Αντιμετώπιση καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές κυπριακών επιχειρήσεων

Του Φοίβου Ζωμενή*, Partner της Harris Kyriakides

Η πανδημία του κορωνοϊού και οι έντονα αρνητικές συνέπειες που δημιούργησε για την οικονομία φέρνουν στο προσκήνιο και καθιστούν επίκαιρο το θέμα της καθυστέρησης πληρωμών στο εμπόριο. 

Πολλές επιχειρήσεις βιώνουν μια δραστική μείωση στον κύκλο εργασιών τους που τις εμποδίζει να ανταποκριθούν προς τις υποχρεώσεις τους.  Άλλες, αν και θα μπορούσαν να το πράξουν, δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους ως αποτέλεσμα στρατηγικής επιλογής.  Οι συνέπειες της μη έγκαιρης πληρωμής στον κύκλο της οικονομίας είναι αυτονόητες. Προκαλούνται αλυσιδωτές επιπτώσεις οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία σε φθίνουσα πορεία.
 
Ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης της κατάστασης, τουλάχιστον εκεί που οι καθυστέρηση αποτελεί στρατηγική επιλογή του χρεώστη και όχι εγγενή αδυναμία πληρωμής, είναι να καταστεί η επιλογή αυτή ασύμφορη για τον χρεώστη.  Σ’ αυτό ακριβώς στοχεύει η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2011/7/ΕΕ για την Καταπολέμηση Καθυστερήσεων Πληρωμών στις Εμπορικές Συναλλαγές (η Οδηγία) και ο εναρμονιστικός Νόμος  (o περί της Καταπολέμησης των Καθυστερήσεων στις Εμπορικές Συναλλαγές Νόμος του 2012, N. 123(Ι)/2012) (ο Νόμος), με τον οποίο η Οδηγία μεταφέρθηκε στο κυπριακό δίκαιο. 
 
Όπως επισημαίνεται στο προοίμιο της Οδηγίας, οι καθυστερήσεις επηρεάζουν αρνητικά τη ρευστότητα, περιπλέκουν τη χρηματοοικονομική διαχείριση των επιχειρήσεων και επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα, αφού υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις που δεν εισπράττουν έγκαιρα τα οφειλόμενα να στραφούν σε εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης.  Διάφορες έρευνες δείχνουν ότι λόγω των καθυστερήσεων οι επιχειρήσεις βιώνουν πολύ σημαντικές συνέπειες οι οποίες χρόνο με το χρόνο  χειροτερεύουν. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Eurostat, 25% των πτωχεύσεων συνδέονται με τις δυσκολίες που προκύπτουν από τις καθυστερήσεις πληρωμών, ενώ κάθε χρόνο το φαινόμενο αυτό οδηγεί στην απώλεια 450.000 θέσεων εργασίας στην Ευρώπη. Πρόσφατη έρευνα που έχει διεξαχθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για το έτος 2019 (European Payment Report 2019, Intrum), επιβεβαιώνει  ότι οι καθυστερήσεις στις πληρωμές έχουν δυσμενή αποτελέσματα για τις επιχειρήσεις. Από τις επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος στην έρευνα, κατά τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, ένα ποσοστό 19% αναφέρει ότι είχε αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, 27%  ότι εμποδίστηκε στην ανάπτυξη της επιχείρησης, 30% ότι αντιμετώπισε  απειλή στη επιβίωση της επιχείρησης, 18%  ότι είχε απώλεια εισοδημάτων, 23% ότι αναγκάστηκε να απολύσει προσωπικό, 12% ότι αντιμετώπισε πίεση ρευστότητας και 18% ότι αναγκάστηκε να μην προσλάβει προσωπικό. Από την ίδια έρευνα προκύπτει ένα άλλο σημαντικό στοιχείο.  Πολλές από τις επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος στην έρευνα παραδέχονται ότι και οι ίδιες καθυστερούν να πληρώσουν τις οφειλές τους και ότι σε ποσοστό 50% αυτό αποτελεί στρατηγική επιλογή.
 
Ποιος είναι όμως ο μηχανισμός με τον οποίο η Οδηγία και ο Νόμος στοχεύουν να αναχαιτίσουν το φαινόμενο των καθυστερήσεων; Υπάρχουν τέσσερεις σημαντικές παράμετροι: πρώτο, η εισαγωγή εξυπακουόμενου όρου στη σύμβαση προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών  σχετικά με τον χρόνο πληρωμής, δεύτερο η επιβολή τόκου υπερημερίας σε περίπτωση μη έγκαιρης πληρωμής στη βάση επιτοκίου αυξημένου κατά 8% πέραν του επιτοκίου αναφοράς, τρίτο η επιβολή υποχρέωσης στον χρεώστη να αποζημιώσει τον πιστωτή για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε λόγω της καθυστέρησης και τέταρτο η ακύρωση καταχρηστικών ρητρών.
 
Το πεδίο εφαρμογής του Νόμου
Το πεδίο εφαρμογής του Νόμου περιορίζεται σε «εμπορικές συναλλαγές», δηλαδή συναλλαγές που αφορούν την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών μεταξύ επιχειρήσεων (“Β2Β” ή business to business transactions)  ή συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών.  Δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής του Νόμου συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών και συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών οι οποίες δεν γίνονται στα πλαίσια επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο όρος «επιχείρηση» συμπεριλαμβάνει οποιοδήποτε σχήμα το οποίο ενεργεί στα πλαίσια οικονομικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, ακόμα και αν αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο.
 
Χρόνος αποπληρωμής
Σε ότι αφορά στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, αν δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στη σύμβαση η οποία να προβλέπει διαφορετικό χρονοδιάγραμμα πληρωμής τότε η πληρωμή πρέπει να γίνει εντός 30 ημερών.  Ο χρόνος υπολογίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, από την παράδοση τιμολογίου ή της  απαίτησης πληρωμής ή από τη παράδοση των εμπορευμάτων ή (αν προβλέπεται) τον έλεγχο και αποδοχή των εμπορευμάτων. Στην περίπτωση ιδιωτικών επιχειρήσεων διατηρείται το δικαίωμα των συμβαλλομένων να ρυθμίσουν οι ίδιοι όπως θέλουν την περίοδο αποπληρωμής αλλά με τους περιορισμούς ότι ο χρόνος αποπληρωμής δε θα υπερβαίνει τις 60 μέρες εκτός αν συμφωνήθηκε ρητά στη σύμβαση και ότι η ρύθμιση δεν θα είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον πιστωτή.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, οποιαδήποτε ρήτρα που αποκλείει τη διεκδίκηση τόκου υπερημερίας ή του δικαιώματος ανάκτησης εξόδων για καθυστερημένη είσπραξη θεωρείται καταχρηστική και μη εφαρμόσιμη.
 
Σε ότι αφορά το δημόσιο τομέα, υπάρχουν ξεχωριστές ρυθμίσεις.  Για τους σκοπούς του Νόμου «Δημόσια Αρχή» σημαίνει το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και τις ενώσεις μίας ή περισσοτέρων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσοτέρων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Σε περίπτωση συναλλαγής όπου ο οφειλέτης είναι  δημόσια αρχή ο χρόνος πληρωμής καθορίζεται σε 30 ημέρες.  Δεν υπάρχει δυνατότητα να συμφωνηθεί διαφορετικό διάστημα εκτός σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (δημόσιες αρχές που δραστηριοποιούνται  στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά, υπηρεσίες υγειονομικής μέριμνας) όπου ο χρόνος μπορεί να παραταθεί μέχρι 60 μέρες, αλλά δεν  μπορεί να τις υπερβεί.  Επιβάλλεται έτσι στο Δημόσιο η υποχρέωση εξόφλησης των υποχρεώσεων του προς τις επιχειρήσεις εντός 30 ημερών (ή σε ορισμένες περιπτώσεις εντός 60 ημερών) χωρίς να υπάρχει το δικαίωμα επέκτασης αυτού του χρονικού διαστήματος.
 
Δικαίωμα για τόκο υπερημερίας
Από τη στιγμή που δεν γίνεται έγκαιρα η πληρωμή ο πιστωτής δικαιούται τόκο υπερημερίας.  Το επιτόκιο που εφαρμόζεται είναι το «επιτόκιο αναφοράς» πλέον 8 εκατοστιαίες μονάδες.  Το επιτόκιο αναφοράς ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δημοσιεύεται στη ιστοσελίδα της (https://www.ecb.europa.eu/stats/policy_and_exchange_rates/key_ecb_interest_rates/html/index.en.html)  και στην ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (https://www.centralbank.cy/el/reference-interest-rates).  Για τους πρώτους 6 μήνες του κάθε έτους λαμβάνεται υπόψη το επιτόκιο αναφοράς που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου και για τους υπόλοιπους 6 μήνες το  επιτόκιο αναφοράς που ίσχυε την 1η Ιουλίου.  Το ψηλό επιτόκιο έχει σκοπό να ενθαρρύνει την έγκαιρη πληρωμή και να καταστήσει ασύμφορη την καθυστέρηση πληρωμών ως μέσο εξασφάλισης ρευστότητας.
 
Δικαίωμα για αποζημίωση για διοικητικά έξοδα ανάκτησης
Από τη στιγμή που ο πιστωτής αποκτά δικαίωμα να ανακτήσει τόκο υπερημερίας, αυτόματα δικαιούται και κατ’ αποκοπή ποσό €40 ως ελάχιστη αποζημίωση για διοικητικά έξοδα/έξοδα είσπραξης για την κάθε συναλλαγή.  Το ποσό αυτό προστίθεται δικαιωματικά με βάση τις πρόνοιες του Νόμου χωρίς να απαιτείται από τον πιστωτή να αποδείξει τη ζημιά του. Ταυτόχρονα, αν ο πιστωτής έχει επιβαρυνθεί με μεγαλύτερο ποσό εξόδων ανάκτησης μπορεί να το αξιώσει, θα πρέπει όμως να το αποδείξει.
 
Ακύρωση καταχρηστικών όρων
Καταχρηστικοί όροι θεωρούνται άκυροι.  Για να αποφασιστεί κατά πόσο μια ρήτρα είναι καταχρηστική λαμβάνονται υπόψη όλα τα περιστατικά και τα συναλλακτικά ήθη αναφορικά με παρόμοιες συμβάσεις καθώς και η διαπραγματευτική θέση των μερών.  Σύμφωνα όμως με το άρθρο 9 του Νόμου, ρήτρα η οποία αποκλείει την χρέωση τόκου για καθυστερημένη εξόφληση ή που αποκλείει την αποζημίωση του πιστωτή για τα έξοδα είσπραξης θεωρείται πάντοτε καταχρηστική και δεν έχει οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.
 
Αποτελέσματα εφαρμογής της Οδηγίας και του Νόμου
Η αποτελεσματικότητα της Οδηγίας και του Νόμου στην αντιμετώπιση του προβλήματος της καθυστέρησης των πληρωμών δεν ήταν η προσδοκώμενη. Αντίθετα στο χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την έκδοση της Οδηγίας και τη θέσπιση του Νόμου ο μέσος όρος της περιόδου αποπληρωμής οφειλών φαίνεται να παρουσιάζει αυξητική τάση. Αυτό αποδίδεται σε δύο βασικούς παράγοντες.
 
Ο πρώτος είναι η συνάρτηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών με την αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης.  Δεν παρέχεται κάποιος ανεξάρτητος μηχανισμός για την εκδίκαση αμφισβητούμενων απαιτήσεων που βασίζονται στο Νόμο. Παρά το ψηλό επίπεδο απονομής της δικαιοσύνης  στη Κύπρο παραμένει το γεγονός ότι υπάρχουν εξαιρετικά μεγάλες καθυστερήσεις τόσο στην εκδίκαση υποθέσεων όσο και στην εκτέλεση αποφάσεων. Συνεπώς κάποιος χρεώστης μπορεί να προτιμήσει να μην εκπληρώσει έγκαιρα τις υποχρεώσεις του γνωρίζοντας ότι η ώρα  που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες αυτής της επιλογής θα αργήσει να έλθει.
 
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η άγνοια των προνοιών της Οδηγίας και του Νόμου.  Παρά την παρέλευση σχεδόν 10 ετών από την έκδοση της Οδηγίες και τη θέσπιση του Νόμου, οι πρόνοιες τους δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό.  Πρόσφατη έρευνα αποκαλύπτει ότι στην Ευρώπη μόνο το 29% των επιχειρήσεων γνωρίζουν τα δικαιώματα που τους παρέχει η Οδηγία.  Από αυτό το ποσοστό του 29% ένα ποσοστό 57% ουδέποτε αξιοποίησε τις πρόνοιες που παρέχουν δικαίωμα διεκδίκησης τόκου υπερημερίας και εξόδων είσπραξης.
 
Συμπερασματικά, οι πρόνοιες της Οδηγίας και του Νόμου είναι ένα χρήσιμο εργαλείο το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων.  Η χρησιμότητα και η δραστικότητα τους όμως εξαρτάται άμεσα από την ταχύτητα με την οποία μια επιχείρηση που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της θα έλθει αντιμέτωπη με τις συνέπειες.  Χωρίς δραστικές μεταρρυθμίσεις που να επιφέρουν γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της εκτέλεσης των αποφάσεων, η συμβολή των προνοιών αυτών στη επίλυση του προβλήματος που στοχεύουν να αντιμετωπίσουν θα είναι πολύ περιορισμένη.
 
 
*Ο Φοίβος Ζωμενής είναι Partner στο Τμήμα Εταιρικού Δικαίου της Harris Kyriakides. Είναι μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου από το 1989. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου μέχρι τον διορισμό του σε θέση Επαρχιακού Δικαστή το 1996. Κατά τη δεκαεξαετή του υπηρεσία ως δικαστής ασχολήθηκε τόσο με αστικές όσο και με ποινικές υποθέσεις. Υπηρέτησε στη συνέχεια ως  Διευθυντής της Νομικής Υπηρεσίας της Τράπεζας Κύπρου. Είναι αδειούχος Σύμβουλος Αφερεγγυότητας και μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων

Δειτε Επισης

Σύντομα ο σχεδιασμός για Σχολή Θαλάσσιων Επιστημών ΤΕΠΑΚ στη Λάρνακα
«sCYence Fair 2024»: Με εκατοντάδες χαμόγελα πλημμύρισε η μεγαλύτερη γιορτή της επιστήμης
Οι νικητές των «Stelios Bi - Communal Awards for Business Co-operation 2024»
TELETHON και Κεραυνός Στροβόλου ενώνουν δυνάμεις
16α ΙΝ Business Awards: Ανακοινώνονται την ερχόμενη εβδομάδα οι βραβευθέντες
Στην ΟΕΒ ο Σύνδεσμος Συλλογικότητας Θεατρικών Δημιουργών-Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο
Στις 16 Μαΐου η ετήσια εκδήλωση «Cisco Experience»
Oι content creators αλλάζουν την όψη της οικονομίας
Με διαδρομές ενθουσιασμού, επιτυχίας και επιδόσεων ο απολογισμός για τον ΟΠΑΠ Μαραθώνιο Λεμεσού
ΓεΣΥ: Πώς διατηρείται και ενισχύεται η ποιοτική εξυπηρέτηση ασθενών;