανακαθορισμό των στατιστικών μεθόδων, δηλαδή ένα paradigm shift, το οποίο θα προβάλει την σχέση Micromacro αντί της σχέσης Macromicro που επικρατεί σήμερα στην ανάλυση των στατιστικών στοιχείων και μεθόδων, και στο πλαίσιο της σχέσης Micromacro θα πρέπει να ενισχυθούν και τα corporate reporting requirements για όλες τις επιχειρήσεις καθώς και το reporting methodology του ίδιου του κράτους μέσω και πολιτικών όπως η ενίσχυση και η αποσαφήνιση του θεσμού του Γενικού Ελεγκτή και των αρμοδιοτήτων του).  

Επίσης, άλλες πτυχές που οδήγησαν στην οικονομική κρίση ήταν οι περαιτέρω ακόμα λανθασμένες επιλογές και πρακτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (και της Τράπεζας της Ελλάδος συνάμα) τις οποίες θα συζητήσουμε εκτενέστερα σε μετέπειτα στάδιο, και η παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία επιβάρυνε την ήδη προβληματική οικονομία της Ελλάδας και αποκάλυψε όλες τις πτυχές του διαχρονικού προβλήματος της, αυτό του δημόσιου χρέους (είναι χαρακτηριστικό ότι το εμπορικό έλλειμα της Ελλάδος χρηματοδοτείτο διαχρονικά από τα δημοσιονομικά ελλείματα μέσω της εισροής κεφαλαίων από εξωτερικό δανεισμό και ο οποίος εξωτερικός δανεισμός και εξωτερική εισροή κεφαλαίων δεν ήταν αποτέλεσμα ενισχυμένης εμπιστοσύνης στη οικονομία της χώρας από τις παγκόσμιες αγορές και ατομικούς και μη επενδυτές, αλλά δινόταν ως αποτέλεσμα των ξεχωριστών και διαφόρων ιδεολογικών, φιλικών και διπλωματικών σχέσεων στις εκάστοτε κυβερνήσεις και διαφόρων οργανισμών, και μεταξύ διαφόρων χωρών.  Στην Κύπρο, η εισροή κεφαλαίων που χρηματοδοτούσαν το εμπορικό έλλειμα επήλθε μέσω της χρηματοδότησης των εγχώριων τραπεζών από κεφάλαια ξένων επενδυτών που εισέρευσαν μετά και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και που δεν είναι κατά ανάγκη μια ένδειξη ποιοτικής εισροής κεφαλαίων καθότι αποσκοπούσαν και στην εκμετάλλευση των ωφελημάτων από το φορολογικό και τραπεζικό σύστημα της Κύπρου, αλλά είναι σίγουρα μια κάπως ποιοτικότερη εισροή κεφαλαίων από τον τρόπο που εισέρευσαν τα κεφάλαια στην Ελλάδα, όχι όμως και το ιδεατό.  Κατά αυτό τον τρόπο το quality of capital inflows και πως τα capital inflows εμπεριέχουν ακριβείς και εύστοχες πληροφορίες για την κατάσταση της οικονομίας της χώρας και της αξιοπιστίας της είναι ακόμα ένας παράγοντας που θα καθορίσει και άλλα επιπλέον capital inflows στο μέλλον, καθότι ενδεχόμενοι επενδυτές θα εκλάβουν και θα αφομοιώσουν την εν λόγω τάση στην δική τους επενδυτική στρατηγική). 

Τα λάθη όμως της κρίσης της Ελλάδος δεν περιορίζονται στο στάδιο πριν την αποκάλυψη και επιδείνωση του πραγματικού επιπέδου του χρέους πριν και την υπογραφή του πρώτου μνημονίου στις 12 Μαΐου του 2010, αλλά αυξήθηκαν και μεγιστοποιήθηκαν με τους μετέπειτα χειρισμούς όλων των εμπλεκομένων, όπως για παράδειγμα στις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν  για το κούρεμα του ιδιωτικού χρέους (PSI) και το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτυχία, και μάλλον θα χαρακτηριζόταν ως αποτυχία (αρχικά και σε μικρότερο βαθμό το κούρεμα στα Ελληνικά ομόλογα θα είχε αντίκτυπο και στην Ελληνική οικονομία και στον ίδιο τον καταναλωτή αφού πολλοί κάτοχοι ομολόγων ήταν Έλληνες και αυτό θα είχε αντίκτυπο στην καταναλωτική τους ικανότητα όπως θα δούμε και μετέπειτα στο άρθρο), και ο κύριος παράγοντας της αποτυχίας οφείλεται στο γεγονός ότι η επαναδιαπραγμάτευση των ομολόγων ήρθε σε μια λάθος χρονική στιγμή και στην οποία οι κάτοχοι ήταν καλύτερα διασφαλισμένοι λόγω του ότι προηγήθηκε η υπογραφή του μνημονίου και πλέον η οικονομία θα βρισκόταν σε ένα ποιο ασφαλές πλαίσιο ανάκτησης των δανείων που δόθηκαν από τους δανειστές αλλά και από τους ίδιους τους κάτοχους ομολόγων που θεωρούνται ως και χαμηλού κινδύνου δανειστές (που αυτό αυξάνει την διαπραγματευτική τους ισχύ), και αυτό διαφαίνεται ότι παρόλο που το επίπεδο της διαπραγμάτευσης του ιδιωτικού χρέους (στις αναφορές μας για ιδιωτικό χρέος αναφερόμαστε στο χρέος που εκπίπτει κάτω από το PSI, εκείνο που επήλθε από τις αγορές δηλαδή προς το Ελληνικό κράτος) θεωρείται μια από τις ποιο υψηλές που έγιναν ποτέ και που έφτασε στο επίπεδο του 53,5% με ονομαστικούς όρους, εντούτοις αν υπήρχε μια ξεκάθαρη οικονομική στρατηγική εκ μέρους της Ελλάδας η οποία θα εξέθετε και την συστημικότητα της κρίσης της Ελλάδας προς τα έξω αλλά που θα έκανε και την διαπραγμάτευση του ιδιωτικού χρέους ποιο γρήγορα, τότε θα υπήρχε η άμεση απάλυνση του δημόσιου χρέους και δεν θα χρειάζονταν οι αυστηρές πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου το 2010.  Επίσης η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους πριν από την υπογραφή του μνημονίου και αφού θα είχε χαραχθεί μια συλλογική στρατηγική για το δημόσιο χρέος που θα εξέθετε και την συστημικότητα (η δημιουργία του European Systemic Risk Board τον Δεκέμβρη του 2010, αμέσως δηλαδή μετά την έναρξη της κρίσης στην Ελλάδα και μετέπειτα από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, αποδεικνύει και την συστημικότητα της κρίσης της Ελλάδας, δεν είναι όμως και η μόνη ένδειξη της συστημικότητας όπως θα δούμε και ποιο μετά) θα είχε ως αντίκτυπο την ακόμα καλύτερη διαπραγμάτευση του ιδιωτικού χρέους πέραν από το 53,5% που επιτεύχθηκε (η διαπραγμάτευση με τις ιδιωτικές εταιρείες, τους οργανισμούς και άλλες ομάδες κατόχων Ελληνικών ομολόγων εξελίχτηκε κατά την διάρκεια του 2011 με την προσφορά να γίνεται στις 21 Φεβρουαρίου 2012 και την Ελληνική Κυβέρνηση να περνά τον νόμο 4050/2012 στις 23 Φεβρουαρίου 2012 με τον οποίο τέθηκε υπό ενεργοποίηση ο όρος Collective Action Clause και ο οποίος προνοούσε ότι αν η υπέρ-πλειοψηφία (δηλαδή είτε τα 2/3 είτε τα 3/5 συνήθως) ενέθετε στο πρόγραμμα διαπραγμάτευσης και ανταλλαγής των ομολόγων τότε αυτό σήμαινε ότι στο πρόγραμμα θα συμμετείχαν αυτόματα και οι κάτοχοι οι οποίοι δεν ενέδωσαν την συγκατάθεση συμμετοχής τους στο πρόγραμμα.  Να αναφέρουμε ότι τα ομόλογα που εκδίδονται πάντα από μια κυβέρνηση υπό την δικαιοδοσία του εθνικού νόμου τότε αυτά θεωρούνται ως υψηλότερου ρίσκου καθότι η αρχή που εκδίδει τα ομόλογα μπορεί σε ένα μετέπειτα στάδιο να μεταβάλει αναδρομικά τους όρους των ομολόγων όπως και έγινε με την ψήφιση του νόμου 4050/2012, και κατά αυτό τον λόγω η συμμετοχή στην επαναδιαπραγμάτευση των ομολόγων που βρίσκονταν κάτω από την δικαιοδοσία του Ελληνικού νόμου domestic law bonds ήταν 85.8%, δηλαδή ομόλογα αξίας 152 δις Ευρώ, και η συμμετοχή στα ομόλογα που βρίσκονταν υπό την δικαιοδοσία ξένου νόμου foreign law bonds ανήλθε στο 69% δηλαδή ύψους 20 δις Ευρώ, κατά αυτό τον λόγω η κυβέρνηση όσον αφορά τα foreign law bonds για να αυξήσει το ποσοστό της συμμετοχής πάνω από το 69% δραστηριοποίησε τον όρο Collective Action Clause που εμπεριεχόταν στα foreign law bonds και που είχε ως αποτέλεσμα το τελικό ύψος των ομολόγων που αναδιαρθρώθηκαν να φτάνει το 96.9%, δηλαδή από τα ομόλογα με ονομαστική αξία συνόλου 206 δις Ευρώ, αναδιαρθρώθηκαν ομόλογα με ονομαστική αξία ύψους 199 δις Ευρώ).

Η κρίση στην Ελλάδα εκτός από τους διαχειριστές της, εκθέτει και αρχές του οικονομικού συστήματος και οι οποίες χρίζουν άμεσης αναθεώρησης και επαναπροσδιορισμού όπου για παράδειγμα η υποβάθμιση της Ελλάδας στην κατώτερη πιστοληπτική ικανότητα επήλθε μετά τον Ιούνιο του 2011 και αφότου η Ελλάδα ανακοίνωσε την πρόθεση της για επαναδιαπραγμάτευση των ιδιωτικών ομολόγων και αφότου τα spreads των Ελληνικών ομολόγων έφθασαν σε απίστευτα υψηλά επίπεδα.  Ο υποτιθέμενος ρόλος των οίκων αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας είναι να προειδοποιούν τις αγορές για ενδεχόμενους κινδύνους και προκλήσεις και οι οποίοι διαφάνηκαν από το 2010 όπου με την δίκαιη αξιολόγηση των κινδύνων εκ μέρους των οίκων η προσοχή θα έπεφτε από τότε στο ιδιωτικό ομολογιακό χρέος και θα αναζητείτο ποιο επιτακτικά η επαναδιαπραγμάτευση του και η μετέπειτα χάραξη μιας στρατηγικής αντιμετώπισης και του υπόλοιπου χρέους που δεν ήταν ιδιωτικό, βέβαια η προειδοποίησή από τους οίκους αξιολόγησης (Credit Rating Agencies) θα μπορούσε να επέλθει και πριν από το 2010 όπου υπήρχαν οι υπόνοιες για χειραγώγηση των στατιστικών του χρέους και κατά αυτό τον τρόπο να μπορούν να παρθούν ποιο άμεσα μέτρα.  Κατά αυτό τον τρόπο διαφαίνεται ότι ίσως υπήρχε σκοπιμότητα εκ μέρους των οίκων αξιολόγησης (για την ανάγκη αναδιάρθρωσης και του νομικού πλαισίου αδειοδότησης και ελέγχου των οίκων αξιολόγησης αναφέρεται και το De Larosiere Report) οι οποίοι επιδίωκαν την υπογραφή του μνημονίου που θα διασφάλιζε καλύτερα τους κατόχους του ιδιωτικού χρέους και μετέπειτα να υποβάθμιζαν την αξία της πιστοληπτικής ικανότητας και η οποία βρισκόταν ήδη στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Απρίλη του 2010 που τα spreads ανήλθαν σχεδόν στο 10% και η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αποταθεί στις αγορές για χρηματοδότηση και αποτάθηκε εν τέλει στην Τρόικα (ίσως ήταν εκεί η κατάλληλη στιγμή για χάραξη μιας ενιαίας από όλους τους εμπλεκόμενους στρατηγικής που θα οδηγούσε και σε καλύτερη διαπραγμάτευση του μη ιδιωτικού χρέους), επίσης αν οι οίκοι αξιολόγησης έριχναν την πιστοληπτική ικανότητα στο κατώτατο επίπεδο από εκείνη την περίοδο (δηλαδή τον Απρίλη του 2010) τότε και αφότου δεν προηγήθηκε η υπογραφή του μνημονίου, η διαπραγματευτική ισχύς θα βρισκόταν κατά κόρον υπέρ της Ελληνικής κυβέρνησης και η οποία με ένα γρήγορο κρατικό πλεόνασμα, κάποιες σημαντικές αλλαγές στην οικονομία που θα προσέλκυαν ξένες επενδύσεις και μια διεκδικητική διαπραγμάτευση του μη ιδιωτικού χρέους (προβάλλοντας την συστημικότητα) θα μπορούσε να αποφύγει κατά μεγάλο βαθμό την κρίση.

Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι οι αγορές δεν αντιλήφθηκαν το μέγεθος της ελληνικής κρίσης παρά μόνο όταν ανακοινώθηκε η αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους προς το κράτος (PSI), που αν γινόταν το αντίθετο (αν οι αγορές επιλαμβάνονταν του προβλήματος από το 2010 τότε αυτό θα ωθούσε την καλύτερη επαναδιαπραγμάτευση του ιδιωτικού χρέους και σε επίπεδο ακόμα του 70% αντί σε αυτό του 53,5%και στο οποίο θα μπορούσαν να δοθούν αποζημιώσεις ή και κάποια άλλα ωφελήματα σε κάποιους από τους 15.000 Έλληνες ομολογιούχους που έχασαν τα λεφτά τους και είχαν την περισσότερη ανάγκη και οι οποίοι δεν είχαν την γνώση για δημιουργία ενός διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου, και τα οποία οφέλη και αποζημιώσεις δεν θα χρειαζόταν να ήταν στο επίπεδο των ωφελημάτων που θα λάμβανε η χώρα από το κούρεμα) τότε το κράτος θα μπορούσε να εξοικονομήσει γύρω στα 40 επιπλέον δις, όμως η μειωμένη αντίληψη των αγορών (market inefficiencies) οδήγησε μόνο στην αντίδραση εκ μέρους τους στην δημόσια και άμεση πληροφόρηση που αφορούσε αυτό κάθε αυτού το κούρεμα του ελληνικού χρέους (όταν αυτή έγινε το 2011 και αφορούσε το κούρεμα των ομολόγων και ούτε καν στην ποιο έμμεση πληροφόρηση της υπογραφής του μνημονίου και του ήδη υπάρχοντος προβλήματος με τα spreads να βρίσκονται στο 10% από το 2010) και όχι στην πραγματική εικόνα της οικονομία ή κάποιας επένδυσης, και τα market inefficiencies που παρατηρήθηκαν επιβεβαιώνονται και από άλλες δομικές προκλήσεις (structural market anomalies) στην λειτουργία των αγορών όπως είναι αυτή που προαναφέρθηκε και αφορά την αναδρομική μετάλλαξη εκ μέρους ενός κράτος και μιας κυβέρνησης όπως των domestic law bonds αντί του εξ αρχής σωστού καθορισμού των όρων όπως το Collective Action Clause που υπήρχε εξ αρχής στα foreign law bonds.

Επίσης άλλο σημαντικό παράδειγμα που καταδεικνύει τα προβλήματα και τις δομικές αντιφάσεις καθώς και τoυς αλλοπρόσαλλους ορισμούς που επικρατούν στις διεθνείς αγορές είναι τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου (treasury bills) και παρόλο που αποτελούν μια μέθοδο βραχυπρόθεσμου δανεισμού, εντούτοις έχουν εξαιρετικά χαμηλό κίνδυνο (καθώς διατίθενται σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής αξίας και όπου επιστρέφεται η ονομαστική αξία στη λήξη), επίσης έχει και σταθερό επιτόκιο (επειδή είναι καθορισμένο και το ποσό της αποπληρωμής λόγω του ότι επιστρέφεται στην ονομαστική αξία στην λήξη), και αυτά είναι χαρακτηριστικά που διέπουν τον μακροπρόθεσμο δανεισμό και το χρηματοδοτικό κεφάλαιο (capital or productive capacity financing), αντί τον ποιο βραχυπρόθεσμο δανεισμό.  Από την άλλη πλευρά ομόλογα (debt-securities-bonds) χρησιμοποιούνται στην χρηματοδότηση μακροπρόθεσμου κεφαλαίου (η εν λόγω χρηματοδότηση δεν θεωρείται όμως ως παραχώρηση για παραγωγική δυνατότητα, άλλωστε διάφορες χώρες ούτε που καταλογίζουν στις οικονομικές καταστάσεις του κράτους το κρατικό κεφάλαιο, την παραγωγική δυνατότητα και τα κεφάλαια που κατευθύνονται από το κράτος και τον κρατικό προϋπολογισμό προς τις εν λόγω επιδιώξεις ή και αν καταλογίζουν τότε η μεθοδολογία είναι προβληματική όπως προαναφέραμε με τα ESA και ESS, πως θα μπορούσαν τότε να διαχωρίσουν μεταξύ του ποιο μακροπρόθεσμου χρηματοδοτικού κεφαλαίου και του ποιο βραχυπρόθεσμου που δίνεται για τις λειτουργίες της επιχείρησης) και παρόλο που και αυτά θεωρούνται ως χαμηλού κάπως ρίσκου, εντούτοις μπορούν να διατεθούν και σε κυμαινόμενο επιτόκιο που αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό του working capital financing (δηλαδή των λειτουργικών διατάξεων της εταιρείας/επιχείρησής) αντί του ποιο μακροπρόθεσμου χρηματοδοτικού financing, και όπου το κυμαινόμενο επιτόκιο εκπληρώνει την μεταβολή σύμφωνα και με την μετάλλαξη της κατάστασης του κεφαλαίου κίνησης της εταιρείας/επιχείρησης και πως η συγκεκριμένη μετάλλαξη επηρεάζει τον κίνδυνο στο δάνειο (για παράδειγμα μια ποιο παράτολμη διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης θεωρείται ότι αυξάνει και το εν λόγω ρίσκο του δανεισμού άρα το επιτόκιο θα έπρεπε να μεταβαλλόταν, βέβαια ο κάθε κλάδος και τομέας μιας οικονομίας έχει και τα δικά του αποδεκτά επίπεδα κεφαλαίου κίνησης, όπως για παράδειγμα σε συγκεκριμένους κλάδους του λιανεμπορίου όπου υπάρχει συνεχιζόμενη ροή ρευστότητας τότε η ανάγκη διατήρησης και ‘επένδυσης΄ σε working capital είναι αρκετά χαμηλότερη από ένα οποιονδήποτε άλλο κλάδο, κατά αυτό τον τρόπο το τι είναι αποδεκτό και τι όχι καθορίζεται και από το πλαίσιο).

Η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Τρόικα και στο όλο χρονικό της κρίσης της Ελλάδας θεωρείται ως αδικαιολόγητη (εκτός βέβαια στις περιπτώσεις που ενδείκνυται η παροχή Emergency Liquidity Assistance και το οποίο είναι μια από τις λειτουργίες και υποχρεώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να υποστηρίξει δηλαδή την ρευστότητα των τραπεζών σε δύσκολες καταστάσεις, και το οποίο πάλι θα μπορούσε να αποφευχθεί αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκανε σωστά την δουλειά της.  Δηλαδή αν το συγκρίνουμε με το πλαίσιο του στρατηγικού και του επιχειρησιακού, τότε η ΕΚΤ είναι ο θεσμός που έχει την ευθύνη του στρατηγικού πλαισίου της χρηματοοικονομικής πολιτικής, και οργανισμοί όπως το EBA το ποιο επιχειρησιακό, βέβαια πολλές φορές το στρατηγικό κομμάτι αλληλοκαλύπτει το επιχειρησιακό κομμάτι σε περιπτώσεις που αποτυγχάνει ή δεν λειτουργεί σωστά, όπως για παράδειγμα αν λειτουργούσε τον χρηματοδοτικό μηχανισμό η Κεντρική Τράπεζα σωστά τότε έστω και αν η EBA, η οποία και δημιουργήθηκε μόλις το 2011 έτσι μπορούμε να πάρουμε και άλλους οργανισμούς σαν παράδειγμα, δεν είχε θέσει το σωστό νομικό πλαίσιο για την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου τότε μερικά από τα προβλήματα που θα δημιουργούνταν θα αποφεύγονταν λόγω καλής λειτουργίας της ΕΚΤ και του στρατηγικού τομέα, όμως για την ολοκληρωμένη επιτυχία του στρατηγικού χρειάζονται και το επιχειρησιακό και τα διάφορα μέρη που το απαρτίζουν καθώς είναι και το επιχειρησιακό κομμάτι της στρατηγικής, απλός η ΕΚΤ είναι άμεσα συνυφασμένη με το στρατηγικό) και εκθέτει τον ίδιο τον θεσμό της Τράπεζας και την ποιο σημαντική της παράμετρο, αυτή της ανεξαρτησίας της.  Ακόμα και με την δικαιολογία ότι η εμπλοκή της Τράπεζας επιβάλλεται για την αναθεώρηση διαδικασιών στην λειτουργία των Τραπεζών τότε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το EBA (European Banking Authority) ούτως ώστε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μείνει αμέτοχη στην όλη κρίση, και παρόλο που το EBA συστάθηκε μόλις στις αρχές του 2011 όπως προαναφέραμε, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και μετέπειτα ή και να εμπλεκόταν ένας άλλος οργανισμός παρά το EBA και την ΕΚΤ.  Είναι αδιανόητο η Κεντρική Τράπεζα να βρίσκεται σε μια ομάδα (την Τρόικα δηλαδή) με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF) και να αποφασίζει για τις πολιτικές που θα ακολουθήσει μια χώρα, αλλά συνάμα η κυριότερη λειτουργία και ασχολία της να είναι η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής σύμφωνα και με τις πολιτικές και τα οικονομικά δεδομένα που επικρατούν στην χώρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα.  Άλλωστε τους οποιουσδήποτε νόμους καθορίζει η ΕΚΤ διέπουν όλη την Νομισματική Ένωση και η πολιτική της τράπεζας είναι ενιαία, άρα η διάκριση της και η ενασχόληση της με την κρίση στην Ελλάδα είναι σαν να αποσυνθέτει την υποτιθέμενη ενιαία και αδιαχώριστη πολιτική που πρέπει να ακολουθεί στην Ένωση (και η οποία καθορίζεται ξεκάθαρα και από τo Άρθρο 3 των exclusive competences).  Κατά αυτό τον τρόπο, τα λάθη της ΕΚΤ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για την καλύτερη διαπραγμάτευση του μη ιδιωτικού χρέους προς την Ελληνική κυβέρνηση.  

Τα λάθη όμως της ΕΚΤ δεν περιορίζονται στην μεταμνημονιακή εποχή αλλά ξεκινούν ήδη από το 2001 και την ένταξη στην Ευρωζώνη, και για τα οποία λάθη η ΕΚΤ έχει υψηλό μερίδιο ευθύνης αν αναλογιστεί κάποιος τα exclusive competence που προαναφέραμε.  Βέβαια, ένα από τα προβλήματα και λάθη που έγιναν από το 2001 και μετέπειτα, αφορά την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου και την άναρχη άνοδο συγκεκριμένων κλάδων της οικονομία όπως ο κατασκευαστικός, και κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτό δεν ήταν ο ρόλος της ΕΚΤ αλλά μιας αρχής όπως η EBA (και η οποία δημιουργήθηκε για τα ποιο ποιοτικά θέματα του χρηματοπιστωτικού τομέα, παρά με τον χρηματοδοτικό μηχανισμό που αφορά αποκλειστικά την ΕΚΤ.  Βέβαια ούτε και η ίδια η ΕΕ δεν έχει διαλευκάνει τον πραγματικό και ουσιαστικό διαχωρισμό μεταξύ των συγκεκριμένων οργανισμών) και καθώς αφού δεν υπήρχε η EBA αυτό ήταν μια υποχρέωση των εκάστοτε κυβερνήσεων ή της εκάστοτε Κεντρικής Τράπεζας στην κάθε χώρα που ασχολούνται με τα ποιο regulatory matters και όχι με την αυτή κάθε αυτού νομισματική πολιτική.  Εδώ να αναφέρουμε ότι οι διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθεί μια Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο της νομισματικής της πολιτικής θα πρέπει να είναι πάρα πολύ ξεκάθαρες (προβλήματα βέβαια δημιουργούνται και από διάφορες τάσεις στις οικονομικές θεωρήσεις όπου διίστανται οι απόψεις αν στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να είναι ακόλουθος ή οδηγός, η απάντηση βέβαια είναι ότι μπορεί να είναι και ακόλουθος και οδηγός εξαρτωμένου και από ποια άποψη το βλέπει ο καθένας με απώτερο σκοπό την διατήρηση του τελικού αποτελέσματος, που είναι η επίτευξη του optimum στην νομισματική πολιτική άλλωστε γι’ αυτό ονομάζεται και χρηματοδοτικός μηχανισμός επειδή μεταβάλλεται ανάλογα για την διατήρηση του optimum, και ποιο είναι όμως το optimum δεν θα το συζητήσουμε επί του παρόντος άρθρου) και παρόλο που τα ποιο regulatory matters όπως το πόσο εξασφαλισμένα είναι τα δάνεια που δόθηκαν από τις τράπεζες, είναι μια αρμοδιότητα του EBA, εντούτοις αν η ΕΚΤ ακολουθούσε μια σωστή νομισματική πολιτική όπως θα δούμε ποιο κάτω (και πριν από το 2001) τότε προβλήματα όπως η υπερβολική εξάρτηση σε κλάδους όπως τον κατασκευαστικό (που επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την εισαγόμενη κρίση του 2008 η οποία υπέρ-πολλαπλασιάστηκε από τα ήδη υπάρχοντα ελλείματα και την αδυναμία του κράτους να ανταπεξέλθει, και την μεταβλητότητα του κατασκευαστικού κλάδου από τα external shocks) δεν θα υπήρχαν, άρα πέρα από τα όσα ειπώθηκαν και ποιο πριν για θέματα ανεξαρτησίας και αρμοδιοτήτων μεταξύ των οργανισμών, οι ευθύνες της ΕΚΤ βρίσκονται εκεί και είναι σημαντικές και κατά την περίοδο του 2001-2010.

Όπως προαναφέραμε ποιο πάνω, σημαντική πρακτική που θα έπρεπε να ακολουθείτο από την Κεντρική Τράπεζα είναι αυτή του Monetarism prioritization όπου καθορίζεται προτεραιότητα ως προς τον τρόπο που δίνονται τα δάνεια σε μια οικονομία, κατά αυτό τον τρόπο πρώτα τα δάνεια δίνονται στις τράπεζες και με τρόπο που να διασφαλίζεται και η βιωσιμότητα και ρευστότητα τους (both solvency and liquidity), και αφότου δοθούν στις τράπεζες τότε από τις τράπεζες δίνονται στις επιχειρήσεις με τρόπο που να διασφαλίζεται και εκείνων η βιωσιμότητα τους (δίνοντας έμφαση στο revenue sustainability, στο structure του κλάδου, την εισπραξιμότητα, στο επίπεδο της αύξησης του στο παρελθόν ούτως ώστε να μην υπάρχει κάποια απότομη αύξηση που να ήταν πλασματική και δυσανάλογη και ανεξήγητη ως προς την γενικότερη αύξηση του ΑΕΠ business to intra-sectoral comparisons and sector to intra-economy comparisons as well as period comparisons, όπως και το diversification στους κλάδους που δίνονται τα δάνεια, κάτι που δεν έγινε με τον κατασκευαστικό κλάδο στην Ελλάδα στο θέμα διαφοροποίησης, ούτως ώστε να μην στηρίζονται αποκλειστικά σε κάποιους κλάδους που να είναι και αλληλοεπηρεαζόμενοι, δηλαδή δεν αρκεί η επιφανειακή διαφοροποίηση superficial diversification του χαρτοφυλακίου αλλά και η ουσιαστική διαφοροποίηση substantive diversification του που λαμβάνει υπόψη και τον αλληλοεπηρεασμό μεταξύ των κλάδων sectoral interdependence), μετέπειτα τα καταναλωτικά δάνεια θα πρέπει να δίνονται στο τέλος και αφότου ο χρηματοδοτικός μηχανισμός έχει διασφαλίσει την βιωσιμότητα των τραπεζών και των επιχειρήσεων (κατά αυτό τον τρόπο το monetarism prioritization θεωρείται ως ένας εξαιρετικά σημαντικός τρόπος διασφάλισης των τραπεζών και διέρχεται μέσα από τους τρόπους όχι των ίδιων των τραπεζών αλλά της Κεντρικής Τράπεζας, the importance of strategic monetarism), και αυτό επειδή με μια ανασκόπηση των εισοδημάτων κάποιου μπορεί η τράπεζα να θεωρήσει ότι είναι βιώσιμο να δοθεί ένα καταναλωτικό ή και ακόμα ένα στεγαστικό δάνειο σε κάποιον, όμως αν η επιχείρηση που τον εργοδοτεί δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα τότε σε κάποια στιγμή τα εισοδήματα του μπορεί να μειωθούν χωρίς ο δότης του δανείου να αντιληφθεί τον κίνδυνο της επικείμενης μείωσης, έτσι η Κεντρική τράπεζα θα πρέπει πρώτα να επιβεβαιώνει το long term sustainability του τραπεζικού τομέα, έπειτα το long term sustainability του τομέα των επιχειρήσεων και έπειτα το long term sustainability του οποιουδήποτε καταναλωτή και καταναλωτικού δανείου (πολλές φορές χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που παρέχουν καταναλωτικά δάνεια αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο ρίσκο λόγω της απουσίας εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας του monetarism prioritization που προαναφέραμε, όπως για παράδειγμα μπορεί να θεωρήσουμε ότι έγινε και με το Συνεργατικό Ίδρυμα στην Κύπρο και εκτός αν λάβει κανείς υπόψη τα δάνεια που δόθηκαν χωρίς εξασφαλίσεις), και η συγκεκριμένη λειτουργία είναι αναπόσπαστο κομμάτι του χρηματοδοτικού μηχανισμού και κατά αυτό τον τρόπο της ΕΚΤ, έτσι όσον αφορά τον διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, institutional disorientation (το institutional disorientation δεν αφορά μόνο την σχέση ΕΚΤ και ΕΒΑ αλλά και αυτή μιας οποιασδήποτε Κεντρικής Τράπεζας με ένα οποιοδήποτε υπουργείο σε οποιανδήποτε χώρα και κυρίως με το Υπουργείο Οικονομικών), τότε κάτω από την ΕΚΤ θα πρέπει να τεθεί οτιδήποτε είναι άμεσα συνυφασμένο με τον χρηματοδοτικό μηχανισμό και κατά αυτό τον τρόπο των exclusive competence που δίνονται από το Άρθρο 3 του TFEU.

Επιπρόσθετα, το cyclicality του φορολογικού συστήματος στην Ελλάδα όχι μόνο δημιούργησε την κρίση, αλλά ούτε και κατάφερε να την αποτρέψει, ούτε και να μην την επιδεινώσει.  Και όταν αναφερόμαστε σε cyclicality του φορολογικού συστήματος εννοούμε την ικανότητα του φορολογικού συστήματος να ανταποκριθεί σε υπεραύξηση των εσόδων του κράτους σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας όπως και στην μείωση των εσόδων του κράτους σε περιόδους οικονομικής κρίσης.  Δηλαδή το φορολογικό σύστημα μιας χώρας θα πρέπει να είναι με τρόπο διαβαθμισμένο και καθορισμένο ούτως ώστε να λειτουργεί αντίθετα από την τάση (countercyclical) που επικρατεί στην οικονομία, επειδή αν λειτουργεί σύμφωνα με την τάση τότε δεν υπάρχει η διατήρηση των εισοδημάτων του κράτους σε ένα μακροπρόθεσμο ορίζοντα, και σε περιόδους δηλαδή κρίσης και σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας, με αποτέλεσμα τα εισοδήματα του κράτους να καταρρέουν σε περιόδους κρίσης, όπως και έγινε στην Ελλάδα.  Βέβαια, θα μπορούσε να ήταν countercyclical ως προς τα εισοδήματα του κράτους αλλά να ήταν cyclical ως προς την αύξηση της οικονομίας αυτής κάθε αυτού, για παράδειγμα αν μειωνόταν ο φόρος στην πώληση ακινήτων κατά την περίοδο οικονομικής ευμάρειας και αυξανόταν κατά την περίοδο οικονομικής κρίσης τότε το συγκεκριμένο μέτρο θεωρείται ως countercyclical προς τα έσοδα του κράτους, θεωρείται όμως cyclical ως προς τους κύκλους της οικονομίας αυτής κάθε αυτού (δηλαδή όταν μειώνεις τον φόρο σε περίοδο ευμάρειας για να μειώσεις τα έσοδα του κράτους και να τα αυξήσεις σε περιόδους κρίσης ναι μεν δημιουργείς countercyclical effect στα έσοδα του κράτους, αλλά ενθαρρύνεις την οικονομία να αυξηθεί ακόμα περισσότερο και να μειωθεί ακόμα περισσότερο αντίστοιχα, το οποίο είναι ένα cyclical effect, άρα εμείς αναζητούμε μέτρα τα οποία να έχουν countercyclical effect και στα δύο, δηλαδή και στα έσοδα του κράτους και στους κύκλους της οικονομίας.  Ένα παράδειγμα ενός μέτρου που θα ήταν countercyclical ως προς τα έσοδα του κράτους αλλά και ως προς τους κύκλους της οικονομίας, είναι η αύξηση της φορολογίας σε περίοδο ευμάρειας σε στοιχηματικές εταιρείες και η μείωση της σε περιόδους κρίσης.  Επίσης, η αφηρημένη ερμηνεία και αφομοίωση μιας συγκεκριμένης οικονομικής θεωρίας μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην πράξη, για παράδειγμα μπορεί να αναφερόμαστε σε countercyclical fiscal policies στις οποίες μειώνονται οι φόροι και αυξάνονται τα έξοδα του κράτους σε περιόδους κρίσης και το αντίθετο σε περιόδους ευμάρειας για να επηρεαστεί ο κύκλος της οικονομίας και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν το συγκεκριμένο μέτρο είναι όντως countercyclical στον προϋπολογισμό του κράτους αυτό κάθε αυτού όπως προαναφέραμε, και ο οποίος προϋπολογισμός ήταν το κύριο πρόβλημα και παράγοντας στην κρίσης της Ελλάδος, έτσι στο παρών άρθρο αναφερόμαστε σε countercyclical measures ως προς και τους κύκλους της οικονομίας αλλά και ως προς τον ίδιο τον προϋπολογισμό του κράτους).  Ο καθορισμός stress tests στον προϋπολογισμό του κράτους είναι ακόμα μια σημαντική παράμετρος, για το πως δηλαδή μια μείωση στο ΑΕΠ θα επιφέρει μείωση σε ένα τομέα των εσόδων και ο οποίος τομέας όμως έχει πολλαπλασιαστική επίπτωση σε άλλα έσοδα του κράτους, όπως για παράδειγμα μια αύξηση στα κατασκευαστικά υλικά θα επιφέρει επιδείνωση στον κατασκευαστικό κλάδο ο οποίος θα επιφέρει μείωση σε άλλα έσοδα από καταναλωτικούς φόρους (ότι και έγινε στην Ελλάδα, όμως το triggering factor, ήταν τα external shocks από την παγκόσμια οικονομική κρίση και όχι μια αύξηση στα κατασκευαστικά υλικά.  Η ανάλυση του αλληλοεπηρεασμού στα έσοδα του κράτους μεταξύ τους και η έκθεση τους σε stress testing, καθορίζεται ως the interdependence of budget revenue streams).

Επεκτείνοντας στο θέμα του cyclicality του φορολογικού συστήματος στην Ελλάδα, η μείωση του κατασκευαστικού τομέα είχε πολλαπλές συνέπειες στο δημόσιο χρέος (που αποδεικνύει και το υψηλό ρίσκο του κλάδου και εκθέτει την σημασία που του επιδόθηκε από τους λειτουργούς του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή μια μείωση στον κατασκευαστικό κλάδο θεωρείται ως a multi-effect economic factor στο πλαίσιο της κρίσης στην Ελλάδα) α) επηρέασε την προστιθέμενη αξία της ευρύτερης παραγωγικής αλυσίδας όπου η ίδια άμεση συνεισφορά του κλάδου στο ΑΕΠ μειώθηκε από 22,4 δις. το 2007 σε 10,1 δις. το 2016 (και καθώς το χρέος αποτυπώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, που σημαίνει ένας παράγοντας που επηρεάζει και τα εισοδήματα αυξάνοντας το χρέος αλλά και το ΑΕΠ θεωρείται ως υψηλού ρίσκου παράγοντας ο οποίος επηρεάζει και τον παρονομαστή και τον αριθμητή στην αποτύπωση του κρατικού χρέους) β) η μείωση στον κλάδο επέφερε μείωση στις θέσεις εργασίας από 580 χιλιάδες άτομα το 2008, σε μόλις 333 χιλιάδες άτομα το 2016, και η οποία μείωση είχε ως άμεσο αντίκτυπο στα έσοδα της χώρας λόγω στην μείωση στους φόρους κατανάλωσης οι οποίοι είναι μια σημαντική παράμετρος στα έσοδα του κράτους, επίσης η αύξηση της ανεργίας έφερε μεγαλύτερες ανάγκες από την υποχρέωση καταβολής ανεργιακών και άλλων επιδομάτων,  γ) η μείωση στον κλάδο επέφερε και μείωση στους φόρους που επέρχονται από τον κλάδο (τα προηγούμενα χρόνια λόγω της αύξησης των εισοδημάτων το κράτος εισήλθε σε ένα φαύλο κύκλο αύξησης των δαπανών και των εσόδων, στα οποία δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει και να μειώσει μόλις επήλθε η μείωση στα εισοδήματα λόγω και της πίεσης από τους ψηφοφόρους οι οποίοι επικαρπωνόταν πλέον τις ενισχυμένες εισπράξεις του κράτους από τα προηγούμενα χρόνια).  Χαρακτηριστικά, οι ετήσιες επενδύσεις σε κατοικίες υποχώρησαν από 24,8 δις το 2007 σε 1,1 δις το 2017 (μια μείωση της τάξης του 95,4%), και οι νέες άδειες οικοδομής από 80 χιλιάδες που ήταν το 2007, ανήλθαν μόλις στις 14 χιλιάδες το 2017.  Επίσης, οι εισπράξεις από μη επαναλαμβανόμενους φόρους που αφορούν τις συναλλαγές ακινήτων όπως το ΦΠΑ στις οικοδομές, ο φόρος μεταβίβασης, ο φόρος κληρονομιάς και ο φόρος υπεραξίας μειώθηκαν από τα 2,7 δις το 2008 στα μόλις 900 εκατ. το 2017, και για την κάλυψη του συγκεκριμένου κενού η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αυξήσει τους φόρους ιδιοκτησίας της ακίνητης περιουσίας όπως ο ΕΝΦΙΑ (Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων, και ο οποίος εισάχθηκε στο φορολογικό σύστημα λανθασμένα βέβαια από το 2014 και εν μέσω της κρίσης), το Τέλος Ακίνητης Ιδιοκτησίας, ούτως ώστε να αυξηθούν τα εισοδήματα από τους εν λόγω φόρους από 2 δις το 2008 στα 4,8 δις το 2016 (όμως η συγκεκριμένη αντιστάθμιση θεωρείται ως μια εξαιρετικά επιφανειακή και αλόγιστη προσέγγιση, καθώς η συγκεκριμένη αύξηση εμπεριέχει άλλες παραμέτρους όπως η πολλαπλάσια μείωση στην αγοραστική δυνατότητα με μείωση στην είσπραξη από φόρους κατανάλωσης που αποτελούν την κύρια πηγή εισοδημάτων για το κράτος).  Το κενό από την μείωση στους φόρους που αφορούν τις συναλλαγές ακινήτων θα μπορούσε να τοποθετηθούν άλλοι φόροι με εισοδηματικά κριτήρια, αλλά και φόροι σε υπηρεσίες και προϊόντα τα οποία δεν έχουν εγχώρια adding value activities, δηλαδή στηρίζονται πολύ στα imported goods and services (το να φορολογήσει κάποιος εισοδηματικά και όπως επηρεάζονται οι εισαγωγές δεν είναι ενάντια στα single market regulations επειδή δεν φορολογείς άμεσα συγκεκριμένες εισαγωγές παρά μόνο συγκεκριμένες πτυχές τους, και κάποιος θα μπορούσε να αναλογιστεί και τα derogations που απολαμβάνουν διάφορες χώρες σε διάφορα θέματα, αλλά και του εκτάκτου της κρίσης που εκδηλώθηκε στην Ελλάδα.  Επίσης, θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε και με το γεγονός ότι μια χώρα θα μπορούσε να θέσει υψηλό κατώτατο όριο μισθού το οποίο θα επηρέαζε την ζήτηση υπαλλήλων με χαμηλότερες γνώσεις και προσόντα και από χώρες με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και οικονομία, τότε πως θα μπορούσε ένας φόρος σε κλάδους κατηγορίες μονάδων και ατόμων που επηρεάζουν έμμεσα τις εισαγωγές να θεωρηθεί ως ενάντια στα single market regulations, ιδιαιτέρως αφού υπάρχουν ήδη φόροι βάσει εισοδηματικών κριτηρίων και Πανευρωπαϊκά). 

Ποια όμως θα έπρεπε να ήταν η οικονομική στρατηγική που θα ακολουθείτο ούτως ώστε να αποφευχθεί η κρίση στην Ελλάδα, και όντως υπάρχει η πιθανότητα ακόμα και στην ύστατή, δηλαδή έστω και τώρα και μετέπειτα σχεδόν μιας δεκαετίας παρατεταμένης κρίσης στην Ελλάδα, να αντιστραφεί και να καθοριστεί ένα σχέδιο απάλυνσης και εξόδου από την κρίση (ιδιαίτερα καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες που θα αντιστρέψουν το επίπεδο και την σχέση χρέους με ΑΕΠ, έχουν καθοριστεί και μέχρι το 2060);  Καταρχάς, η πολιτική ηγεσία προσέτρεξε να υπογράψει το μνημόνιο πριν και από την διαπραγμάτευση του ιδιωτικού χρέους (PSI – private sector involvement) λόγω του ότι δεν μπορούσε να αναλάβει το πολιτικό κόστος της έστω και ποιο περιορισμένης μείωσης των εξόδων του κράτους και θέλησε να περιπλέξει την τρόικα ως δικαιολογία στις περικοπές (άρα εξ αρχής ακολουθήθηκε λάθος στρατηγική η οποία στέρησε στην χώρα την καλύτερη διαπραγμάτευση στο PSI, και με λίγα λόγια η κυβέρνηση τότε Παπανδρέου προτίμησε να περιπλέξει την χώρα σε μια μακροπρόθεσμη κρίση παρά να θεωρηθεί η ίδια υπαίτια για την έστω και ιδιαιτέρως πολύ ποιο περιορισμένη μείωση στις οποιεσδήποτε δαπάνες, δηλαδή ο άκρατος λαϊκισμός, κάτι που έκανε βέβαια και η κυβέρνηση Καραμανλή με τον έκτοτε υπουργό κ.  Αλογοσκούφη, και από τις οποίες δαπάνες ο Ελληνικός λαός απολάμβανε σημαντικά οφέλη και ήταν ανέτοιμος να δεκτή ακόμα και την περιορισμένη μείωση).  Και καθώς ήταν πλέον αντιληπτό ότι θα οδηγούμασταν σε μνημόνιο και ότι η έκτοτε πολιτική ηγεσία έκτρεφε με τις πράξεις της αδιαπραγμάτευτα τον λαϊκισμό, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε υποχρέωση να συγκαλέσει όλους τους πολιτικούς ηγέτες και όλα τα πολιτικά κόμματα και να χαράξει μια ενιαία στρατηγική που να ήταν αποδεκτή από όλους και ούτως ώστε να μην θεωρηθεί ο οποιοσδήποτε υπεύθυνος του οποιουδήποτε αντίκτυπου από την ήδη υπάρχον προβληματική κατάσταση. Επίσης, η σύγκλιση Συμβουλίου υπό του Προέδρου θα έστελνε το μήνυμα στον κόσμο ο οποίος τώρα μπορεί να αντιλαμβάνεται ότι μια και έστω μικρή μείωση στις δαπάνες για να αποφευγόταν η Τρόικα θα ήταν προτιμότερη, τότε όμως δεν μπορούσε να το αντιληφθεί, έτσι η συγκεκριμένη ευθύνη άνηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους πολιτικούς ηγέτες να την αναλάβουν και να την καθοδηγήσουν, ούτως ώστε να αποσοβηθεί το time lag στην αντίληψη του κόσμου.

Οι βασικές παράμετροι της στρατηγικής σύγκλισης εκ μέρους του προέδρου, εκτός από την καλύτερη χρονικά διαπραγμάτευση του PSI που θα επέφερε και εξοικονόμηση μέχρι και 40-50 δις.  Ευρώ για την Ελλάδα, θα έπρεπε να κατευθυνθεί και στην προσέλκυση συγκεκριμένων επενδύσεων (όπως θα δούμε εκτενέστερα μετέπειτα, και μέσω της δωρεάν διάθεσης υπαλληλικού δυναμικού από τον δημόσιο τομέα), αλλά και ενίσχυσης των ήδη υπαρχόντων δομών και επιχειρήσεων (και με την κατάλληλη ενημέρωση και εκπαίδευση τους, όπως θα δούμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα επιχειρήσεων μετέπειτα), και οι οποίες μεταρρυθμίσεις, πρακτικές και τακτικές θα αποσκοπούσαν στην αύξηση και ενίσχυση του substitutability με τον Ευρωπαϊκό Νότο (κυρίως με την Ιταλία που είναι η 8η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και έχει και κοινή ιστορία, πολιτισμό και παραγωγικές δομές με την Ελλάδα αλλά και η οποία Ιταλία έχει τους ίδιους κυρίως δανειστές με την Ελλάδα και το κρατικό της χρέος ανέρχεται στο ύψος του 2,3 τρισεκατομμύρια Ευρώ και είναι ένα αδιαμφισβήτητα υπολογίσιμο ποσό για να συναινέσει τους δανειστές σε ένα συμβιβασμό και στο μη ιδιωτικό χρέος της Ελλάδας καθώς μια έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ δεν θα καθιστούσε μόνο την αποπληρωμή του Ελληνικού χρέους αμφισβητούμενη αλλά και εκείνη του Ιταλικού καθώς η έξοδος της Ελλάδας θα οδηγούσε και την Ιταλία σε έξοδο από το Ευρώ διότι δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί με τα Ελληνικά προϊόντα τα οποία θα είναι τώρα φθηνότερα στην Ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά.  Η αναφορά σε  substitutability πηγάζει από την ανάγκη παραλληλισμού της Ελληνικής αγοράς με τα προϊόντα παραγωγής και τις υπηρεσίες που παρέχει η Ιταλία ούτως ώστε να ενισχυθεί όχι μόνο το substitutability αλλά και η διαπραγματευτική ισχύ της Ελλάδας για έξοδο από το Ευρώ, και το οποίο substitutability ήδη υπάρχει και υφίσταται  και η πρακτικότητα του τονίζεται από το transport substitutability λόγω της εγγύτητας δηλαδή οι δύο χώρες είναι ανταγωνιστές στην παροχή υπηρεσιών μέσω λιμανιών και αεροδρομίων, μέσω του mineral substitutability, του farming substitutability, του sea resources substitutability (λόγω και της εγγύτητας), καθώς επίσης και του industry substitutability.  Η θεωρία αλλά και η πρακτικότητα του substitutability ενισχύεται και από το γεγονός ότι η Ιταλική οικονομία δεν είναι ενεργειακά αυτόνομη και αυτό θα πολλαπλασίαζε ακόμα περισσότερο τον επηρεασμό από την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, κατά αυτό τον τρόπο η Ελλάδα με την σειρά της θα μπορούσε να γίνει και εξαγωγική δύναμη ενέργειας όπως βωξίτης και λιγνίτης προς την Ιταλία η οποία θα κατέφευγε στην Ελλάδα για την ποιο φθηνή ενέργεια η οποία θα συναλλασσόταν πλέον σε ένα ποιο ισότιμο με το εθνικό νόμισμα της Ιταλίας, παρά με το Ευρώ.  Επίσης μια έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ δεν θα επηρέαζε μόνο την Ιταλία αλλά και την Πορτογαλία η οποία βρίσκεται και εκείνη σε παρατεταμένη κρίση από το 2008.  Κατά αυτό τον τρόπο λόγω του substitutability η έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ θα έκανε τα προϊόντα της πολύ ποιο φθηνά έναντι της Ιταλίας και θα έσπρωχνε και την Ιταλία άμεσα εκτός του Ευρώ, επίσης το συγκεκριμένο πρακτικό παράδειγμα δείχνει το λόγο που τα οικονομικά θεωρούνται ως μια κοινωνική επιστήμη διότι η πολιτισμική, ιστορική και γεωγραφική εγγύτητα στις δύο χώρες δημιουργεί και οικονομικούς παραλληλισμούς), ούτως ώστε να αυξήσει την συστηματικότητα και την διαπραγματευτική ισχύ προς τους δανειστές για το κούρεμα του δημοσίου χρέους (το κούρεμα του ιδιωτικού χρέους έχει ήδη γίνει με το PSI), με το πρόσχημα της εξόδου από το Ευρώ και την Ευρωζώνη.  Να αναφέρουμε ότι για το κούρεμα ενός διμερούς διακρατικού δανείου (sovereign debt) ή ενός δανείου το οποίο δόθηκε στην εκάστοτε χώρα από τράπεζες της δεύτερης χώρας αλλά το κράτος έχει εγγυήσεις στα συγκεκριμένα δάνεια (όπως στην περίπτωση της Ελλάδας με την Γερμανία και την Γαλλία πριν από την κρίση), το μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται στην αδυναμία πειθώ της εκάστοτε κυβέρνησης προς τους ψηφοφόρους της και φορολογούμενους της για το κούρεμα ενός χρέους που υφίσταται σε μια τρίτη χώρα, κατά αυτό τον τρόπο έγκειτο και η ανάγκη συμπερίληψης στην τακτική και στρατηγική εξόδου από την κρίση, και την ανάδειξη της συστημικότητας και ενίσχυσης του substitutability.  Μέσα στο πλαίσιο της εν λόγω στρατηγικής θα έπρεπε να αναδεικνύεται και η ενεργειακή αυτονομία της χώρας, και η οποία αυτονομία είναι σημαντική παράμετρος στο να αντέξει μια χώρα μια επικείμενη έξοδο από το Ευρώ, κατά αυτό τον τρόπο οι ενέργειες της κυβέρνησης Τσίπρα για την δήθεν έξοδο από το Ευρώ και το δημοψήφισμα του 2015 δεν θεωρούνται ως αξιόπιστες καθώς δεν ακολουθήθηκαν οποιαδήποτε μέτρα για την ενεργειακή αυτονομία της χώρας (θα μπορούσαν να εξευρεθούν τρόποι για την ακόμα 100% ενεργειακή αυτονομία της Ελλάδας που θα καθιστούσε ακόμα ποιο επιτυχείς την συγκεκριμένη τακτική, και αυτό έχει να κάνει με την αύξηση της παραγωγής λιγνίτη και βωξίτη αλλά και την τοποθέτηση ειδικών φίλτρων άνθρακα στα εργοστάσια και τα οποία θα μείωναν κατά πολύ τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και την Υγεία, σε ποιο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και μέχρι την αποκατάσταση της χώρας από την κρίση, καθώς επίσης και επικείμενες επενδύσεις από ξένες εταιρείες θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στον τομέα της ενέργειας).

Στην χάραξη της στρατηγικής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και από τα πολιτικά κόμματα (εκτός από την απουσία επαρκούς και εντελεχούς ενημέρωσης προς τους εμπλεκόμενους, καθώς και άλλων disclosures και information κατά την διάρκεια της κρίσης), θα έπρεπε να αναδεικνύονται και η τεράστιες ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός από εκείνες τις ευθύνες που υφίστανται εκ μέρους της ΕΚΤ, και αυτό απορρέει και από την πρωταρχικότητα (του αλλιώς λεγόμενου και Κοινοτικού κεκτημένου, Acquis Communautaire) και του Ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του Ελληνικού (βέβαια αυτή η πρωταρχικότητα δεν κατοχυρώνεται και μέσα από το ελληνικό σύνταγμα λόγω και της απαγόρευσης αναθεώρησης των θεμελιωδών αρχών και άρθρων του Ελληνικού συντάγματος, όμως γενικότερα το σύστημα δικαίου παρά την μη κατοχύρωση από το Σύνταγμα της πρωταρχικότητας, εντούτοις σέβεται πλήρως την ανωτερότητα του Ευρωπαϊκού δικαίου, αλλά και αν αναλογιστεί κανείς ότι στην Κύπρο η εν λόγω πρωταρχικότητα είναι καθορισμένη από το Σύνταγμα, εντούτοις η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έλαβε τις ποιο αυξημένες ευθύνες της που απορρέουν από την αυτή κάθε αυτού πρωταρχικότητα.  Παρόλο όμως που η κρίση στην Ελλάδα θεωρείται ότι προήρχετο από την δημοσιονομική πολιτική που είναι καθαρά υποχρέωση της εκάστοτε κυβέρνησης εντούτοις η πρωταρχικότητα του Ευρωπαϊκού νόμου επισφραγίζει την άμεση δικαιοδοσία της ΕΚΤ στο εθνικό οικονομικό σύστημα με ότι ευθύνες και αν αυτό συνεπάγεται, και οι οποίες είναι αυξημένες, όπως αναφέραμε και ποιο πριν).

Οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την διάρκεια της Ελληνικής κρίσης είναι εξαιρετικά εκτεταμένες και πολύ βαρυσήμαντες καθότι περιλαμβάνουν και τα στοιχεία της εξαπάτησης και του εμπαιγμού και τα οποία τίθενται και ενάντια στις θεμελιώδεις αρχές που υποτιθέμενα εκπροσωπεί η ΕΕ (και πάνω στις αρχές οποίες διάφορες χώρες κράτη μέλη εναπόθεσαν το μέλλον τους και για επίλυση δικών τους προβλημάτων, όπως για παράδειγμα η Κύπρος).  Το γεγονός ότι μετά την υπογραφή του μνημονίου έχουμε την δημιουργία το 2011 του ESFS (European System of Financial Supervision) το οποίο χρηματοδότησε την Ελλάδα, εκθέτει την χειραγώγηση και τον επηρεασμό των Ευρωπαϊκών φορέων (EU institutions) από χώρες κράτη μέλη με μεγαλύτερη επιρροή όπως η Γερμανία και η Γαλλία (πολλά από τα χρήματα της μεταμνημονιακής αναχρηματοδότησης κατευθύνθηκαν προς την ανακεφαλαιοποίηση των Ελληνικών τραπεζών, γύρω δηλαδή στα 60 δις Ευρώ τα οποία αποτελούν και σχεδόν 20% του ΑΕΠ της χώρας, πράγμα το οποίο θεωρείται απαράδεκτο με οικονομικούς όρους), και οι οποίες ήταν οι χώρες που είχαν των μεγαλύτερο όγκων δανείων προς την Ελλάδα (κυρίως οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και πολλά από τα δάνεια ήταν με τις εγγυήσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων).  Δηλαδή, οι χώρες αυτές και με την δημιουργία του ESFS υπερμεγέθηναν και ανέδειξαν το πρόβλημα της Ελλάδας ως ένα Πανευρωπαϊκό πρόβλημα αντί σε ένα θέμα και πρόβλημα που βρίσκεται σε διμερές επίπεδο και μπορεί να επιλυθεί με την συμβολή των χωρών που απαρτίζονται στο πρόβλημα (η πολιτική αυτή ήταν η σωστή αν λάβει κανείς υπόψη την θέση της Γερμανίας και της Γαλλίας καθότι μετά και την συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και την καθιέρωση του citizenship, η ΕΕ θεωρείται ως περισσότερο μια ξεχωριστή οντότητα, διαχωρισμένη από τα κράτη χώρες μέλη που την απαρτίζουν, δηλαδή κάτι περισσότερο προς το supranational μοντέλο (στο πλαίσιο του citizenship αναβαθμίζεται η σχέση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μεταξύ των citizens της ΕΕ και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ξεχωριστής οντότητας), κατά αυτό τον τρόπο η ανάκτηση των Ελληνικών δανείων είναι πλέον ευκολότερη και η διαπραγμάτευση τους δυσκολότερη λόγω και της υπογραφής του μνημονίου αλλά και της ανάδειξης του θέματος σε θέμα της ΕΕ).  Όμως βλέποντας η ΕΕ ότι το θέμα με τον ESFS δημιουργεί σημαντικό πρόβλημα στην ίδια την νομιμοποίηση (legitimacy) και την ανεξαρτησία της, τότε έχουμε την δημιουργία του ESM (European Stability Mechanism) τον Σεπτέμβριο του 2012 ο οποίος διαδέχθηκε τα δάνεια του ESFS προς την Ελλάδα, και αυτό καθότι ο ESM δεν θεωρείται ως ένας μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η οποία πλέον αποσκοπεί στο να διατηρήσει την συνοχή των μελών της, ούτως ώστε να μην υπάρξει κάποια διένεξη ως αποτέλεσμα των δανειακών διαφορών), αλλά ένας θεσμός που λειτουργεί κάτω από το διεθνές δίκαιο, και κάτω από το οποίο πολλές φορές λειτουργούν ποιο αυστηροί νόμοι και δικλίδες από αυτούς που θα μπορούσε να θέσει η ΕΕ στις διαφορές περί δανείων των ιδίων των κρατών μελών της.  Η συμμετοχή και η δημιουργία του ESM εκθέτει και πάλι την ΕΕ, καθότι όντας ένας οργανισμός που λειτουργεί κάτω από το διεθνές δίκαιο (international law), δίνει έρεισμα στην προσέγγιση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι περισσότερο ένας διεθνείς θεσμός (international organisation), παρά ένας θεσμός με ξεχωριστή οντότητα και υπόσταση, περισσότερο δηλαδή προς την τάση του supranational (το γεγονός επίσης ότι στο Ελληνικό Σύνταγμα δεν αναγνωρίζετε η πρωταρχικότητα του Ευρωπαϊκού δικαίου, είναι ακόμα μια τάση που υποστηρίζει το international organisation approach για το τι εν τέλει είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.  Όμως, το γεγονός ότι στην ουσία η ΕΕ λειτουργεί ως ένας ξεχωριστός οργανισμός με τους δικούς της ξεχωριστούς θεσμούς και αρμοδιότητες, το δικό της ξεχωριστό νομικό σύστημα, ενισχύει το supranational approach.  Όμως, χωρίς την προσάρτηση όλων ανεξαίρετα των συνταγμάτων και όσες χώρες έχουν το δικό τους Σύνταγμα κάτω από το Ευρωπαϊκό δίκαιο, και καθώς το Σύνταγμα διασφαλίζει την εδαφική κυριαρχία αλλά και η εδαφική κυριαρχία διασφαλίζει το Σύνταγμα, τότε το supranational approach της ΕΕ θα θεωρείται ως μόνο μια ουσία αντί μια ουσία και ένα πρόσχημα, the separation of substance over form.  Βέβαια, εδώ έγκειται και η Ευρωπαϊκή αντίφαση καθότι το νομικό σύστημα που η ίδια ακολουθεί ως ενός τύπου περισσότερο προς το Roman law approach το οποίο διατηρεί περισσότερο τα προσχήματα, εντούτοις η ίδια η δομή της ΕΕ δεν διασφαλίζεται από τα προσχήματα αλλά περισσότερο από την ουσία).  Και η ουσία για την Ελλάδα είναι ότι ακόμα και τώρα δεν είναι αργά στο να ακολουθήσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο το οποίο θα μεταβάλει τους άλλοτε αδιάλλακτους δανειστές της, προβάλλοντας και επιχειρήματα για την κατεύθυνση των δανείων προς τον ESM, και καθότι ο ESM υπάγεται κάτω από το διεθνές δίκαιο, ένα σημαντικό στοιχείο του διεθνούς δικαίου είναι και το intentions of the parties όπως καθορίζεται και από την Συνθήκη της Βιέννης που αφορά το δίκαιο περί Συνθηκών, και η επιδίωξη και το intention της Ελλάδας ως κράτος δεν ήταν φυσικά η αποπληρωμή δανείων στον ESM μέχρι και το 2060.

Επίσης, η αύξηση της δυνατότητας των διαχειριστών των επιχειρήσεων και η καθιέρωση πρωτοβουλιών που θα μείωνε τις αδυναμίες και τα προβλήματα που δημιουργούνται από το οικονομικό και νομικό σύστημα που επικρατεί στην Ελλάδα, θα έπρεπε να ήταν μια από τις κύριες επιδιώξεις της κυβέρνησης Τσίπρα, όπως επίσης και η περαιτέρω ενίσχυση της αξιοπιστίας για πιθανή έξοδο από το Ευρώ και η οποία και με την έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη θα καθιστούσε και τις πληρωμές του Ελληνο-Ιταλικού χρέους ίσον προς ίσο και όχι Ευρώ προς άλλο ποιο αδύνατο νόμισμα.  Και ενώ στην Κύπρο οι διαδικασίες για διαβατήρια και άλλα προνόμια από το κράτος είναι αρκετά απλοποιημένες, (δηλαδή και μέσω της διατήρησης consulting office το οποίο δεν χρειάζεται και μεγάλου επιπέδου κεφάλαιο μπορείς να μειώσεις την αξία της αρχικής επένδυσης για να λάβεις τα εν λόγω ωφελήματα που αφορούν γενικότερα το πεδίο των πολιτογραφήσεων), στην Ελλάδα δύο χαρακτηριστικά του φορολογικού συστήματος όπως η δυσκολία απαλλαγής από το Ελληνικό domicile καθώς και το corporation tax του 29% καθιστούν πολλές ναυτιλιακές επιχειρήσεις λιγότερο ανταγωνιστικές έναντι μιας άλλης που εδράζεται αλλού και δεν πληρώνει φόρο, επίσης πολλοί πλοιοκτήτες αναγκάζονται να καταφεύγουν σε άλλα φορολογικά συστήματα ή και αν ακόμα μένουν στην Ελλάδα να εκλιπαρούν για την φοροαπαλλαγή.  Η Ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε αμνηστεύσει τέτοιους επιχειρηματίες οι οποίοι διακινούν πέρα από ενός επίπεδου κεφάλαιο στην χώρα (για άλλες χώρες θα ήταν ποιο δύσκολο να ακολουθήσουν ένα τέτοιο μέτρο καθότι υπάρχουν και άλλοι κλάδοι που διακινούν παρόμοια επίπεδα κεφαλαίων, στην Ελλάδα όμως μόνο ο ναυτιλιακός τομέας συνεισφέρει όσο κανένας άλλος στην ανάπτυξη και στα επίπεδα της οικονομίας, κατά αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να προσελκυστούν και άλλων εθνικοτήτων πλοιοκτήτες καθώς οι χώρες τους δεν θα μπορούσαν να τους παρέχουν τέτοια προνόμια.  Τα κεφάλαια της φοροαπαλλαγής θα μπορούσαν βάσει νόμου να κατευθυνθούν σε άλλες επενδύσεις για περαιτέρω ενίσχυση του Ιταλικού substitutability αλλά και σε επενδύσεις στο intellectual property bank και το investment choice bank (η δημιουργία intellectual property authority η οποία θα υποβοηθούσε την καταγραφή, την καταχώρηση και το assurance της πρακτικότητας θα προσέλκυε όχι μόνο επενδυτές αλλά θα διασφάλιζε και την κεφαλαιοποίηση σημαντικών εξόδων που δαπανήθηκαν για την ανάπτυξη των συγκεκριμένων ιδεών και μεθόδων, καθώς επίσης θα ενίσχυε και την στατιστική μεθοδολογία περί τα θέματα της οικονομίας καθώς οι αλλαγές που έγιναν από το ESA95 στο ESA2010 συμπεριλαμβάνουν εκτενείς αναφορές και στο intellectual property, ενώ όμως το ESA 95 και το ESA2010 ακολουθούν το Macromicro paradigm, η επίσημη καταγραφή από το intellectual property authority είναι εγγύτερη και προς το Micromacro paradigm, καθώς είναι κάτι που αφορά άμεσα τις επιχειρήσεις.  Το investment choice bank θα μπορεί να συλλέγει τις προτεινόμενες επενδύσεις, τα χαρακτηριστικά τους, το vision τους και το strategic planning τους και να το εκθέτει σε επικείμενους επενδυτές, αυξάνοντας και συνάμα την πρόσβαση νέων επιχειρήσεων προς νέα κεφάλαια).  Επίσης, η δημιουργία του intellectual property bank και η συνταύτιση του με τα κεφάλαια των φοροαπαλλαγών είναι ένα σημαντικό μέτρο καθότι κατευθύνει κεφάλαια στις επενδύσεις παρακάμπτοντας και την αναποτελεσματικότητα του κράτους το οποίο θα τα εισέπραττε σε φόρους, αλλά και κάνει ευκολότερη την διάθεση κεφαλαίων προς νέες επιχειρήσεις που είναι εξαιρετικά δύσκολη στην Ελλάδα λόγω των δομών και του τραπεζικού συστήματος).  Το κράτος και οι κυβερνήσεις με πρωτοβουλίες θα έπρεπε να ενίσχυαν την επικοινωνία, για παράδειγμα στο τρίγωνο κυβέρνηση-πλοιοκτήτες-intellectual property bank (πάντα και μέσα στο πλαίσιο των νόμων που θα ψηφίζονταν) και για άντληση κεφαλαίων για νέες επενδύσεις, και οι οποίες πρωτοβουλίες θα προσέδιδαν στο Ελληνικό σύστημα την αμεσότητα και την ευελιξία που του λείπει, καθότι το ελληνικό νομικό σύστημα θεωρείτε ως αρκετά νομικίστικο και που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του επιχειρηματικού κόσμου (για παράδειγμα ένα περισσότερο common law system, καθότι αναπτύσσετε από τις ανάγκες της ίδιας της οικονομίας , γι’αυτό την ασπάζεται και ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις της), επίσης το τραπεζικό της σύστημα έχει πολύ λιγότερο ενδιαφέρον και κατανόηση του ποιο μικρομεσαίου επιχειρηματία και που καθιστά την άντληση δανειακών κεφαλαίων από τις τράπεζες αρκετά δύσκολη για ένα νέο επιχειρηματία (κυρίως οι τράπεζες στην Ελλάδα συναλλάσσονται και ασχολούνται με μεγάλους επιχειρηματίες όπως πλοιοκτήτες που δεν θεωρούνται ούτε μικρομεσαίοι αλλά ούτε και μόνο μεγάλοι για τα πρότυπα της Ελλάδας), και σε αυτό συνέτεινε και το πολιτικοοικονομικό σύστημα που καθιερώθηκε από το παρελθόν.  Από την περαιτέρω αύξηση του ναυτιλιακού τομέα στην Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί η Κύπρος λόγω και της σχετικά γενναιόδωρης συμφωνίας αποφυγής διπλής φορολογίας η οποία απαλλάσσει το 12,5% του Κυπριακού εταιρικού φόρου από το 15% στον προσωπικό φόρο επί μερισμάτων στην Ελλάδα (και είναι ένα μέτρο κάπως ποιο ξεχωριστό από το standardised model που ακολουθεί το OECD στα Double Taxation Treaties), αλλά και η φορολόγηση των εσόδων από Intellectual Property στο επίπεδο μόνο του 2,5%.  Επίσης, πολλά δομικά θέματα (και καθότι το νομικό της σύστημα είναι εμπνευσμένο από το Γερμανικό νομικό μοντέλο, Bürgerliches Gesetzbuch, το οποίο κάποιος μπορεί να το θεωρήσει και ως απαρχαιωμένο) αποτρέπουν την εξέλιξη του μοντέλου οικονομίας της Ελλάδας και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, όπως για παράδειγμα η απουσία της έννοιας του Γενικού Ελεγκτή ο οποίος με την ανεξαρτησία που διέπει την αρχή θα μπορούσε να καθοδηγήσει πολλές από τις αλλαγές που χρειάζονται.  Στην Ελλάδα το κάπως ελεγκτικό κομμάτι δεν είναι ανεξάρτητο και βρίσκεται κάτω από το Υπουργείο Οικονομικών και κάτω από την Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου, και καθότι υπάγεται κάτω από υπουργείο τότε είναι αρκετά ποιο εύκολη η παρεμβολή του από πολιτικές σκοπιμότητες.  Όσον αφορά την φοροαπαλλαγή σε μεγάλους πλοιοκτήτες στον ναυτιλιακό τομέα, το Ελληνικό σύνταγμα διασφαλίζει την αρχή της ισότητας μεταξύ των πολιτών (όπως και διασφαλίζει την υποχρέωση του πολιτικού γίγνεσθαι προς την κοινωνία και η οποία έχει καταπατηθεί), όπως έχουμε επισημάνει όμως το ποσό της εν λόγω φοροαπαλλαγής θα μπορεί να κατευθυνθεί σε συγκεκριμένους τομείς και έργα και επιδιώξεις, και παρακάμπτοντας και την αναποτελεσματικότητα του κρατικού τομέα ο οποίος καταπατεί την υποχρέωση του προς την κοινωνία.

Ακόμα μια σημαντική πτυχή της Ελληνικής οικονομίας και της κρίσης είναι ότι η διόγκωση του κρατικού κλάδου επέφερε όχι μόνο την κατάρρευση του επιχειρείν και της συσσώρευσης γνώσης αλλά απέτρεψε και τις δημόσιες εταιρείες και οργανισμούς από τον οποιοδήποτε εκσυγχρονισμό απαιτείτο, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αμυντική βιομηχανία της Ελλάδας και πόσο σημαντικός είναι ο επαναπροσδιορισμός και εκσυγχρονισμός της (η αναφορά στην στρατιωτική βιομηχανία γίνεται χωρίς την οποιαδήποτε προκατάληψη καθώς η εξέλιξη του κλάδου στην Ελλάδα, τα συμβόλαια που συνάπτει και το επίπεδο των revenues, αποτελούν σημείο αναφοράς ως case study αποτυχίας στις επιστήμες που αφορούν το επιχειρείν, σύμφωνα και με την δυναμική του κλάδου και από τα προηγούμενα χρόνια.  

Επίσης, είναι ένα παράδειγμα για το πώς η Ελληνική κυβέρνηση είχε υποχρέωση να καθοδηγήσει και να ενημερώσει τον επιχειρηματικό τομέα και τις επιχειρήσεις γενικότερα για τις αλλαγές και τομές που οι ίδιες χρειάζονταν για να γίνουν ποιο ανταγωνιστικές στον τομέα τους.  Κατά αυτό τον τρόπο η αναφορά στην στρατιωτική βιομηχανία εμπεριέχει τους τρόπου ενός τέτοιου παραδείγματος, δηλαδή τα διαβήματα που πρέπει να προβαίνουν η επιχειρήσεις για ανάλυση της υπάρχοντος και μελλοντικής τους θέσης, και η οποία αναφορά συμπίπτει επίσης και με την καταβολή σημαντικού ποσού από τα μεταμνημονιακά δάνεια για την χρηματοδότηση και συνέχεια λειτουργίας του στρατεύματος).  Επίσης, από θέμα ηθικής καθότι το στράτευμα είναι ένα πλαίσιο στο οποίο εφαρμόζονται διάφορα πεδία επιστημών και σε εκτενές στάδιο και επίπεδο, όπως το management, το strategy, ο προγραμματισμός και τα logistics, οι τεχνολογίες, η εφαρμογή των τεχνολογιών, η εκπαίδευση και κατάρτιση, θα ήταν ανεπίτρεπτο να μην μπορούσε λόγω αυτής κάθε αυτού της διατριβής του με τα διάφορα πεδία επιστημών, να μην είναι οικονομικά αυτόνομο σαν έννοια και σαν κλάδος (και στην συναναστροφή του με τον ιδιωτικό τομέα) από το οποίο η οικονομία θα αποκόμιζε οφέλη αντί η ίδια η οικονομία να συνεισφέρει συνεχώς στην διατήρηση του (και αφού οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ της Ελλάδος) και σε αυτό τον λόγο έγκειται η οικονομική και η ηθική της κατάρτισης, στην διατήρηση της στρατιωτικής βιομηχανίας, όπως και η επιτυχία και κερδοφορία της και η οποία κερδοφορία θα μπορούσε να συντηρήσει το στράτευμα χωρίς να επιβαρύνει τον φορολογούμενο.  Κατά αυτό τον λόγο η ύπαρξη και διατήρηση της βιομηχανίας θα πρέπει από θέμα ηθικής (οικονομικής ηθικής και ηθικής της κατάρτισης)  να συνάδει με την ανάγκη διατήρησης του στρατεύματος και των οικονομικών του αναγκών, και όπου η τυχών μείωση αυτών των αναγκών να μπορούσε να μειώσει και την ανάγκη διατήρησης μιας τέτοιας βιομηχανίας (οι αμυντικές δαπάνες στην Ελλάδα φτάνουν μέχρι και το 2,5% του ΑΕΠ και είναι μια εξαιρετικά σημαντική πτυχή της οικονομίας, δεύτερη δηλαδή σε βαθμίδα μετά τον κλάδο της Υγείας):  

α) σημαντικές πτυχές της στρατηγικής και της εφαρμογής της στα πεδία των επιχειρήσεων είναι η ανάλυση της τρέχουσας θέσης της επιχείρησης ή της οικονομικής μονάδας και ο προσδιορισμός της θέσης που θα έχει ο οργανισμός στον στρατηγικό ορίζοντα (mission statement or vision), όπως και στην θέση που θα έχει στο πλαίσιο που δραστηριοποιείται.  Στο μεσοδιάστημα όμως θα πρέπει να εξευρεθούν τρόποι για κάλυψη του συγκεκριμένου κενού ούτως ώστε να επιτευχθεί η μετάβαση από την τρέχουσα θέση και εις την θέση που έχει προσδιοριστεί ως στρατηγικό όραμα (η κάλυψη του κενού θα μπορεί να προσβλέπει και σε επιχειρησιακούς operational τρόπους που θα είναι και αναπόσπαστο κομμάτι της γενικότερης στρατηγικής).  Για να γίνει ποιο κατανοητό το παράδειγμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το vision statement ενός εκτελεστικού συμβούλου σε ένα οργανισμό για το που θέλει να φτάσει ο οργανισμός του στο απώτερο μέλλον με ποιο μακροχρόνιο ορίζοντα διαμέσου της χάραξη μιας στρατηγικής, και για να μπορεί να μεταδοθεί και στους εμπνεόμενους και για να μπορούν να το κατανοήσουν καλύτερα, τότε αυτή η στρατηγική εμπεριέχεται, περικλείεται και περιορίζεται σε ένα mission και vision statement.

β) και επειδή η βιομηχανία είναι κάτι ποιο μακροπρόθεσμο, η ικανότητα να προβλέψεις το οικονομικό περιβάλλον και την κατάσταση σε ένα κλάδο για μετά από κάποια χρόνια ή και δεκαετία/ες, θα καθορίσει και σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία επειδή σκέψου να επενδύσεις από τώρα σε μια τεχνολογία και μια πρακτική που θέλει και πέντε χρόνια να την κάνεις έρευνα και άλλα πέντε να την αναπτύξεις, τότε αν σε είκοσι χρόνια είναι άχρηστη σημαίνει ότι όλα τα συγκεκριμένα κόστη πήγαν χαμένα.

γ) άλλες χώρες με όχι τόσο υποσχόμενες προοπτικές έκαναν μεγάλα βήματα προόδου, που επιβεβαιώνει και το παράδειγμα ως case study αποτυχίας της Ελληνικής βιομηχανίας.  Επίσης, στην Ελλάδα υπάρχουν και οι παρεμφερείς βιομηχανίες όπως και ο κλάδος επεξεργασίας πρώτων υλών και μετάλλων, αλλά και το φτηνότερο και καταρτισμένο προσωπικό λόγω της ήδη εδραιωμένης οικονομικής κρίσης αλλά και της εμπειρίας της εργασίας στο εξωτερικό.  Μέσα όμως από την ενίσχυση της εν λόγω βιομηχανίας τότε άλλες βιομηχανίες θα μπορούν να επωφεληθούν από την διάθεση υψηλού επιπέδου προσωπικού για research and development, και πολλές φορές πολλές τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στο αμυντικό ή και το διαστημικό πεδίο τότε εισέρχονται στο επιχειρηματικό πεδίο μετά από κάποια χρόνια ή και δεκαετίες, έτσι και αλλιώς η συγκεκριμένη γνώση θα ανήκει στο knowledge bank της εκάστοτε χώρας.

δ) λαμβάνοντας υπόψη και το Porters five forces θα μπορούσαν να επιλεγούν και καλύτερα προϊόντα προς ανάπτυξη (συμπεριλαμβανομένου και τι απαιτεί το σύγχρονο πεδίο), την ισχύ των προμηθευτών και των αγοραστών (αν για παράδειγμα κατευθυνθεί η ανάπτυξη ενός προϊόντος για το οποίο χρειάζεται η προμήθεια μιας συγκεκριμένης πρώτης ύλης και για την συγκεκριμένη πρώτη ύλη μόνο ένας προμηθευτής μπορεί να την παρέχει τότε αυτός είναι σε κατάσταση μονοπωλίου και θα υπάρξει πίεση προς την κερδοφορία της εταιρείας, ή και συνάμα αν ο αγοραστής της Ελληνικής βιομηχανίας έχει από σωρεία παρόμοιων προϊόντων να επιλέξει τα οποία είναι και υποκατάστατα (substitutes) μεταξύ τους τότε σημαίνει λιγότερο περιθώριο για αύξηση του adding value λόγω της μη παροχής προϊόντος που να ανταποκρίνεται σε ειδικές ανάγκες και να είναι ξεχωριστό.  Επίσης θα μπορούσαν να επιλεχθούν και να απορριφθούν προϊόντα που πληρούν ή όχι τα ποιο πάνω κριτήρια αλλά και εκείνα που θα αποτελούσαν success story για την προσέλκυση μεγάλων συμβολαίων (γνωστό σύστημα αεράμυνας που αναπτύχθηκε ποιο παλιά από την ελληνική στρατιωτική βιομηχανία για παράδειγμα, αποτελεί γερή βάση για περαιτέρω ανάπτυξη στο μέλλον, λόγω της πολλαπλής εκτόξευσης και του μικρού μεγέθους δεν μπορεί να παρεκτραπεί από τα ήδη ανεπτυγμένα πυραυλικά αντίμετρα που κυριαρχούν σήμερα στην αμυντική βιομηχανία, κατά αυτό τον λόγω ίσως συνεπάγεται ότι η επένδυση στο εν λόγω προϊόν να είναι ένα first move advantage και το οποίο first move είναι σημαντικό τακτικό στοιχείο στο πλαίσιο της βιομηχανίας, για κάτι δηλαδή που θα επικρατήσει στο μέλλον στην βιομηχανία.  Το first move advantage είναι σημαντικό στο πλαίσιο μιας βιομηχανίας με υψηλό δείκτη research and development, καθότι το επίπεδο του research and development της συγκεκριμένης επιχείρησης και για το συγκεκριμένο πλαίσιο θα βρίσκεται πάντα ποιο μπροστά από τους ανταγωνιστές).  Επίσης, η περαιτέρω ενίσχυση και μετατροπή ήδη υπάρχων τεχνολογίας προσφέρει οφέλη και από το χαμηλότερο κόστος ανάπτυξης αντί του κόστους που θα επωμιζόταν from scratch, αλλά και από την εξοικονόμηση στα κόστη από τεχνολογία που δαπανήθηκαν ποσά στο να αναπτυχθεί αλλά πλέον δεν είχε οποιαδήποτε ωφέλιμη αξία, και στο οποίο ένα μεγάλο στρατιωτικό συμβόλαιο μπορεί να φτάσει και τα 2 δις. Ευρώ.

ε) η ενίσχυση του brand loyalty το οποίο θα επιτευχθεί και με την ανάπτυξη νέων και πρωτοποριακών προϊόντων (για να αναπτύξεις brand loyalty που δεν υπήρχε πριν θα πρέπει να αναπτύξεις νέα και πρωτοποριακά προϊόντα που θα σε καταστίσουν γνωστό και μετά να κάνουν γνωστή και την ποιότητα τους (leader products).  Η ενίσχυση επίσης του corporate identity με την δημιουργία marketing και τμήματος πληροφορικής.

ζ) Εκτός από την αναθεώρηση της δομής της ελληνική στρατιωτικής βιομηχανίας, θα πρέπει να υπάρξει και εντοπισμός intellectual property που δεν αναπτύχθηκε επειδή θεωρήθηκε πολύ δαπανηρό (βέβαια θα μπορούν να αναλυθούν οι τρόποι που δεν αναπτύχθηκε ένα intellectual property και πως αυτοί οι λόγοι θα μπορούσαν να επαναπροσδιοριστούν και να διορθωθούν) ή δεν υπολογίστηκαν τα οφέλη του ή θεωρήθηκε ως παρωχημένο (για παράδειγμα ο τύπος του αμυντικού συστήματος που προαναφέραμε θεωρείτε παρωχημένο από διάφορες βιομηχανίες, όμως η ενίσχυση τον πυραυλικών αντίμετρων για παράδειγμα, αναμένεται να το επαναφέρουν στο προσκήνιο, για αυτό και η πρόβλεψη του σύγχρονου πεδίου είναι πάντα σημαντικός σε μια οικονομία και μια επιχείρηση).  Επίσης, ένας σημαντικός τομέας που έχει σημαντικό περιθώριο για added value είναι αυτός του software development που θα μπορούσε να συντρέχει παράλληλα και με την εν λόγω στρατιωτική βιομηχανία και όπου εταιρείες κολοσσοί στα software έχουν εισοδήματα μέχρι και 30 δις. Ευρώ (δηλαδή περίπου το 1/10 του ΑΕΠ της Ελλάδας) και είναι περιττό να πούμε για το πως θα μπορούσαν άμεσα και ευέλικτα να αναπτυχθεί τέτοιος κλάδος που θα είχε άμεσο και σημαντικό πλεονέκτημα στο Ελληνικό ΑΕΠ, όσο και στην άμεση απάλυνση της κρίσης παράλληλα.

η)  συνεργασία με άλλες βιομηχανίες και μέσα από την συνεργασία θα μπορούσαν να αποκομίσουν οφέλη από την συνέργεια (δηλαδή η συνεργασία για παράδειγμα στον τομέα του marketing ή του σχεδιασμού ή οποιουδήποτε άλλου τομέα και με μια εγγύς βιομηχανία όπως του Ισραήλ, θα επέφερε οφέλη τα οποία δεν θα μπορούσαν να εισρεύσουν αν δεν υπήρχε η εν λόγω συνέργεια, λόγω και ανταλλαγής στις γνώσεις).

θ) η χρήση των κατάλληλων στοιχείων και εννοιών του management κάτω από ορθό πλαίσιο, για παράδειγμα η χρήση του value chain analysis σε προϊόντα (όπως εξοπλισμός προσωπικού και στην οποία ενίσχυση του ατομικού εξοπλισμού είναι η τάση που επικρατεί στο σύγχρονο πεδίο) μαζικοποιημένης παραγωγής και τα οποία είναι σε ποιο άμεσο ανταγωνισμό με άλλους παραγωγούς και στα οποία το research and development έχει λιγότερο λόγω, καθώς εκείνο που ενδιαφέρει τους αγοραστές των μαζικοποιημένων προϊόντων είναι κυρίως το κόστος αντί η διαφοροποίηση και η καινοτομία του προϊόντος (ένα απλό παράδειγμα της χρήσης του value chain analysis είναι μια επιχείρηση logistics η οποία αναπροσαρμόζει τους αποθηκευτικούς της χώρους κατά αυτό τον τρόπο και το value chain για να της προσφέρουν ταχύτητα και ευελιξία και έτσι αποκτά το comparative advantage λόγω των ποιο χαμηλών εξόδων σε μια ποιο μαζικοποιημένη και ομοιόμορφη με εκείνη των ανταγωνιστών υπηρεσία, και μπορεί να προσφέρει καλύτερες τιμές από τους υπόλοιπους.  Άλλα παραδείγματα είναι μιας εταιρείας που κάνει outsource το βιομηχανικό της τμήμα στο εξωτερικό και επικεντρώνεται στο ποιο επιστημονικό κομμάτι ή μια άλλη εταιρεία μεταφέρει τα γραφεία της σε ένα χώρο με λιγότερη συμφόρηση για να διεξάγονται οι εργασίες ταχύτερα, να μειωθούν τα κόστη και να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα.  Κατά αυτό τον τρόπο το σημαντικό πλεονέκτημα του value chain analysis είναι η βοήθεια στην κατανόηση των μοντέλων που ακολουθεί η κάθε επιχείρησή και από που απορρέει το συγκριτικό της πλεονέκτημα, άρα είναι ένα μοντέλο άμεσα συνυφασμένο με το συγκριτικό πλεονέκτημα και από πού και με ποιο τρόπο εξάγεται το συγκεκριμένο πλεονέκτημα).

ι) Στην Κύπρο για παράδειγμα μπορεί να είναι δύσκολη η ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας καθότι δεν υπάρχει και το ανάλογα κεφαλαιουχικό υπόβαθρο και τεχνογνωσία (και εδώ διαφαίνεται η σημαντικότητα του υπάρχοντος κεφαλαιουχικό υπόβαθρου στην Ελλάδα), όμως θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μέθοδοι ευρεσιτεχνίας και σχεδιασμού προϊόντων, και η ανάθεση της κατασκευής και της βιομηχανίας να ανατίθεται με outsourcing σε μια χώρα με comparative advantage στην βιομηχανία (π.χ. Ισραήλ), που θα καθιστούσαν και το στράτευμα οικονομικά αυτόνομο χωρίς περαιτέρω επιβάρυνση στον φορολογούμενο.

κ) ο εκσυγχρονισμός όχι μόνο της εν λόγω βιομηχανίας αλλά και των επιχειρήσεων γενικότερα στην Ελλάδα (μέσω ολοκληρωμένης στρατηγικής σε οργανικό επίπεδο) θα τις έφερναν σε πειστική θέση προς επικείμενους ξένους και εγχώριους επενδυτές για την άντληση κεφαλαίων.  Επίσης, εκ μέρους της ελληνικής βιομηχανίας (και της στρατιωτικής) μέσω και της χρήσης της επιστήμης των research analyst θα μπορούσαν να αποσαφηνίσουν την κατάληξη παλαιότερων συμβολαίων και προσφορών προς διάφορους και ενδεχόμενους πελάτες ούτως ώστε να στοχοποιήσουν και τους κατάλληλους και με τα κατάλληλα προϊόντα (για παράδειγμα, μια χώρα επέλεγε περισσότερο την ποιο φτηνή επιλογή, την ποιο αξιόπιστη, την ποιο μακροπρόθεσμη ή την ποιο επιχειρησιακά λειτουργική).  Επίσης, η λειτουργία της βιομηχανίας για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες συγκεκριμένων αγοραστών και των απαιτήσεων τους, αντί να επικεντρώνεται στην ανάδειξη των μελλοντικών τάσεων της αγοράς, μειώνει και την διαπραγματευτική ισχύ έναντι των αγοραστών για τους οποίους λειτουργεί και απευθύνεται αποκλειστικά η εν λόγω βιομηχανία.

Ο τρόπος λήψεως αποφάσεων στα αναπτυξιακά έργα του κράτους (δηλαδή του τι τύπου αναπτυξιακά έργα θα αναλαμβάνει το κράτος και τι στρατηγική θα ακολουθεί) θα πρέπει να ακολουθεί μια συγκεκριμένη τάξη και σύστημα με απώτερο στόχο την επίτευξη ποιο μακροχρόνιων στόχων και αποτελεσμάτων, και οι οποίοι ποιο μακροχρόνιοι στόχοι θα μπορούσαν να ήταν η προσέλκυση επενδύσεων και η επίτευξη comparative advantage στην προσέλκυση διαφόρων επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων.  Έτσι στην έκθεση των envisioners, δηλαδή των υπεύθυνων μιας αναθέτουσας αρχής και οι οποίοι θα πρέπει να αναφέρουν πλήρως εμπεριστατωμένα συγκεκριμένες παραμέτρους της επιλογής για κάποιο έργο, εκτός από τα οφέλη που θα δίνονται στην τοπική κοινωνία γενικότερα όπως για παράδειγμα σε ένα σύγχρονο χώρο στέγασης ατόμων με αναπηρίες θα είναι η μη-ιδρυματοποίηση και η κοινωνική ενσωμάτωση των ατόμων, όπως για μια βιβλιοθήκη θα είναι η πνευματική ανάπτυξη των ατόμων της κοινωνίας, θα λαμβάνονται υπόψη και οι στρατηγικοί στόχοι για την επιλογή ενός έργου έναντι άλλου όπως για παράδειγμα αν ο στρατηγικός στόχος της οικονομίας είναι (και θα πρέπει να είναι) η προσέλκυση επενδύσεων και η ανάπτυξη του κλάδου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τότε στην επιλογή του έργου θα μπορεί να επιλεχτεί καλύτερα μια βιβλιοθήκη που θα κόστιζε 5 εκ. και ένα γήπεδο ποδοσφαίρου αντί να κόστιζε 10 εκ. θα μπορούσε να μειωθεί το κόστος της αξίας του και να κοστίζει 5 εκ. (κατά αυτό τον τρόπο, στο θέμα της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων θα πρέπει να υπάρχει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική στην οποία οργανισμοί όπως δήμοι, υπουργεία και άλλοι κατά την διάρκεια της απόφασης τους για ποια έργα θα ακολουθήσουν, θα ανατρέχουν για το πως και αν το συγκεκριμένο έργο εξυπηρετεί την καθοριζόμενη στρατηγική που είναι η προσέλκυση επενδύσεων στον κλάδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για παράδειγμα).  Και μιας και αναφερθήκαμε σε μια βιβλιοθήκη σε ένα κεντρικό δρόμο, εκτός από την αύξηση στην ποιότητα και τις υπηρεσίες που προσφέρει στον κόσμο, μια βιβλιοθήκη έχει και την προοπτική αύξησης του στρατηγικού comparative advantage που προαναφέραμε, επειδή το κόστος τώρα θα είναι ποιο χαμηλό για ένα πανεπιστήμιο για παράδειγμα να εισέλθει στην οικονομία (ή και αν ακόμα το πανεπιστήμιο διαθέτει δική του βιβλιοθήκη, τότε θα μπορεί να προσφέρει επιπλέον δυνατότητες), και αν θέλει επιπλέον πλεονεκτήματα το πανεπιστήμιο για να εισέλθει στην εγχώρια οικονομία τότε η βιβλιοθήκη θα μπορεί να παραχωρηθεί και με μίσθωση ποιο μακροπρόθεσμα στο εν λόγω πανεπιστήμιο.

Επίσης, θα μπορούσε δύο κοινότητες ή πόλεις με εγγύτητα να ήθελαν και οι δύο να κατασκευάσουν βιβλιοθήκες και καθότι όμως η βιβλιοθήκη είναι ένα έργο με scale advantage, δηλαδή όσο ποιο μεγάλη είναι τόσο καλύτερη η επιτυχία της, τότε οι συγκεκριμένες κοινότητες θα πρέπει να έρθουν σε επαφή για την κατασκευή κοινής βιβλιοθήκης (και το συγκεκριμένο επιχείρημα δηλαδή της συνταύτισης του έργου με την εθνική στρατηγική της χώρας στην προσέλκυση επενδύσεων σε συγκεκριμένους κλάδους θα διευκολύνει και την άντληση ευρωπαϊκών κονδυλίων, καθώς και η ανάπτυξη της πνευματικότητας του κόσμου είναι ένα ακόμα επιχείρημα).  Κατά αυτό τον τρόπο είναι σημαντικός και ο συντονισμός αλλά και η επίγνωση από όλους τους εμπλεκόμενους, για τους ποιο μακροχρόνιους στόχους του comparative advantage και του θέματος προσέλκυσης επενδύσεων, και οι οποίοι θα είναι καθοριστικοί και στην διαδικασία καθορισμού, διαφόρων επιλογών αλλά και επιλογής των έργων που θα ακολουθηθούν (για παράδειγμα, στο θέμα της Ελλάδας καθώς η στρατηγική της προνοεί την ενίσχυση του substitutability με την Ιταλική οικονομία τότε τα έργα που θα επιλέγονταν θα ήταν εκείνα στην προσέλκυση και επενδύσεων αλλά και ενίσχυσης των υπαρχόντων δομών ούτως ώστε να ενισχυθούν εγχώριες επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν άλλες Ιταλικές επιχειρήσεις).  Επίσης στο θέμα παραχώρησης υπαλλήλων από το κράτος, καθώς η κυβέρνηση θα γίνει ποιο παραγωγική και έτσι θα μπορεί να διαθέτει προσωπικό δωρεάν προς τις εισερχόμενες επενδύσεις, το οποίο θα αναπτύξει την εμπειρία του (αλλά θα είναι και καθοριστικό παράγοντας για περισσότερες επενδύσεις να έρθουν στην χώρα με το συγκεκριμένο πλεονέκτημα, και το παράδειγμα είναι σημαντικό και για την Ελλάδα όπου ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων είναι ακόμα μεγαλύτερος).  
Να αναφέρουμε ότι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων δεν θα πρέπει να κατευθύνετε αποκλειστικά σε επενδύσεις σε ακίνητα όπως υπήρξε το μοντέλο ανάπτυξης στην Κύπρο, αλλά σε επενδύσεις με πραγματικά adding value activities και end products και services τα οποία θα αναπτύξουν και το knowledge bank της χώρας.  Επίσης, το γεγονός ότι οι πολιτογραφήσεις είχαν σημαντική επίδραση στην οικονομία είναι αδιαμφισβήτητο (τα μεγάλα κτίρια λόγω των διαβατηρίων δίνουν μια ώθηση στο knowledge bank για την κατασκευή μεγάλων κτιρίων, τίποτε όμως περισσότερο πέρα από αυτό), όμως βάσει οικονομικών δεδομένων η εισροή κεφαλαίων για αγορά ενός συγκεκριμένου προϊόντος και όχι για επένδυση στην χώρα δεν αποτελεί ένδειξη εμπιστοσύνης στην Κυπριακή οικονομία (και δεν αποτελεί ούτε καν εμπιστοσύνη από την κατεύθυνση του τρίπτυχου χώρα-οικονομία-σταθερότητα, επειδή το κυπριακό διαβατήριο σου παρέχει οφέλη και εντός της ευρωπαϊκής ένωσης.  Έτσι, η ορθή κατεύθυνση και σχέση για το θέμα των πολιτογραφήσεων, είναι ότι οι πολιτογραφήσεις θα πρέπει να είναι consequence του comparative advantage και της προσέλκυσης επενδύσεων και όχι το cause).  Η λογική επίσης του διαχωρισμού σε cost centers (για την καλύτερη και ποιο επιτυχή λειτουργία του κράτους) πηγάζει από το να εντοπίζεις τους λόγους που εκπίπτει ένα κόστος (cost drivers) και πως αυτό συνδέεται με τις υπηρεσίες που παρέχονται (όμως ο συσχετισμός είναι ανάποδος καθότι τα cost centers είναι οι ίδιες οι υπηρεσίες που παρέχει το εν λόγω τμήμα), κατά αυτό τον τρόπο εντοπίζουμε τις υπηρεσίες και το end result και με αυτό τον τρόπο εξάγουμε το συμπέρασμα για το πως θα χωριστεί μια υπηρεσία σε τμήματα (cost centers).  Για παράδειγμα το τμήμα γηπέδων σε ένα δήμο παρέχει την υπηρεσία ετοιμασίας και παροχής των γηπεδικών εγκαταστάσεων έτσι αυτό αποτελεί από μόνο του ένα cost center ή το τμήμα παραλιών ετοιμάζει και καθορίζει την υπηρεσία διασκέδασης και ανάπαυσης στην παραλία, τότε αυτό είναι ένα άλλο cost center στο οποίο θα επωμιστούν τα κόστη για την ετοιμασία της εν λόγω παραλίας (το σύστημα τμηματοποίησης είναι περισσότερο εφαρμόσιμο σε οργανισμούς με λιγότερη ξεχωριστά διαφοροποίηση στον κάθε καταναλωτή), κατά αυτό τον λόγω ο διαχωρισμός θα φέρει και καλύτερο εντοπισμό νέων μεθόδων εισροής εισοδημάτων αλλά και καλύτερο εντοπισμό των cost drivers (οτιδήποτε δηλαδή κατευθύνει την δημιουργία εξόδων και το οποίο δεν έχει ακόμα επιμετρηθεί και καταλογιστεί από το κράτος το οποίο έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει τον κοινό πλούτο που διαχειρίζεται).  Επίσης, ο τρόπος που αναφέρουμε ποιο πάνω για τον διαχωρισμό των cost centers θα ενισχύσει και το corporate reporting καθώς μέσα στο πλαίσιο του IAS 36 Impairment of Assets, το cash generating unit θεωρείται ως η μικρότερη ομάδα ενεργητικού το οποίου είναι άμεσα συνταυτισμένο με την εισροή εισοδημάτων και η οποία συγκεκριμένη εισροή εισοδημάτων είναι ανεξάρτητη από την εισροή εισοδημάτων από οποιονδήποτε άλλο ενεργητικό.  Σημαντικός είναι και ο καθορισμός του ABC costing στο πλαίσιο του cost center model και στο οποίο θα επιμετρούνται καλύτερα και θα κοστολογούνται ποιο δαπανηρές εργασίες κάτω και από το σωστό πάντα πλαίσιο (για παράδειγμα στο πλαίσιο ενός γραφείου είτε λογιστικών είτε οποιοδήποτε άλλων υπηρεσιών ο διαχωρισμός ενός πελάτη σε διάφορα μέρη υπηρεσιών τα οποία κάθε εργαζόμενος στο γραφείο ξεχωριστά θα επιλαμβάνεται μιας υπηρεσίας και η οποία θα είναι επαναλαμβανόμενη τότε εξοικονομεί μεγάλο ποσοστό σε χρόνο, ή και ακόμα κάτω από το ABC costing ένα εστιατόριο θα απέφευγε ποιο χρονοβόρες υπηρεσίες και προϊόντα σε μια περίοδο ή και σε μια μέρα ποιο υψηλής ζήτησης).

Για παράδειγμα στον κλάδο αστυνόμευσης όπου το κόστος εισροής εισοδημάτων είναι δυσκολότερο να επιτευχθεί τότε θα μπορούσαν να στοχοποιηθούν τα έξοδα, όπου για παράδειγμα σε ένα τόπο που είναι υψηλό το κόστος αστυνόμευσης λόγω οχλαγωγίας και θορύβου τότε με σχετική απαγορευτική νομοθεσία συγκεκριμένων οχημάτων που προκαλούν οχλαγωγία θα μπορούσε να μειωθεί και το κόστος αστυνόμευσης (όμως καθότι είναι το κάθε cost center που θα είναι υπεύθυνο για τα κόστη του τότε θα είναι και αυτό υπεύθυνο για την μείωση τους και την προώθηση μέτρων και τρόπων για βελτιστοποίηση και της ποιότητας ζωής του γενικότερου συνόλου που η κρατική υπηρεσία δύναται να εξυπηρετήσει, αλλά και στα κόστη του ίδιου του cost center.  Για παράδειγμα η ανάγκη για εξεύρεση πόρων και υπηρεσιών εκ μέρους των τμημάτων του κράτους θα ωθούσε τα τμήματα στον περαιτέρω έλεγχο για την θεσμική εναρμόνιση διαφόρων εταιρειών και κατά αυτό τον τρόπο θα τις ωθούσε να μειώσουν την έκθεση τους σε ρίσκο μέσω και καλύτερου risk management, για παράδειγμα μια αεροπορική εταιρεία θα αναγκάζεται να ακολουθεί και να καταγράφει συμβάντα από παρόμοιου τύπου αεροπλάνα τα οποία διατηρεί και να καταλογίζει πως επηρεάζεται ο δικός της στόλος, και κατά αυτό τον τρόπο η Εταιρεία γίνεται ποιο ανταγωνιστική στο διεθνές οικονομικό πεδίο, μέσω της αυξημένης πλέον δραστηριότητας του κρατικού τομέα.  Επίσης η συνεχείς τριβή και των επιχειρήσεων αλλά και των τμημάτων του δημοσίου με την νομοθεσία θα την ωθήσουν την ίδια την νομοθεσία να γίνει ποιο λειτουργική, ποιο χρήσιμη, ποιο προσιτή, εύστοχη και efficient.  Άλλοι τρόποι και παραδείγματα εξεύρεσης ροών εισοδημάτων από τα cost centres στην τμηματοποίηση είναι η χρέωση σε tax rulings των οποίων η εφαρμογή θα είναι πλέον σε όλη την ΕΕ λόγω του Directive 2015/2376, την αύξηση και ενίσχυση των υπηρεσιών στον τομέα της Υγείας όπως η πώληση και λειτουργία συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης που θα πωλούνται σε καταναλωτές, τα πρόστιμα και η διεξαγωγή σεμιναρίων όσων αφορά ελέγχους για θέματα εργοδοτικής ευθύνης, άλλους εθελοντικούς ελέγχους για θέματα εναρμόνισης, το fast track access σε διαφόρους ανώτερους λειτουργούς για την επίλυση σημαντικών και ποιο έγκαιρων θεμάτων, η ενίσχυση και αύξηση άλλων προϊόντων και υπηρεσιών όπως η διάσπαση και διαχωρισμός του τι περιλαμβάνει μια άδεια και του συστήματος αδειοδότησης, και γενικότερα συμπεριλαμβανομένου και οτιδήποτε άλλου θα ενίσχυε την αρμονική σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας κα των δυνατοτήτων μιας οικονομίας), ή ο έφορος εταιρειών θα μπορούσε να έχει και σύστημα προτεραιότητας ή και συνδρομητικό σύστημα για τους ποιο συχνούς πελάτες χωρίς όμως βέβαια να μειώνεται το επίπεδο εξυπηρέτησης στους υπόλοιπους.  Υπάρχουν όμως και διάφοροι τρόποι διατήρησης και της ποιότητας στην οποία ένας καταναλωτής θα μπορούσε να καταφυγή σε μια εποπτική αρχή, και η οποία τον χρόνο και τα resources που εναποθέτονται για την διαλεύκανση και διόρθωση του προβλήματος αν όντως πραγματικά η ευθύνη ανήκει στο cost center, τότε θα χρεώνονται στο cost center.  Επίσης, το σύστημα θα πρέπει να είναι δίκαιο, όπου ένα central management που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένο με την παροχή μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας (εκτός από την διαφύλαξη των συμφερόντων του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και το οποίο είναι το κράτος), θα πρέπει να χρεώνει ένα cost center το οποίο υπάγεται κάτω από εκείνον, μόνο όταν εκείνο έχει χρησιμοποιήσει την υπηρεσία του central management για supervision ή οτιδήποτε άλλο.  Η χρησιμοποίηση του cost center model στον δημόσιο τομέα είναι σημαντική καθώς θα δώσει την ευχέρεια και στο φορολογικό τμήμα να έχει περισσότερη πληροφόρηση για την δίκαιη αξιολόγηση των transfer pricing issues (όπως το allocation basis), το οποίο είναι από τις ποιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες προκλήσεις στο πεδίο του international tax planning.  Η κατανόηση των transfer pricing issues εκ μέρους του κράτους θα ενισχύσει και την διεξαγωγή του έργου άλλων υπηρεσιών όπως η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού και η οποία θα μπορεί να χρησιμοποιήσει ποιο εύστοχα μοντέλα για ανάλυση του Ανταγωνισμού όπως το Bertrand, Cournot και Nash Equilibrium, και τα οποία συσχετίζονται και με την ορθή επιμέτρηση του Marginal Cost των επιχειρήσεων που συνάδει και με το cost of sales στο corporate reporting, και εδώ έγκειται και η ενίσχυση του corporate reporting σε μια οικονομία και η κατεύθυνση προς το Micromacro paradigm στο θέμα και της στατιστικής μεθοδολογίας που αναφέραμε πιο πάνω, και καθώς προσεγγίσεις όπως το ESA και το ESS ακολουθούν το Macromicro paradigm (πολλές φορές η επιμέτρηση του cost of sales που είναι και άμεσα συνυφασμένο με το marginal cost στον τομέα των Οικονομικών και της ανάλυσης του Ανταγωνισμού, επιμετράτε με λανθασμένο τρόπο με τον οποίο του καταλογίζονται κόστη που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένα με το ύψος των πωλήσεων, καθότι τα cost of sales θα πρέπει να πηγάζουν αποκλειστικά από τις πωλήσεις και να είναι άμεσα συνταυτισμένα με αυτές, directly attributable). 

Το cost center model και ιδιαίτερα στον κρατικό τομέα, όπως και η στρατηγική στον καθορισμό των αναπτυξιακών έργων είναι τακτικές στο γενικότερο πλαίσιο και στρατηγική προσέλκυσης ξένων επενδύσεων μέσω και της εξασφάλισης του comparative advantage (το cost center model είναι σημαντική παράμετρος ενίσχυσης του knowledge bank ιδιαίτερα όταν ο κρατικός τομέας αποτελεί σημαντικό κομμάτι της γενικότερης οικονομίας όπως στην Κύπρο και στην Ελλάδα).  Σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο η τάση που επικρατεί είναι εκείνη της παγκοσμιοποίησης και η οποία τάση καθορίζεται από το γεγονός ότι εταιρείες και το παγκόσμιο κεφάλαιο γενικότερα απαρτίζεται από διάφορα τμήματα και κλάδους που λειτουργούν σε διάφορα μέρη ανά το παγκόσμιο, για να μπορούν όμως τα τμήματα του παγκόσμιου κεφαλαίου να συνδέονται και να απαρτίζουν το γενικότερο σύνολο που είναι η εταιρεία, θα πρέπει να υπάρχει πίεση στο κάθε κράτος και κρατική κυβέρνηση να μεταβάλει και να καθορίζει τα πρότυπα της ή και ακόμα τους νόμους της σύμφωνα και με την παγκόσμια τάση, και αυτός κάθε αυτού ο λόγος σπρώχνει και την παγκοσμιοποίηση.  Ο κύριος λόγος του διαχωρισμού μιας μεγάλης εταιρείας σε διάφορες χώρες ανά το παγκόσμιο με διάφορα κομμάτια και τμήματα να την απαρτίζουν, είναι από τα οφέλη που απορρέουν μέσα από το comparative advantage της κάθε χώρας λόγω και των δομικών χαρακτηριστικών, της νομικής υπόστασης και δικαιοδοσίας, της κουλτούρας, των δομών των εργασιακών σχέσεων και του τρόπου άντλησης κεφαλαίων και άλλων δεδομένων (για παράδειγμα, χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης θεωρούνταν πάντα ποιο ικανές και με comparative advantage σε θέματα και προϊόντα που αφορούν περισσότερο το incremental innovation, εν αντίθεση με μια χώρα όπως η Αμερική ή το Ηνωμένο Βασίλειο με διαφορετική υπόσταση στις δομές τους και με comparative advantage σε θέματα που αφορούν περισσότερο το radical innovation).  Στην Κύπρο και στην Ελλάδα είναι σημαντική η αναθεώρηση των δομών που προαναφέραμε για επίτευξη ή και ανάκτηση του comparative advantage στην προσέλκυση επενδύσεων και στην ενίσχυση του knowledge bank καθότι τα οικονομικά δεδομένα θα ενεργοποιούνται εις βάρος των συγκεκριμένων οικονομιών όσο περισσότερο παραμένουν εκτός του παγκόσμιου οικονομικού πεδίου και της παγκόσμιας οικονομικής τάσης.  Επίσης, για το θέμα της τμηματοποίησης του κρατικού τομέα είναι σημαντική η ομοιομορφία στο λογιστικό σύστημα και το οποίο το Ελληνικό κράτος για παράδειγμα θα μπορούσε να εξαγγείλει χρονικό πλαίσιο για αγορά ενός τέτοιου συστήματος, και το πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία σε νέες εταιρείες και εγχώριες να επενδύσουν σε χρόνο και να αναπτύξουν συστήματα με πιθανό μεγάλο αγοραστή την κυβέρνηση και αυτά τα συστήματα θα μπορούσαν με την σειρά τους και την επιτυχία τους να κερδίσουν μερίδιο αγοράς στο εξωτερικό, business empowerment government operations (όπως προαναφέραμε ο κλάδος του software development είναι αρκετά γρήγορος και ευέλικτος τρόπος για ανάδειξη εγχώριων επιχειρήσεων στην αγορά του εξωτερικού και μέσω της κατάκτησης της εγχώριας και εξωτερικής αγοράς θα μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας μέχρι και 30 δις από κάθε επιχείρηση).

Συνοψίζοντας να αναφέρουμε ότι είναι σημαντικές οι ευθύνες από όλους τους εμπλεκόμενους που ξεκινούν από παλαιότερα και με την εδραίωση του τρόπου και απαρχαιωμένου μοντέλου της οικονομίας που ακολουθήθηκε έκτοτε, αλλά οι ποιο βαρυσήμαντες ευθύνες ξεκινούν και από την ένταξη της Ελλάδας στο Ευρώ το 2001, με τα σημαντικότερα λάθη και ευθύνες να βρίσκονται από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του χρηματοδοτικού μηχανισμού.  Επίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση με την πολιτική της και την στάση της εκθέτει την σοβαρότητα όσον αρχών και διατάξεων υποτιθέμενα εκπροσωπεί στις τόσες δηλώσεις, συμφωνίες και προκηρύξεις εκ μέρους της, και στο σημείο βέβαια που δεν φτάνει μόνο το όριο της ανευθυνότητας αλλά και του εμπαιγμού.  Από την πλευρά της η πολιτική ηγεσία στην Ελλάδα δεν ακολούθησε σοβαρά ορθά μέτρα για την αποφυγή της κρίσης, με αποκορύφωση τον εμπαιγμό του δημοψηφίσματος του 2015 στο οποίο δεν ακολουθήθηκαν ούτε και τα βασικότερα στοιχεία όλων των πολιτικών που αναφέραμε ποιο πάνω για να καταστήσουν και την θέση της Ελλάδας ποιο αξιόπιστη αλλά και να της ενισχύσουν την διαπραγματευτική ισχύ.  Παρά την όλη καθυστέρηση, τα σοβαρά προβλήματα, την όλη πολιτική ανευθυνότητα και αδιαφορία για την κοινωνία, υπάρχουν οικονομικές πολιτικές ακόμα και τώρα οι οποίες μπορούν με τον σωστό προγραμματισμό να μειώσουν και να αντιστρέψουν την κρίση στην Ελλάδα, και η οποία έχει ήδη μετρήσει εκτεταμένες επιπτώσεις στην ίδια την κοινωνία.

Δειτε Επισης

Εναλλακτικές επενδύσεις και διασπορά χαρτοφυλακίου
H τεχνητή νοημοσύνη αλλάζει ριζικά το μέλλον του λιανικού εμπορίου
Μετατροπή των προκλήσεων σε ευκαιρίες στην εποχή των αποσυνδεδεμένων πληρωμών
Το Metaverse και το ψηφιακό μάρκετινγκ
Η σημασία της εφαρμογής της εταιρικής διακυβέρνησης και κοινωνικής ευθύνης σε μία εταιρεία
Η χρηματοοικονομική επιμόρφωση ασφαλής δρόμος για οικονομική ευημερία
Η πορεία προς την ενεργειακή αναβάθμιση του κυπριακού real estate
Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και η συνεισφορά τους στον στόχο για βιώσιμη ανάπτυξη
Νέα Οδηγία της Ε.Ε. προστατεύει φυσικά και νομικά πρόσωπα από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες
Δέσμη προτάσεων από ΕΤΕΚ για έναν ουσιαστικό και αποτελεσματικό ψηφιακό μετασχηματισμό